«Μη με συγκρίνετε με τον Γκάλη, είναι ιεροσυλία». Σωστή η Εβίνα. Αλλά, τι να σου κάνει κι ο… δυστυχής ο αθλητικός συντάκτης; Πού να βρει χαρακτηρισμούς και επίθετα να τη συστήσει σε εκατομμύρια Ελληνες που, μέχρι προχθές, ούτε τ’ όνομά της δεν είχαν ακούσει; Ξαφνικά, όλοι ζητούν να μάθουν τα πάντα για μια άγνωστη που -τα τελευταία εικοσιτετράωρα- έγινε το top θέμα συζήτησης στη χώρα. «Είναι ο θηλυκός Γκάλης», λοιπόν. Υπερβολή, όμως πιο συνοπτική αφήγηση των κατορθωμάτων της Ευανθίας -Εβίνας- Μάλτση δεν υπάρχει. Είναι και η συγκυρία τέτοια: η «παρέα» της Εθνικής μας ομάδας Γυναικών γράφει ιστορία -πάλι σε Ευρωμπάσκετ- μόλις λίγες μέρες μετά την επέτειο των 30 ετών από το «έπος του ’87».
Μπήκε στη ζωή μας κάπως απροσδόκητα, από το «παράθυρο» των μεταδόσεων της ΕΡΤ, μετά τους ελληνικούς θριάμβους επί της Σερβίας και της Ρωσίας (δύο υπερδυνάμεων στο γυναικείο μπάσκετ). Οταν το καλό τρίτωσε, στο ματς με την -επίσης πανίσχυρη- Τουρκία, κι άρχισαν να… μας γυαλίζουν τα μετάλλια στο βάθος, το Facebook και το Instagram γέμισαν με φωτογραφίες της Μάλτση. Και της ομάδας ολόκληρης, να πανηγυρίζει με την αρχηγό της. Στις αρχές της εβδομάδας, ελάχιστοι θα την αναγνώριζαν στον δρόμο. Και μόνον αυτοί -οι ελάχιστοι- δεν εξεπλάγησαν από τους «άθλους» της στην Τσεχία, όπου -στα πέντε παιχνίδια της Εθνικής μας μέχρι σήμερα- έχει σκοράρει 91 πόντους (18,2 ανά αγώνα) και έχει μαζέψει 36 ριμπάουντ (7,2 ανά αγώνα).
Είναι η κορυφαία σύγχρονη ελληνίδα μπασκετμπολίστρια και μια από τις πέντε έξι καλύτερες στην Ευρώπη. Το 2004, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, αναδείχθηκε δεύτερη σκόρερ του τουρνουά -πίσω από την αυστραλέζα σούπερ-σταρ, Λορίν Τζάκσον- με μέσον όρο 20,9 πόντους, και τέταρτη στα ριμπάουντ (η Ελλάδα τερμάτισε έβδομη). Στο Ευρωμπάσκετ της Λετονίας, το 2009, κατέκτησε το βραβείο της Πολυτιμότερης Παίκτριας της διοργάνωσης – χωρίς, καν, η Ελλάδα να έχει προκριθεί στους ημιτελικούς- και την πρώτη θέση στον πίνακα των σκόρερς, με 22,5 πόντους ανά παιχνίδι. Στην ψηφοφορία της FIBA Europe για την ανάδειξη της κορυφαίας μπασκετμπολίστριας στην Ευρώπη για το 2010 (στην οποία συμμετείχαν ειδικοί και φίλαθλοι), κατέλαβε την έκτη θέση. Το 2007 έγινε η δεύτερη Ελληνίδα που έπαιξε στο κορυφαίο πρωτάθλημα μπάσκετ του κόσμου, στο WNBA, μετά την Αναστασία Κωστάκη. Το 2007, 2008 και 2009 προσκλήθηκε (και έπαιξε) στο All-Star Game της Ευρωλίγκας.
