Σπάνια χρησιμοποιεί τα γραφεία του στο ευρωπαϊκό τμήμα της Κωνσταντινούπολης. Από το προαύλιο η θέα κατά μήκος του Βοσπόρου οδηγεί το βλέμμα προς την ασιατική πλευρά της Πόλης. Δύο πισίνες συμπληρώνουν την εικόνα του προεδρικού συγκροτήματος. Ο Τζιοβάνι ντι Λορέντζο, αρχισυντάκτης έκδοσης της Die Zeit, θα θέσει τις ερωτήσεις στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Είναι η πρώτη εδώ και πέντε χρόνια συνέντευξη του «Σουλτάνου» σε γερμανικό έντυπο. Με τη σύνοδο των είκοσι ισχυρότερων οικονομικά κρατών του κόσμου, το G20, να λαμβάνει χώρα στις 7 και 8 Ιουλίου στο Αμβούργο· με την απαγόρευση ομιλίας του προέδρου της Τουρκίας σε οπαδούς του στο περιθώριο της συνόδου και με τις, το τελευταίο διάστημα, τεταμένες διμερείς σχέσεις Γερμανίας-Τουρκίας, η συνέντευξη Ερντογάν στην Die Zeit προσελκύει σίγουρα το ενδιαφέρον.
Λίγο πριν το εναρκτήριο λάκτισμα, ο τούρκος πολιτικός αποσύρεται στα ιδιαίτερά του. Τηλεοπτική κάμερα θα καταγράφει τα πάντα, αρχειακοί οι λόγοι, ισχυρίζεται η πλευρά της Άγκυρας. Ο πρόεδρος έχει διαθέσει τριάντα λεπτά για τη συζήτηση. Κάθεται σε καρέκλα τοποθετημένη ανάμεσα σε δύο τουρκικές σημαίες. Ο διερμηνέας βρίσκεται κοντά· ο προσωπικός σύμβουλος επικοινωνίας δίπλα δίνοντας στον Ερντογάν καθ’ όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, καρτέλες με λέξεις και φράσεις-κλειδιά.
Ο πρόεδρος Ερντογάν ανοίγει τη συζήτηση εξαπολύοντας δριμεία επίθεση προς τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, τονίζοντας πως αυτά φέρουν τη βασική ευθύνη για τη διαρραγή των σχέσεων Άγκυρας-Βερολίνου, καθώς «εδώ και μήνες έχουν ξεκινήσει μία καμπάνια σπίλωσης και αμαύρωσης του τουρκικού έθνους. Μέρος αυτής της εκστρατείας υπήρξαν και οι συζητήσεις με τρομοκράτες».
Τα ΜΜΕ στη Γερμανία, αντέτεινε o Λορέντζο, είναι απολύτως ανεξάρτητα, δεν χειραγωγούνται όπως σε άλλες χώρες, «επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να εμπλακούν σε μία αντιτουρκική προπαγάνδα». «Δεν πιστεύω πως υπάρχει αυτό που λέμε “ανεξάρτητα ΜΜΕ”», απαντά ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, όλα τα Μέσα «εξυπηρετούν είτε ιδεολογικά είτε ίδια εκδοτικά συμφέροντα πηγαίνοντας πάντα προς τα εκεί που φυσά ο άνεμος». Με το λεκτικό αυτό πινγκ πονγκ να συνεχίζεται, ο Ερντογάν αναφέρεται στις ανυπόστατες, κατά τη γνώμη του, κατηγορίες περί διασυνδέσεων της ίδιας του της οικογένειας με τον ISIS, τα έωλα σχόλια περί οικονομικών σκανδάλων και εμπλοκής των παιδιών του σε όλα αυτά, καταλήγοντας αποφατικά σε δικό του ρητορικό ερώτημα για το εάν υπάρχουν αποδείξεις.
Η συνέντευξη παίρνει απρόσμενη τροπή, κατόπιν ερωτήματος του συνεντευξιαζόμενου στον δημοσιογράφο: «Πολλές γερμανικές εφημερίδες έχουν γράψει ότι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι δικτάτορας. Σε μία τέτοιου είδους κατηγορία θα ρωτούσα το πώς αυτά τα έντυπα ορίζουν τη λέξη δικτάτορας».
