Πολλά χρόνια είχε μείνει σιωπηλός ο Γιώργος Σουφλιάς. Ουσιαστικά, από τότε που αποχώρησε, επεισοδιακά, από την κεντρική πολιτική σκηνή —όταν είχε παραιτηθεί μία ημέρα μετά την εκλογή του ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της ΝΔ στην συντριπτική ήττα του κόμματος τον Οκτώβριο του 2009— ελάχιστες ήταν οι φορές που είχε απασχολήσει τη δημόσια σφαίρα.
Τώρα όμως, ο 80χρονος πρώην υπουργός και κάποτε διεκδικητής της αρχηγίας της ΝΔ (το 1997, όταν ηττήθηκε από τον Κώστα Καραμανλή) επιστρέφει με έναν μάλλον αναπάντεχο τρόπο: στρέφεται κατά της ρύθμισης του πολυσυζητημένου νομοσχεδίου της κυβέρνησης και της Νίκης Κεραμέως για την αστυνομία στα πανεπιστήμια.
Η χρονική σύμπτωση δεν μπορεί να είναι τυχαία. Ο κ. Σουφλιάς έγραψε το σχετικό άρθρο στο «Βήμα της Κυριακής» με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Γιατί η Αστυνομία στα ΑΕΙ δεν είναι μια καλή ιδέα», την ώρα που το νομοσχέδιο Κεραμέως, με τις επίμαχες διατάξεις περί Ομάδας Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων η οποία θα υπάγεται στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, μετρούσε λίγες ώρες ζωής στη Βουλή (κατατέθηκε την Παρασκευή) και αναμένεται να εισαχθεί προς συζήτηση στις Επιτροπές.
Σε αυτό το άρθρο, ο κ. Σουφλιάς γράφει ως πρώην υπουργός Παιδείας (είχε υπηρετήσει σε αυτό το πόστο από το 1991 ως το 1993, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, διαδεχόμενος τον Βασίλη Κοντογιαννόπουλο – θύμα των επικών καταλήψεων εκείνης της περιόδου).
Και αυτά που σημειώνει είναι πολύ ενδιαφέροντα.
Κατ’ αρχάς υπογραμμίζει ότι με τις ρυθμίσεις για τη βάση εισαγωγής, η κυβέρνηση μειώνει εμμέσως τον αριθμό των φοιτητών και μάλιστα κατά πολύ. Αυτό ο κ. Σουφλιάς το βρίσκει σωστό, αλλά λέει ότι η κυβέρνηση αποφεύγει να το αναφέρει.
Γράφει χαρακτηριστικά ο πρώην υπουργός:
«Το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια είναι αδιάβλητο, ορίζει ένα κατώτατο όριο βαθμολογίας, θεωρώ ότι θα υπάρξουν κάποια προβλήματα στην εφαρμογή του, αλλά συμφωνώ να εφαρμοστεί για να δούμε τα αποτελέσματά του. Εκείνο όμως που θέλω να τονίσω είναι ότι εμμέσως η κυβέρνηση, διά του συστήματος αυτού, μειώνει τον αριθμό των φοιτητών κατά πολύ. Η κυβέρνηση, κατά την άποψή μου, θα έπρεπε ευθέως και ξεκάθαρα να πει ότι πρέπει να μειωθεί ο αριθμός των εισαγομένων έτσι ώστε να γίνεται ένας σωστός διάλογος. Πιστεύω ότι πρέπει να μειωθούν οι εισαγόμενοι στα πανεπιστήμια. Δεν είναι δυνατόν το ποσοστό των τελειοφοίτων Λυκείων που εισάγονται στα πανεπιστήμια στην Ελλάδα να φτάνει το 75% και το αντίστοιχο στις χώρες της Ευρώπης να είναι στο 33%. Η μείωση πρέπει να γίνει σταδιακά μέσα σε 2 με 3 χρόνια, ώστε να προετοιμάζονται η κοινωνία και τα πανεπιστήμια».
Σε άλλο σημείο του άρθρου του ο κ. Σουφλιάς στρέφεται κατά της ρύθμισης για Αστυνομία στα ΑΕΙ. Δεν κρύβει τα λόγια του.
