Είχε νοσηλευτεί κατ’ επανάληψη σε νοσοκομεία, κλινικές αποτοξίνωσης και ψυχιατρικά ιδρύματα. Είχε «πεθάνει» (τουλάχιστον) τρεις φορές στο παρελθόν. Λίγοι περίμεναν ότι, με την υγεία του τόσο επιβαρυμένη, θα έφτανε τα 60. Κι όμως, κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει την τραγική είδηση: «ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα είναι νεκρός!». Ηταν Τετάρτη, 25 Νοεμβρίου 2020.
Από εκείνη την αποφράδα μέρα πέρασε ένας χρόνος, ακριβώς, αλλά το όνομα του «θεού της μπάλας» ποτέ δεν απουσίασε από την επικαιρότητα. Ο «Ντιεγκίτο» εξακολούθησε να απασχολεί τη δημοσιότητα όπως τότε, που ήταν ζωντανός. Δυστυχώς, για λόγους που προκάλεσαν θλίψη και οργή στα εκατομμύρια των απανταχού φιλάθλων που τον λάτρεψαν.
Τρεις μέρες μετά τον θάνατό του η «σέλφι» που έβγαλε ένας υπάλληλος του γραφείου τελετών πάνω από το ανοιχτό φέρετρο του αργεντινού μπαλαδόρου έκανε τον διαδικτυακό γύρο του Κόσμου. Στη συνέχεια, δικαστήριο της Αργεντινής διέταξε να μην αποτεφρωθεί η σορός του, προκειμένου να διενεργηθεί το τεστ dna που ζήτησε η Μάγκι Χιλ, η οποία ισχυρίστηκε ότι ο Μαραντόνα ήταν ο βιολογικός της πατέρας.
Ακολούθησαν οι καταγγελίες του Αλφρέντο Καέ, του πρώην προσωπικού του γιατρού, πως ο «Ντιεγκίτο» πέθανε εξαιτίας λαθών και παραλείψεων του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που είχε αναλάβει την κατ’ οίκον νοσηλεία του έπειτα από τη χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, στην οποία είχε υποβληθεί. Η «σοκαριστική» τηλεφωνική συνομιλία της ψυχιάτρου Ογκουστίνα Κοσάκοφ, που ήταν παρούσα στις τελευταίες στιγμές του Μαραντόνα, με τον νευροχειρουργό Λεοπόλδο Λούκε, που προσπαθούσε να καταλάβει αν ο ασθενής του ήταν, ακόμη, ζωντανός, επιβεβαίωνε τον Καέ.
Δεν άργησε και το επίσημο πόρισμα των εμπειρογνωμόνων, 70 σελίδων, σύμφωνα με το οποίο ο Μαραντόνα, ουσιαστικά, αφέθηκε στη μοίρα του. Πέθαινε επί 12 ολόκληρες ώρες, αργά και βασανιστικά. Η Εισαγγελία του Μπουένος Αϊρες διέθετε, πλέον, επαρκή στοιχεία, ώστε να ασκήσει ποινικές διώξεις για ανθρωποκτονία, εναντίον του νευροχειρουργού και της ψυχιάτρου, ενός επιβλέποντος γιατρού, ενός ψυχολόγου και τριών νοσηλευτών. Η αλήθεια για το τι πραγματικά συνέβη, αναζητείται ακόμη.
Σάλος προκλήθηκε και με το άνοιγμα της διαθήκης, που ήταν ασαφής και γενικόλογη. Οι κληρονόμοι χρειάστηκε να προσλάβουν ιδιωτικούς ερευνητές για να εντοπίσουν περιουσιακά στοιχεία του Μαραντόνα σε διάφορες χώρες, ενώ άλλοι συγγενείς του, στους οποίους δεν άφησε τίποτα, προσέβαλαν το κύρος της.