Την Εθνική, ποτέ δεν την εγκατέλειψε. Αντιθέτως με αρκετούς άνδρες συναδέλφους της -οι οποίοι την αντιμετώπισαν σαν ένα περιττό βάρος όταν, πλέον, ήταν «φτασμένοι»- η Εβίνα την υπηρετεί από το 1998 μέχρι σήμερα, που κοντεύει τα σαράντα. Πολλές φορές ένιωσε εξουθενωμένη, ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς, όμως η κορυφαία σκόρερ της όλων των εποχών της έμεινε πιστή – χωρίς κάποιο ιδιαίτερο όφελος μετά το 2004 που άρχισε η διεθνής καριέρα της. Επαιξε στην Ισπανία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Τσεχία, στην Τουρκία. Σχεδόν παντού κέρδισε τίτλους: Κύπελλο Γαλλίας το 2007, Πρωτάθλημα και Κύπελλο Ισπανίας το 2008, Πρωτάθλημα Τσεχίας το 2009 και το 2011, και Κύπελλο το 2010, 2011.
Το 2007 αγωνίστηκε στο γυναικείο ΝΒΑ, στους Κονέκτικατ Σανς που βρίσκονταν (τότε) στην τέταρτη θέση της Ανατολής. Σε 26 παιχνίδια (στα επτά ήταν «πενταδάτη»), είχε -κατά μέσον όρο- 5,7 πόντους, 2,5 ριμπάουντ, 1,5 ασίστ και 41% στα τρίποντα. Η πιο αξέχαστη βραδιά της ήταν στις 7 Ιουλίου 2007, όταν οδήγησε το Κονέκτικατ στη νίκη του επί των Σπαρκς (της μοναδικής Λάιζα Λέσλι) στο Λος Αντζελες, πετυχαίνοντας 23 πόντους με 5/5 τρίποντα. Ηταν το μεγάλο της όνειρο, να διαβεί τον Ατλαντικό και να παίξει μπάσκετ με τις κορυφαίες. Δεν υπάρχει πρόκληση, που να μην την εξιτάρει.
Πώς τα καταφέρνει; Πώς γίνεται, στα 39 της, να αγωνίζεται με το ίδιο πάθος, τις ίδιες αντοχές που είχε στα 19; Σε ό,τι αφορά την αντοχή, η ίδια λέει πως την έχει ευλογήσει ο Θεός. Είναι πολύ σεμνή για ν’ αρχίσει να αραδιάζει τις θυσίες που κάνει στην καθημερινή της ζωή, όλα αυτά τα χρόνια, ώστε να κρατιέται ακμαία. Το πάθος έχει να κάνει με τον χαρακτήρα της: «Είμαι πολύ ανταγωνιστική από τη φύση μου. Η φλόγα που έχω για το μπάσκετ, δεν έχει σβήσει ούτε στο ελάχιστο. Είμαι τρελαμένη μ’ αυτό το άθλημα, όπως όταν ήμουν στα 22 μου. Θέλω να παίζω και οι αισθήσεις μου να χτυπάνε κόκκινο».
Δεν θα το πιστέψετε, αλλά ακόμα και σήμερα, στη δύση της καριέρας της, προσπαθεί να βελτιώνει το παιχνίδι της: την ντρίπλα της, το σουτ, τα πάντα. Και τι κάνει γι’ αυτό; Παρακολουθεί σχεδόν όλα τα ματς της Ευρωλίγκας (των ανδρών), και παρατηρεί προσεκτικά τους παίκτες που θαυμάζει. Αναλύει τις κινήσεις τους, ιδίως τον τρόπο που σουτάρουν, κι έπειτα -στις προπονήσεις- προσπαθεί να τις αντιγράψει. Κάπως έτσι, άλλωστε, έγινε μπασκετμπολίστρια. Τα αδέρφια της, που έπαιζαν μπάσκετ, την έπαιρναν μαζί τους στο γήπεδο. Κι εκείνη, καθόταν στον πάγκο και τους έβλεπε. Δειλά δειλά άρχισε να σουτάρει. Στην αρχή για να φτάσει την μπάλα στο καλάθι. Στη συνέχεια, για να τη βάλει μέσα. Εμαθε, με τη μίμηση, ό,τι έκαναν τα αγόρια. Τα πρώτα της ερεθίσματα προήλθαν από την οικογένειά της, αλλά και από την πόλη της. Στη Γουμένισσα του Κιλκίς, όπως λέει με περηφάνεια η Εβίνα, «όλοι παίζουν μπάσκετ. Το απόγευμα, στο κλειστό γυμναστήριο, συναντάς ανθρώπους όλων των ηλικιών να ασχολούνται με το άθλημα. Ετσι ήταν πάντα, και νιώθω τυχερή που προέρχομαι από αυτό το πανέμορφο μέρος».