«Η δημιουργία πανεπιστημιακής Αστυνομίας μού θυμίζει μια παροιμία η οποία λέει “πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι”. “Κεφάλι” είναι η συνταγματική επιταγή για πλήρη αυτοδιοίκηση των πανεπιστημίων, με την οποία όλα τα θέματα και όλα τα προβλήματα που υπάρχουν στο πανεπιστήμιο τα επιλύουν τα αρμόδια όργανα αυτού χωρίς τη συμμετοχή κανενός άλλου», γράφει, ενώ έχει ήδη σημειώσει πως:
«Η αλήθεια είναι ότι γίνονται σε ορισμένα πανεπιστήμια κατά καιρούς βανδαλισμοί, καταστροφές και απαράδεκτες συμπεριφορές προς τους καθηγητές και τους πρυτάνεις. Εδώ θέλω να δηλώσω ότι το μέγιστο ποσοστό των φοιτητών δεν συμμετέχει σε αυτές τις ενέργειες. Αλήθεια, επίσης, είναι ότι οι πρυτανικές αρχές από φόβο προς τους ταραχοποιούς δεν καλούν την Αστυνομία να επέμβει προκειμένου να εμποδίσει ή να καταστείλει αυτά τα επεισόδια και αν χρειαστεί να κάνει συλλήψεις».
Το λάθος με τους «αιώνιους» φοιτητές
Ακόμα και για το θέμα της διαγραφής των «αιώνιων» φοιτητών ο κ. Σουφλιάς είναι επιφυλακτικός και προτιμά την επαναφορά μιας δικής του ρύθμισης από το 1992, η οποία προέβλεπε όντως κάποιες σωστές ρυθμίσεις που απέχουν από την τωρινή προσέγγιση του υπουργείου Παιδείας:
«Σε ό,τι αφορά το θέμα των “αιώνιων” φοιτητών, για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά προτείνω να γίνει επαναφορά του άρθρου 9 του Ν. 2083/92 που είχα εισηγηθεί και ψηφίστηκε στη Βουλή. Στο άρθρο 9 προβλέπεται ότι οι σπουδές στο πανεπιστήμιο διαρθρώνονται σε δύο κύκλους. Ο πρώτος κύκλος είναι τα δύο πρώτα χρόνια στα οποία διδάσκονται οι βάσεις της επιστήμης και εάν δεν επιτύχεις τις εξετάσεις των μαθημάτων του πρώτου κύκλου, δεν μπορείς να παρακολουθήσεις και να δώσεις εξετάσεις στα μαθήματα του δεύτερου κύκλου. Η διάρθρωση αυτή των σπουδών επιτυγχάνει κατ’ αρχάς τη συνοχή αλλά και την αλληλουχία των σπουδών. Επιπλέον, διατηρεί τη δυναμική μάθησης των υποψήφιων φοιτητών και, τέλος, καταργεί τη μεταφορά μαθήματος. Με τη μεταφορά μαθήματος π.χ από το πρώτο έτος στο τελευταίο έτος που εφαρμόζεται σήμερα, ο φοιτητής δεν έχει μάθει τις βάσεις για να μπορεί να παρακολουθήσει τα μαθήματα των ενδιάμεσων αυτών ετών. Ετσι δημιουργείται ένα τεράστιο πρόβλημα στον φοιτητή και αυτό τον οδηγεί σε μια χαλάρωση όπου νομίζει ότι έχει ατελείωτο χρόνο για να πάρει πτυχίο. Ο δεύτερος κύκλος σπουδών είναι τα υπόλοιπα προβλεπόμενα χρόνια αυξημένα κατά δύο, το γνωστό ν+2. Μετά την παρέλευση αυτών των ετών οι φοιτητές δεν δικαιούνται τις πάσης φύσεως παροχές (σίτιση, στέγαση, δωρεάν συγγράμματα, υποτροφίες κ.λπ). Ο Ν. 2083/92 δεν προέβλεπε τη διαγραφή των φοιτητών διότι υπήρχε αυτό το φίλτρο των δύο ετών. Δυστυχώς αυτή η διάταξη όπως και πολλές άλλες διατάξεις του νόμου αυτού καταργήθηκαν αμέσως με την αλλαγή της κυβέρνησης του 1993».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News