Την ώρα που αξιωματούχοι του ΟΟΣΑ προειδοποιούν ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα συρρικνωθεί φέτος σημαντικά λόγω της επέλασης του νέου κορονοϊού, στα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία (τα οποία είναι επίσης εξωτερικά σύνορα της ΕΕ) βρίσκεται σε εξέλιξη μια νέα μεταναστευτική-προσφυγική κρίση. Και πριν από δύο εβδομάδες οι ηγέτες της ΕΕ δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία για τον επόμενο επταετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Με λίγα λόγια, «όπου κι αν κοιτάξει κανείς, βλέπει μαύρα σύννεφα να καλύπτουν τον ορίζοντα της Ευρώπης», γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η ηγεσία στο Βερολίνο είναι πλέον ορφανή, κυρίως «επειδή η εγχώρια πολιτική σκηνή βρίσκεται σε αδιέξοδο», όπως επισημαίνει σε κείμενό του ο Τόνι Μπάρμπερ. Και σύμφωνα με τον βετεράνο δημοσιογράφο των Financial Times, «τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει έως ότου αποχωρήσει η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ», η οποία για το καλό της πατρίδας της αλλά και ολόκληρης της ΕΕ, «πρέπει να αλλάξει τα σχέδιά της και να αποσυρθεί πολύ πριν από τον Οκτώβριο του 2021».
Φαίνεται ότι ο αρχισυντάκτης επί ευρωπαϊκών ζητημάτων της έγκριτης λονδρέζικης εφημερίδας αποφάσισε να συντάξει πρόωρα τον επικήδειο της Ανγκελα Μέρκελ, εξαπολύοντας μία από τις πιο σφοδρές επιθέσεις που έχει δεχτεί τις τελευταίες εβδομάδες η γερμανίδα ηγέτιδα. Η άποψή του, ωστόσο, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί ο Τόνι Μπάρμπερ αποτελεί μια σπάνια περίπτωση γερμανόφιλου Βρετανού, ο οποίος ζει και εργάζεται μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου.
Κατέχοντας την εξουσία στη Γερμανία από τον Νοέμβριο του 2005, η Ανγκελα Μέρκελ κατάφερε αναμφίβολα πάρα πολλά. Πλέον, ωστόσο, «έχει χάσει τη μαγεία της» και «όσο περισσότερο παραμένει στην εξουσία, τόσο περισσότερο θα αμφισβητηθεί η κληρονομιά της», υποστηρίζει ο Μπάρμπερ.
Αναγνωρίζει, φυσικά, ότι η όγδοη (μόλις) καγκελάριος της ενωμένης Γερμανίας δεν φέρει σε καμία περίπτωση την ευθύνη για τη διάβρωση της δυτικής φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, ούτε για το ξέφτισμα της συμμαχίας μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ούτε για την ανικανότητα της ΕΕ να αντεπεξέλθει στις όποιες προκλήσεις (είτε αυτές αφορούν την οικονομία είτε την εξωτερική πολιτική) της εποχής.
Αναγνωρίζει επίσης ότι η Γερμανία εξακολουθεί να ξεχωρίζει ως «μοντέλο ευημερίας και σταθερότητας» μεταξύ των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Γιατί στην Ιταλία, για παράδειγμα, οι παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις έχουν απαξιωθεί πλήρως και η οικονομία βρίσκεται σε τέλμα επί μία 20ετία, στην Ισπανία πλανάται ακόμα ανησυχητικά το φάντασμα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας, στο Βέλγιο αδυνατούν να σχηματίσουν κυβέρνηση από τον Μάιο του 2019 ενώ στη Βρετανία παρατηρείται ένα «τρέκλισμα» προς έναν δεξιόστροφο λαϊκισμό, ανάλογο με εκείνον που κυριαρχεί στην Πολωνία του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης.