Σε δικαστική διαμάχη βρίσκεται και ο δικηγόρος του, Ματίας Μόρλα, με τις δύο μεγαλύτερες κόρες του «Ντιεγκίτο», Ντάλμα και Τζιανίνα, για τα δικαιώματα εμπορικής εκμετάλλευσης του ονόματος και της εικόνας του Μαραντόνα. Ο Μόρλα είχε αναλάβει τη διαχείρισή τους από το 2014, και θεώρησε σωστό, αυτό να μην αλλάξει ούτε μετά τον θάνατο του πελάτη του.
Στα δικαστήρια προσέφυγε και ο Μαραντόνα Jr, καταθέτοντας αγωγή εναντίον του πρώην ατζέντη του πατέρα του, Στέφανο Τσέκι. Ισχυρίζεται ότι ο μάνατζερ έδωσε τη συγκατάθεσή του για τη δημιουργία της επετειακής φανέλας της Νάπολι, με τη μορφή του Ντιέγκο Μαραντόνα, χωρίς να έχει σχετική εξουσιοδότηση από τους κληρονόμους του.
Την περασμένη Κυριακή, τέσσερις μέρες πριν συμπληρωθεί ένας χρόνος από τον θάνατό του, μια 36 χρονη Κουβανή (Μέιβις Αλβαρες) υποστήριξε πως ο Μαραντόνα την είχε βιάσει το 2001, όταν ήταν 16 ετών, σε κλινική της Αβάνας. Και ότι η οικογένειά της το κράτησε μυστικό, επειδή ο Αργεντινός ήταν στενός φίλος του (τότε) Προέδρου της χώρας, Φιντέλ Κάστρο.
Την επόμενη μέρα ο γιατρός και δημοσιογράφος, Νέλσον Κάστρο, αποκάλυψε στο βιβλίο του, «Η υγεία του Ντιέγκο», ότι ο Μαραντόνα έχει ταφεί χωρίς την καρδιά του! Αφενός, για «να διερευνηθούν καλύτερα τα αίτια του θανάτου του» και, αφετέρου, επειδή κάποιοι φανατικοί οπαδοί της Χιμνάσια «σχεδίαζαν να την κλέψουν». Ούτε στο μνήμα του δεν έχει ησυχάσει ο «Ντιεγκίτο», ο οποίος έζησε ακραία μια πολυτάραχη, μυθιστορηματική ζωή.
Ηταν πολλοί άνθρωποι σε έναν. Από τη μία, «παιδί του λαού». Αντικομφορμιστής, υπερασπιστής των φτωχών και των αδυνάτων, φίλος των επαναστατών κάθε λογής. Και, από την άλλη, συστημικός και καλοπερασάκιας, απολάμβανε την εύνοια της ναπολιτάνικης μαφίας και δεχόταν δώρα από αμφιλεγόμενους μεγιστάνες και τυραννικά καθεστώτα. Ενας αλήτης, που έκλεψε με «το χέρι του Θεού» (και καυχιόταν γι’ αυτό), αλλά κι ένας αρτίστας, που σκόραρε το πιο διάσημο γκολ στα χρονικά του ποδοσφαίρου λίγα λεπτά αργότερα. Χυδαίος και ευαίσθητος, ταυτοχρόνως. Ασωτος, υπερβολικός, θορυβώδης και εριστικός, προκαλούσε τους πάντες. Κι άλλοτε τους έκανε να τον θαυμάζουν. Ή, να τον λυπούνται…
«Επαναστάτης, ήρωας, απατεώνας, Θεός». Ο τίτλος της ταινίας-ντοκιμαντέρ του Ασίφ Καπαντιά, που προβλήθηκε εκτός συναγωνισμού στο Φεστιβάλ των Καννών, το 2019, τον περιγράφει πολύ εύστοχα. Οσοι δεν κατάφεραν να τον κατανοήσουν, να καταλάβουν ότι ήταν καταδικασμένος σε μια ζωή γεμάτη πάθη και αντιφάσεις, τον μίσησαν. Οι «φαν» του, τον λάτρεψαν και για τις αμαρτίες του. Αλλά κανένας απ’ όσους είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τις υπέροχες παραστάσεις του στο χορτάρι, δεν θα τον ξεχάσει. Οσο η μπάλα θα κυλάει στα γήπεδα, ο μύθος του θα μένει ζωντανός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News