Yπήρχε μια ελπίδα, βρε Θεέ
Yπήρχε μια ελπίδα, βρε Θεέ
Ο καλλιεργητής Τάσος εδώ και χρόνια έχει στήσει τον σιδερένιο του πάγκο πλάι στον δρόμο που ενώνει την Βάρης Κορωπίου με την ολόλευκη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην λεωφόρο Αθηνών-Σουνίου. Ο Τάσος και ο πατέρας του έχουν μερικά χωράφια δεξιά και αριστερά του δρόμου στα οποία καλλιεργούν λαχανικά εποχής και τα πουλούν στους διερχομένους οδηγούς αυτοκινήτων. Αυτή την εποχή φιγουράρουν στα κασόνια υπέροχα σύκα, γευστικότατες ντομάτες, μικρά κολοκυθάκια με κίτρινους ανθούς, φρέσκα βλήτα, βυσσινιά παντζάρια, πατάτες, φρέσκα κρεμμυδάκια, μικρά πεπόνια, και καμιά φορά αν φανείς τυχερός, βρίσκεις βαθυπράσινα αμπελοφάσουλα χωμένα μέσα σε ένα υγρό πλεχτό τσουβάλι για να κρατούνται φρέσκα, να μην ξεραθούν.
Την τελευταία φορά που πήγα στο μαγαζί του Τάσου, τον οποίο γνωρίζω χρόνια, μου πρότεινε να δοκιμάσω ένα σύκο. «Με την φλούδι. Έτσι αξίζει». Πήρα το σύκο και το δάγκωσα όπως ήταν. Ήταν γλυκό σαν θυμαρίσιο μέλι. Με την γεύση του σύκου ακόμη στο στόμα, γέμισα μια πλαστική σακούλα μικρά κολοκυθάκια. «Τι γίνεται, πώς πάει η δουλειά;» τον ρώτησα. «Δεν βλέπεις;» και μου έδειξε τρία τελάρα γεμάτα κατακόκκινες γινωμένες ντομάτες. «Πέρσι τέτοιο καιρό κρατούσα σειρά προτεραιότητας στο ποιος θα πρωτοπάρει ντομάτες και φέτος τις πετάω». Είχα δοκιμάσει τις φετινές του ντομάτες. Ήταν καταπληκτικές στην γεύση. «Τι γίνεται; Πού το αποδίδεις;». « Κοίτα», μου είπε, «οι περισσότεροι που κατεβαίνουν πια για μπάνιο δεν οδηγούν αυτοκίνητο όπως πέρσι και πρόπερσι για να σταματήσουν και να αγοράσουν από μένα. Έρχονται με νοικιασμένα πούλμαν. Οργανώνονται στις γειτονιές, νοικιάζουν λεωφορείο, πληρώνουν εισιτήριο και κατεβαίνουν για να πάνε στην θάλασσα όπως έκαναν όταν ήμουν μικρό παιδί. Το θυμάμαι καλά γι' αυτό στο λέω. Δεν έχουν να πληρώσουν βενζίνη. Δεν τα κουνάνε πια. Πού θα μας βγάλει όλο αυτό, ρε συ;». «Ρώτα τον Αβραμόπουλο, είναι πιο κατάλληλος από μένα να σου πει», του πρότεινα για να ανάψω την συζήτηση (Είχα συναντήσει τον υπουργό πριν μερικούς μήνες, χαμογελαστό, φορώντας πουκάμισο, δίχως προσωπική φρουρά, να διαλέγει ζαρζαβατικά από τον πάγκο του Τάσου). «Δεν ρωτάω κανέναν. Ξέρω τι θα γίνει και αυτό που θα γίνει, θα είναι πολύ άσχημο».
Είναι γεγονός ότι δύο φορές κάθε μέρα, ιδιωτικά πούλμαν προγραμματίζουν διαδρομές από τις περισσότερες περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, Περιστέρι, Κολωνό, Δραπετσώνα, Πατήσια, Μεταξουργείο κλπ, προς Βούλα, Βάρκιζα, Αγία Μαρίνα, Γλυκά νερά και Σαρωνίδα. Είναι γεμάτα με μαμάδες και μικρά παιδιά, άντρες, γέρους, γριές, κορίτσια και αγόρια, ενώ πέρσι τέτοιο καιρό, τα ίδια πούλμαν μετέφεραν κυρίως ηλικιωμένους από διάφορα ΚΑΠΗ του Λεκανοπεδίου. Αυτό και μόνο, δείχνει ότι λόγω της οικονομικής κρίσης η κοινωνική ψαλίδα έχει ανοίξει επικίνδυνα. Θυμίζει έντονα μαυρόασπρες ταινίες με τον Κωσταντάρα στον ρόλο βιομηχάνου, με το αυτοκίνητό του και την βίλα του και τους γεμάτους με ελπίδα εργαζόμενους που δουλεύοντας σκληρά και τίμια, ονειρευόντουσαν ότι θα αποκτήσουν Toyota, διαμέρισμα σε πολυκατοικία, ότι θα παντρευτούν ακόμη και την κόρη του αφεντικού, με την οποία θα κάνουν πολλά παιδιά και θα ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή. Υπήρχε μια ελπίδα, βρε Θεέ, παλιά, που δεν υπάρχει σήμερα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News