Γιατί μπάσκετ, κι όχι κάποιο άλλο σπορ; Γιατί έχει ένταση – και είναι έντονη. «Είμαι τρελοκομείο», λέει η ίδια. Γιατί έχει εναλλαγές – κι έχει εναλλαγές και ‘κείνη, ως χαρακτήρας. Γιατί θέλει συνεργασία – και της αρέσει να συνεργάζεται. «Δένεται», μ’ αυτούς που επιδιώκουν το ίδιο αποτέλεσμα. Γιατί είναι το άθλημα με το οποίο μπορεί να εκφράζεται, όπως ο καλλιτέχνης μέσα από την τέχνη του.
Και το «9»; Γιατί διαλέγει το συγκεκριμένο νούμερο φανέλας, και στην Εθνική, και στον σύλλογό της; Αμα δεν έχει όρεξη να σου εξηγήσει, λέει -απλώς- ότι είναι ο αγαπημένος της αριθμός. Εάν έχει κέφι, σου αφηγείται την ιστορία. Με το Νο 9 «σκάλωσε» όταν ο Μάικλ Τζόρνταν κατέβηκε στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης (1992) με την εθνική ομάδα των Ηνωμένων Πολιτειών και, επειδή δεν μπορούσε να φορέσει το «23», πήρε το «9». Από εκείνη την ημέρα, δεν το αποχωρίστηκε ποτέ – το έχει κάνει και τατού.
Είναι επαγγελματίας από το 1996. Πρωτόπαιξε στον ΑΟΚ Γουμένισσας, το 1990, με τον οποίο έφτασε μέχρι την Α2. Το 1997 πήγε στον Μέγα Αλέξανδρο, το 1998 στη ΜΕΝΤ της Θεσσαλονίκης, και το 2000 (έως το 2004) στον Παναθηναϊκό. Με τα πράσινα αγωνίστηκε και στην Ευρωλίγκα, μετά το «νταμπλ» του 2000. Πέρυσι, ο Παναθηναϊκός την κάλεσε να επιστρέψει, προσφέροντάς της 160.000 ευρώ για διετές συμβόλαιο, όμως εκείνη προτίμησε τον Ολυμπιακό. Για τις ασυγκρίτως καλύτερες προοπτικές του, κι όχι για τα 110.000 ευρώ (ετησίως) που της έδωσε.
Γύρω από την γκαρντ των 1,79 έχει «στηθεί» ολόκληρο το οικοδόμημα της Εθνικής. Αλλά, για πόσο ακόμα; Ηταν 34 ετών, όταν την είχαν ρωτήσει πού σταματάει αυτό το ταξίδι, πού θέλει να σταματήσει. «Δεν θέλω (να σταματήσει)», απάντησε. «Σίγουρα κάποια στιγμή θα συμβεί, σύντομα και οριστικά, αλλά δεν θέλω. Ξέρω ότι ο πρωταθλητισμός έχει ημερομηνία λήξης, και προσπαθώ να συμβιβαστώ με αυτήν την ιδέα…». Τη ρώτησαν και χθες, πέντε χρόνια μετά. «Εχουμε πάρει εισιτήριο για το Παγκόσμιο, το καταλαβαίνετε; Πρώτα ο Θεός κι αν είμαστε υγιείς, θα παίξω και εκεί – κι ας είμαι 40 ετών». Θα αντέξει; Σε τόσο υψηλό επίπεδο; «Η Εβίνα θ’ αντέξει γι’ άλλα 15 χρόνια, τουλάχιστον. Για το σώμα της, δεν ξέρω».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News