Για να είναι χρήσιμος ένας πρώην πρόεδρος πρέπει να είναι ελεύθερος, υποστηρίζει ο Φρανσουά Ολάντ στο δοκίμιό του «Affronter» που μόλις κυκλοφόρησε στη Γαλλία. Με αφορμή την έκδοσή του ο επικεφαλής της 5ης Δημοκρατίας από το 2012 έως το 2017 αποδέχτηκε την πρόσκληση της Corriere della Sera για μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης κατά τη διάρκεια της οποίας μίλησε με απόλυτη ειλικρίνεια και ελευθερία για τη Γαλλία, την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, για την προδοσία στην πολιτική, για τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, για την προεκλογική εκστρατεία στην πατρίδα του κυρίαρχος της οποίας αναδεικνύεται προς το παρόν ο Ερίκ Ζεμούρ.
Ωστόσο η πρώτη ερώτηση που ο Στέφανο Μοντεφιόρι, ο ανταποκριτής της ιταλικής εφημερίδας στο Παρίσι, απηύθυνε στον σοσιαλιστή πρώην πρόεδρο της Γαλλίας αφορούσε τον πατέρα του στον οποίο ο Ολάντ επέλεξε να αφιερώσει το βιβλίο του. «Ο πατέρας μου έζησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το τέλος της αποικιοκρατίας, τον Ψυχρό Πόλεμο, το ‘68, τις αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις. Στο τέλος έφυγε κατά τη διάρκεια μίας πανδημίας που δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί και τον οδήγησε στο να βρίσκεται μόνος σε έναν οίκο ευγηρίας, απομονωμένος από την οικογένειά του. Δεν μπορούμε να προβλέπουμε τα πάντα, αλλά πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον κόσμο δίχως να περιοριζόμαστε στο να τον παρατηρούμε», σημείωσε ο Ολάντ.
Δεδομένου ότι στο τελευταίο του συγγραφικό πόνημα αναφέρεται εκτενώς στην προδοσία, ειδικά στην πολιτική, ο ιταλός δημοσιογράφος ρώτησε τον γάλλο πολιτικό εάν αισθάνεται πως τον πρόδωσε ο άνθρωπος που τον διαδέχθηκε στην προεδρία της Γαλλίας. «Ερχεται κάποια στιγμή που μία γενιά απαλλάσσεται από την προηγούμενη για να αποκτήσει πρόσβαση στην εξουσία και η φιλοδοξία είναι θεμιτή. Ο Μακρόν περισσότερο δεν ήταν άμεσος και ειλικρινής παρά με πρόδωσε. Σε κάθε περίπτωση οι προδοσίες που έχουν σημασία δεν είναι αυτές που διαπράττονται κατά των ανθρώπων αλλά και των ελπίδων που γεννιούνται», απάντησε o 67χρονος γάλλος πολιτικός.
Οσον αφορά το κατά πόσο ο νυν πρόεδρος της Γαλλίας διέψευσε τις ελπίδες των γάλλων πολιτών που τον στήριξαν και ερωτηθείς εάν το τέλος των ιδεολογιών περισσότερο ζημίωσε πάρα ωφέλησε όλους όσοι το επικαλούνταν, αρκέστηκε να πει: «Δεν υφίσταται δημοκρατία δίχως ένα μεγάλο κόμμα. Δίχως ιδεολογίες που διαμορφώνουν γνώμες, οι λαϊκιστές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος».
Σχετικά με την Μαρίν Λεπέν και την τρίτη απόπειρά της να κατακτήσει το Ελιζέ και την εξουσία εξήγησε πως «επιδίωξε να γίνει αποδεκτή από ένα ευρύτερο τμήμα της κοινωνίας, αλλά έτσι προσέφερε χώρο σε άλλους λαϊκιστές που την κατηγορούν πως είναι ιδιαίτερα διστακτική. Και έτσι καταλήγουμε στην επιχείρηση Ερίκ Ζεμούρ».
