Οι ξανθιές δαιμονοποιούνται και φετιχοποιούνται ταυτόχρονα, καθώς εδώ και δεκαετίες θεωρούνται η σωματοποίηση του σεξ. Πόθος, ζήλια, θαυμασμός, περιέργεια, απόρριψη, ή περιφρόνηση είναι μερικά από τα συναισθήματα που εκφράζουμε για τις iconic blondes που σε κάθε εποχή επικρατούν στο χώρο του θεάματος. Το σίγουρο είναι ότι δύσκολα αγνοεί κανείς μία ξανθιά, ειδικά μία… βαμμένη ξανθιά. Άλλωστε το ξανθό ‘γράφει’ καλύτερα στην κάμερα.
Το δε τρίπτυχο–τόσο σπάνιο εκτός οθόνης–ξανθού μαλλιού, όμορφου προσώπου, κι αισθησιακού σώματος, αποτελεί, όπως απέδειξε και ο βίος της Μαίριλυν, την απόλυτη ‘καταστροφή’.
Το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι φυσικές ξανθιές, όσο οι ψευτοξανθιές που με το αφύσικο μεν, έντονο δε, χρώμα της κεφαλής τους συγκεντρώνουν τα βλέμματα. Τόσα ανέκδοτα έχουν γραφτεί προκειμένου να υποτιμήσουν την σεξουαλική έλξη που ασκούν στους άντρες και να εκτονώσουν ταυτόχρονα το φθόνο των γυναικών. Το θέμα λοιπόν δεν είναι η γυναίκα με το ανοιχτό δέρμα και τα φυσικά ανοιχτόχρωμα μαλλιά, αλλά εκείνη με την ‘προκλητική’, ψεύτικη απόχρωση, που από απόσταση φαίνεται πως είναι βαμμένη.
Η εντύπωση που αυτόματα επικρατεί στο συλλογικό ασυνείδητο είναι πως πρόκειται για ένα άτομο ωραιοπαθές και επιτηδευμένο, που περνάει τη μέρα του στον καθρέφτη, μία γυναίκα κατά πάσα πιθανότητα χειριστική, που προσποιείται κάτι που δεν είναι προκειμένου να κερδίσει ό,τι χρειάζεται από τους άντρες. Τέτοιου είδους προκαταλήψεις αναπαράγονται από τον Τύπο και την μαζική κουλτούρα: τόσο στους κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς διαλόγους, όσο και στην παραλογοτεχνία πριν το ‘ωραία’, ‘μοιραία’, ‘αδίστακτη’, ‘ψυχρή’, προηγείται συνήθως το επίθετο ‘ξανθιά’.
Καλώς ή κακώς, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας γυναίκας αποκτούν συχνά στις σύγχρονες κοινωνίες μεγαλύτερη σημασία από το επάγγελμα, την στάση ζωής, την προσωπικότητά της. Θα πρέπει η εν λόγω ξανθιά (καστανή ή κοκκινομάλλα) να είναι πολύ ταλαντούχα και σημαντική στον τομέα της, όπως, για παράδειγμα, η Μέριλ Στριπ, ώστε να ασχολούμαστε με τα επιτεύγματα της και όχι με το σώμα, το πρόσωπο και το χρώμα που έχουν οι τρίχες της κεφαλής της.
Πρόσφατο παράδειγμα η Αμερικανίδα φεμινίστρια Γουέντι Ντέιβις που μετά από δεκάωρη παρέμβαση της στη Γερουσία για το ζήτημα των αμβλώσεων, κατάφερε μεν να αποσυρθεί το νομοσχέδιο των Ρεπουμπλικάνων, έγινε όμως ταυτόχρονα αποδέκτης ειρωνικών σχολίων, από τον Τύπο όπως: ‘Ξανθιά και φεμινίστρια;’ Οι αντίπαλοί της ‘έπαιξαν’ με το γνωστό στερεότυπο που παρουσιάζει τις ξανθές σέξι, αλλά χαζές, αμφισβητώντας ότι μία ελκυστική ξανθιά μπορεί να είναι ενεργός πολίτης.
Μπορεί λοιπόν το ξανθό να τραβάει εύκολα προσοχή, αλλά επειδή η πλειονότητα των γυναικών δεν εργάζεται στη βιομηχανία του θεάματος, χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια για να μπορέσει μία συγγραφέας, μία οικονομολόγος, ή μία γιατρός να κάνει τους γύρω της να ξεπεράσουν τις προκαταλήψεις τους και να την κρίνουν με βάση το έργο της ή τις ικανότητές της, και όχι με βάση την εμφάνισή της.
Κι ας μην θεωρούμε ότι η εμμονή με το ξανθό αφορά κυρίως χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σταθερά πρώτες στην κατανάλωση προϊόντων ανοιχτόχρωμης βαφής μαλλιών τόσο για τις γυναίκες, όσο και για τους άντρες, είναι η Βρετανία και η Σουηδία. Προφανώς, όσο πιο κοντά σε ένα αισθητικό και καταναλωτικό ‘ιδεώδες’ βρίσκεται κάποιος, τόσο εντονότερη είναι η πίεση που νιώθει να το ενσωματώσει ή να το κατακτήσει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News