«Ρωτάτε επομένως», απαντά ο γερμανός δημοσιογράφος, «το γιατί η γερμανική κοινή γνώμη σας αντιλαμβάνεται ως δικτάτορα; Μα γιατί σε καμία άλλη χώρα του κόσμου δεν βρίσκονται πίσω από τα κάγκελα τόσοι δημοσιογράφοι όσοι στη Τουρκία. Ήδη αυτοί ξεπερνούν τους 150. Γιατί γερμανοί δημοσιογράφοι όπως o Ντενίζ Γιούσελ και η Μεζαλέ Τολού είναι έγκλειστοι χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Ο Γιουσέλ μάλιστα βρίσκεται σε απομόνωση. Γιατί δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη δουλειά τους επειδή υπήρχε η υποψία συμμετοχής τους στο αποτυχημένο πραξικόπημα του περασμένου καλοκαιριού. Γιατί οι δικές σας μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν γερμανούς βουλευτές. Αυτοί είναι μόνο μερικοί από τους λόγους για τους οποίους απολαμβάνετε τη φήμη του δικτάτορα»
Ο τούρκος πρόεδρος αρνούμενος τις κατηγορίες υπογραμμίζει πως όλες αυτές οι δηλώσεις είναι εσφαλμένες και αυτό γιατί βασίζονται σε εσφαλμένα δεδομένα. Σε μία προσπάθεια να κερδίσει τις δημοκρατικές εντυπώσεις, ισχυρίζεται πως οι περί ων ο λόγος δημοσιογράφοι βαρύνονται είτε με κατηγορίες εγκλημάτων, όπως της τρομοκρατίας, κατηγορίες οι οποίες επικυρώθηκαν από το ανώτατο δικαστήριο είτε για συμμετοχή στην οργάνωση Γκιουλέν, στο PKK ή της ακροαριστερής οργάνωσης DHKP-C. Στο θέμα της απώλειας εργασίας χιλιάδων ανθρώπων, η μπάλα βρέθηκε στην εξέδρα, με την απάντηση Ερντογάν να αφορά την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και τις, κατά δήλωση του, 500.000 χαμένες θέσεις εργασίας.
Η Τουρκία είναι μία χώρα αυτόνομη με δικούς της νόμους και κανόνες, με δικαιοσύνη ανεξάρτητη και αμερόληπτη, προσθέτει ο ηγέτης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, επισημαίνοντας πως κάτι που μπορεί να μην θεωρείται παράνομο σε μία άλλη χώρα, στη δικιά μας ίσως να είναι. Παίρνοντας θέση θετική στο ερώτημα για το εάν και κατά πόσον ένας δημοσιογράφος, ο οποίος παίρνει συνέντευξη από κάποιον τρομοκράτη θα πρέπει να θεωρηθεί και ο ίδιος τρομοκράτης.
Δεν μπορώ να καταλάβω το πώς μία χώρα σαν τη Γερμανία, η οποία θεωρεί ζωτικής σημασίας για τη Δημοκρατία έννοιες, όπως αυτή της ελευθερίας της έκφρασης, δεν επιτρέπει στον ηγέτη ενός κράτους να απευθυνθεί στους ομοεθνείς του, έστω και με βίντεο-μήνυμα, ενώ παράλληλα επιτρέπει, σημειώνει με δηκτικό τόνο -μεταξύ άλλων- ο Ερντογάν, σε μέλη μίας τρομοκρατικής οργάνωσης, του PKK, να διαδηλώνουν ελεύθερα. Συμπληρώνοντας πως οι δύο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ και το ότι τρία εκατομμύρια Τούρκοι κατοικούν στη Γερμανία.
Επιπλέον το ποσό των εμπορευματικών συναλλαγών μεταξύ Γερμανίας-Τουρκίας ανέρχεται σε περίπου $35,5 δισεκατομμύρια. Θα ήταν επομένως «μεγάλο λάθος, εάν η γερμανική κυβέρνηση για χάρη μίας τρομοκρατικής οργάνωσης θυσίαζε τις σχέσεις μας. Επί παραδείγματι, εξ’ αφορμής του διεξαχθέντος τουρκικού δημοψηφίσματος, γερμανοί βουλευτές υποστήριξαν ενθέρμως την εκστρατεία του “OXI” προσβάλοντάς με προσωπικά. Παρόλα αυτά καμία απάντηση δεν ήρθε από τους υψηλόβαθμους γερμανούς φίλους μας. Στοχεύαμε πάντοτε στη διατήρηση αγαστών σχέσεων με τη Γερμανία, κάτι που ακόμη επιθυμούμε, καθώς χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον. Δεν μπορείς 80.000 τουρκικών συμφερόντων επιχειρήσεις στη Γερμανία με πάνω από 480.000 εργαζομένους να τις αγνοήσεις». Δεν βοηθά επομένως, καταλήγει ο Ερντογάν, να απαγορεύεις στον πρόεδρο αυτής της χώρας να μιλήσει στο περιθώριο του G20 στους ομοεθνείς του, «διαπράττεις δια αυτού του τρόπου μία αυτοκτονία. Μία πολιτική αυτοκτονία».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο ισχυρός άνδρας της Τουρκίας αναπόλησε τα χρόνια Σρέντερ στην Καγκελαρία και τις άριστες σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Παράλληλα, σε «δύσκολη» ερώτηση του δημοσιογράφου, για το ποιον από τους Πούτιν και Τραμπ προτιμά, έδωσε για λόγους σχετικής γειτνίασης , ενεργειακής εξάρτησης και ζητημάτων τουρισμού το προβάδισμα στη Ρωσία.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News