Όπως ένας καθρέφτης που αντιστρέφει το είδωλο, έτσι μερίδα του τύπου παρουσιάζει τις τελευταίες μέρες μια αλλοιωμένη εικόνα για τη φύση των αντιεξουσιαστικών ομάδων στη χώρα μας. Η εικόνα αυτή αναπαράγει τρία καίρια σφάλματα.
Το πρώτο σφάλμα αφορά στο να χαρακτηρίζονται ‘τρομοκρατικές’ όλες οι ομάδες που παρουσιάζουν βίαιη αντιεξουσιαστική δράση, άσχετα από το αν οι στόχοι τους είναι οι πολίτες ως άμορφη μάζα, χωρίς συγκεκριμένα γνωρίσματα -όπως συμβαίνει με τις τρομοκρατικές οργανώσεις-, ή επώνυμοι με ευρεία έκθεση και προβολή από τα ΜΜΕ, που κατέχουν κομβικές θέσεις πολιτικής ή οικονομικής εξουσίας -και οι οποίοι αποτελούν συνήθως τους στόχους των αντιεξουσιαστών.
Το δεύτερο σφάλμα είναι η διαδεδομένη αντίληψη ότι η ύπαρξη αντιεξουσιαστικών κινήσεων αποτελεί χαρακτηριστικό κοινωνιών όπου κυριαρχούν οι ριζοσπαστικές ιδέες. Η διαρκής επανεμφάνιση ομάδων με τέτοιου είδους δράση στη χώρα μας υποτίθεται ότι αποτελεί απλώς την ακραία έκφραση του ανένταχτου φρονήματος και επαναστατικού οίστρου που χαρακτηρίζει πάντοτε τον αδάμαστο ελληνικό λαό. Αντιθέτως, η ύπαρξη αυτών των ομάδων είναι σήμα κατατεθέν συντηρητικών κοινωνιών όπου ο μέσος πολίτης είναι τόσο βαθιά εξαρτημένος από ένα αδιαφανές σύστημα οικονομικών, πολιτικών κι επαγγελματικών συναλλαγών, όπου το όποιο αίσθημα αδικίας, ή η αγανάκτηση κατά των μέτρων που θίγουν τα συμφέροντά του, δύσκολα εκφράζονται με πειστικό, συστηματικό κι αποτελεσματικό τρόπο.
Το τρίτο σφάλμα είναι να προβάλλεται ως εντελώς παράδοξο ότι οι νέοι που συγκροτούν τέτοιες ομάδες προέρχονται από την μεσαία ή την ανώτερη τάξη και είναι αυτό που αποκαλούμε “παιδιά καλών οικογενειών”. Για όσους θεωρούν ότι είναι παράλογο άτομα νεαρής ηλικίας να εμπλέκονται σε τέτοιες ενέργειες αξίζει να τονιστεί ότι η κοινωνικοποίηση που ένας τριαντάρης ή σαραντάρης, έχει ήδη υποστεί, αφενός του δίνει πολλά ερείσματα δικαιολόγησης για το τι (δεν) κάνει, αφετέρου τον αποδυναμώνει από την φυσική παρόρμηση και την ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν όντως ν' αλλάξουν. Η κοινωνικοποίηση, βέβαια, μπορεί να είναι μια θετική και απαραίτητη διαδικασία ωρίμανσης που εξασφαλίζει την λειτουργική συμβίωση των διαφορετικών ομάδων που συναποτελούν μια δημοκρατική κοινωνία. Σε πολιτικά ώριμες κοινωνίες, η κρατική διοίκηση συνεργάζεται με τους κοινωνικούς φορείς ώστε να διασφαλίσει τα δικαιώματα των πολιτών, και ότι οποιαδήποτε καταγγελία για παραβίαση των δικαιωμάτων μπορεί να βρει μια νόμιμη οδό για να εκφραστεί, έστω και μέσω γραφειοκρατικών διαδικασιών. Όλοι γνωρίζουμε ότι στη χώρα μας κάτι τέτοιο δεν ισχύει – και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν ένας βασικός παρα-βιαστής των δικαιωμάτων μας είναι ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός.
Αυτό που συνήθως παραβλέπεται από τους αναλυτές που απορούν για την κοινωνική προέλευση και το μορφωτικό επίπεδο των αντιεξουσιαστών είναι ότι οι βίαιες ενέργειες ατόμων με τη συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση πηγάζουν, εκτός των άλλων, από έναν μεγάλο βαθμό υπεροψίας. Δεν πρόκειται δηλ. απλώς για την θεμιτή επιθυμία ανατροπής, με δημοκρατικά μέσα, μιας αντικειμενικά άδικης κοινωνικής κατάστασης, αλλά για την αντίληψη ότι με όπλο την υποτιθέμενα εξαιρετική τους γνώση επί των πολιτικών θεμάτων, την ανώτερη ιδεολογική τους ενόραση, και την επιστημονική κατάρτιση, έχουν όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να σώσουν τον αδαή, συμβιβασμένο κι αλλοτριωμένο λαό, από τα δεινά του. Η υπεροψία αυτή είναι άλλωστε αυτό που τους οδηγεί στην πεποίθηση ότι οι ίδιοι δεν είναι εκτός αλλά υπεράνω του νόμου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News