Η Μέρκελ, ωστόσο, φέρει σύμφωνα με τον Μπάρμπερ την ευθύνη για την (επ)άνοδο της Ακροδεξιάς στη Γερμανία. Γιατί η προτίμησή της για τους «μεγάλους συνασπισμούς» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών επέφερε τον κατακερματισμό και την πόλωση στην πολιτική ζωή της πατρίδας της, με αποτέλεσμα η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το ακροδεξιό κόμμα που «φτύνει μίσος» κατά των πολικών ελίτ, των προσφύγων και των μουσουλμάνων, να καταλήξει να αποτελεί την κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης, αλλά και το κατεξοχήν κόμμα διαμαρτυρίας στην πρώην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία.
Ο Μπάρμπερ επικρίνει τη Μέρκελ και για τις ανάμεικτες επιδόσεις της στην οικονομία. Οχι τόσο γιατί από τα μέσα του 2018 η ανάπτυξη στη Γερμανία δεν ξεπερνά το αμελητέο 0,1%, αλλά επειδή η γερμανίδα καγκελάριος επέλεξε να μην προβεί σε μεταρρυθμίσεις ανάλογες με του Γκέρχαρντ Σρέντερ όσον αφορά το κράτος πρόνοιας και την αγορά εργασίας, όπως δεν προέβη επίσης σε σημαντικές δημόσιες επενδύσεις, παρά τα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα που κατέγραφε συνεχώς η γερμανική οικονομία υπό την ηγεσία της.
Η Μέρκελ χρεώνεται επίσης την απώλεια του τεχνολογικού πλεονεκτήματος της Γερμανίας το οποίο εξασφάλισε την κυριαρχία της χώρας στις διεθνείς αγορές των κύριων βιομηχανικών προϊόντων του 20ού αιώνα αλλά και το γεγονός πως σήμερα οι γερμανικές βιομηχανίες είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένες για τις προκλήσεις της νέας ψηφιακής εποχής.
«Οι βιομηχανικές επιτυχίες τονώνουν την υπερηφάνεια και την πολιτική ταυτότητα της Γερμανίας, ειδικά στο CDU, οπότε μπορούμε να προβλέψουμε πως θα γίνουν προσπάθειες για την αναζωογόνηση της γερμανικής οικονομίας. Αλλά αυτό δεν θα συμβεί με τη Μέρκελ γιατί είναι εθισμένη στα υψηλά πλεονάσματα και τις συναινετικές πολιτικές που δεν κλονίζουν τη γερμανική κοινωνία», καταλήγει ο Μπάρμπερ, υπογραμμίζοντας ότι η Μέρκελ πρέπει να αποσυρθεί όχι στο τέλος της θητείας της αλλά το γρηγορότερο δυνατό. Γνωρίζοντας, μάλιστα, ότι το μεγαλύτερο ενδεχομένως λάθος που διέπραξε κατά την πολυετή θητεία της στη γερμανική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια πολιτική σκηνή έγκειται στο ότι δεν κατάφερε να βρει το κατάλληλο πρόσωπο για να τη διαδεχθεί.
Ο Μπάρμπερ δεν το δηλώνει ξεκάθαρα, αλλά δεν παραλείπει να μας υπενθυμίσει ότι ο Φρίντριχ Μερτς, ένας εκ των διεκδικητών της ηγεσίας των Χριστιανοδημοκρατών και επίδοξος διάδοχος της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία, θέλει να εξουδετερώσει την Εναλλακτική για τη Γερμανία, «στρεφόμενος απότομα προς τα δεξιά όσον αφορά ζητήματα ταυτότητας και πολιτισμού». Ενώ ο Αρμιν Λάσετ, πέρα από πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας και φαβορί στην κούρσα διαδοχής, είναι επίσης υποστηρικτής του Μπασάρ αλ Ασαντ αλλά και κρυφός αρνητής της κλιματικής αλλαγής. Το ότι η Ανγκελα Μέρκελ πρέπει να εγκαταλείψει την καγκελαρία άμεσα το υποστηρίζουν ολοένα και πιο πολλοί. Λίγοι, ωστόσο, παραδέχονται πως καλώς ή κακώς θα αφήσει πίσω ένα κενό που δύσκολα θα αναπληρωθεί. Τουλάχιστον άμεσα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News