Γιατί, όμως, ο Ολάντ κάνει λόγο για «επιχείρηση», μιλώντας για τον ακροδεξιό διεκδικητή της γαλλικής προεδρίας; «Γιατί περί αυτού πρόκειται, με όλη τη σημασία της λέξης. Ο Ζεμούρ είναι μία επιχείρηση που υποστηρίζεται από έναν μιντιακό όμιλο (σσ: του Βενσάν Μπολορέ). Ο Ζεμούρ είναι πολύ πιο ακραίος από την Λεπέν όσον αφορά το Ισλάμ και την ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα. Θεωρώ πως είναι πολύ σοβαρό το ότι δεν επιχειρείται να τεθεί κανένας δημοκρατικός φραγμός στον Ζεμούρ ενώ είχε κατασκευαστεί ένα ανάχωμα κατά της οικογένειας Λεπέν».
Πώς εξηγείται αυτό; «Ο Ζεμούρ είναι εδώ και καιρό παρών στη δημόσια σφαίρα, ως αρθρογράφος της Le Figaro και αναλυτής σε κάποιες εκπομπές. Ανήκει στον μιντιακό/πολιτικό κόσμο, πέρασε από τη μία διάσταση στην άλλη. Ο Μπέπε Γκρίλο άρχισε ως κωμικός και μετά εισήλθε στην πολιτική. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι δύσκολο να τους στερήσεις έδαφος επειδή το έχουν ήδη κερδίσει», είπε ο Ολάντ.
Διερωτώμενος ο ανταποκριτής της Corriere della Sera εάν έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι ο Ερίκ Ζεμούρ αποτελεί την γαλλική εκδοχή του Ντόναλντ Τραμπ, ο Ολάντ υπενθύμισε ότι ο αμερικανός πρώην πρόεδρος, παρότι πέρασε από την τηλεόραση στην πολιτική, «ήταν ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος ενώ ο Ζεμούρ είναι ο υποψήφιος ενός ραδιοτηλεοπτικού ομίλου. Κατηγορούσαμε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ότι έθετε τους τηλεοπτικούς του σταθμούς στην υπηρεσία της καριέρας του στην πολιτική, αλλά τώρα υπάρχει ένας ιδιωτικός όμιλος, του Βενσάν Μπολορέ, που επέλεξε τον Ζεμούρ ως εκπρόσωπο των συμφερόντων του».
Αναφορικά με την κατάσταση στην μετά-Μέρκελ εποχή ο παλαίμαχος πολιτικός προειδοποίησε πως «εάν θέλουμε να προοδεύσει η Ευρώπη, η Γαλλία και η Γερμανία πρέπει να τα βρούνε. Τα μεγάλα ιδρυτικά κράτη-μέλη και κάποιες ακόμη χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία θα μπορούσαν τώρα να ενωθούν περισσότερο δίχως να περιμένουν τους 27. Φυσικά πρέπει να δούμε, λόγου χάρη, εάν είναι έτοιμα για μία κοινή άμυνα».
Ερωτηθείς για την πρόσφατη υπογραφή της AUKUS ο Ολάντ σημείωσε πως «οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν πλέον να επεμβαίνουν μακριά από τα σύνορά τους, το βλέμμα τους σήμερα είναι στραμμένο στον Ειρηνικό Ωκεανό, όπως αποδεικνύει η υπόθεση τω υποβρυχίων. Μακάρι η Ευρώπη να αντλήσει διδάγματα, επανακαθορίζοντας επίσης τον ρόλο του ΝΑΤΟ».
Επιστρέφοντας στη Γαλλία και στις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Απριλίου, ο Φρανσουά Ολάντ υπενθύμισε: «Είμαι σοσιαλιστής, ψηφίζω πάντα τους σοσιαλιστές, οπότε θα ψηφίσω την Αν Ινταλγκό. Ωστόσο το σχέδιο για τη Γαλλία δεν μπορεί είναι το σχέδιο που σκέφτηκε για το Παρίσι. Το θέμα δεν είναι πλέον τα περισσότερα ποδήλατα και τα λιγότερα αυτοκίνητα αλλά το πώς θα μειωθεί η χρήση ορυκτών καυσίμων και πώς θα αναδιανεμηθούν οι πόροι. Το ζήτημα είναι η σοσιαλδημοκρατία», υποστηρίζει ο τέως πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News