Ο τραγικός θάνατος του Θανάση Καναούτη κι ο σάλος που ’χει ξεσπάσει εναντίον της Διβάνη (αναθεματισμοί, κατάρες και βρισιές ανθρώπων που ζητούν την κεφαλή της επί πίνακι, βλέπε εδώ), αποδεικνύει ότι ως κοινωνία δεν έχουμε απαντήσει στο απλό ερώτημα: Πρέπει να ελέγχεται η παραβατικότητα ή όχι; Έχει ευθύνη όποιος παρανομεί, ναι ή ου;
Αν ζητάμε διακαώς την τιμωρία του Δημόσιου Υπάλληλου γιατί κλέβει το Ταμείο, ή του πολιτικού γιατί σφετερίζεται το δημόσιο χρήμα, πρέπει να θεωρούμε αυτονόητο να λογοδοτεί ο οιοσδήποτε διότι κλέβει τις δημόσιες συγκοινωνίες.
«Μα, είναι το ίδιο;» ακούω πολλούς να φωνάζουν εξαγριωμένοι. Ναι, η ενέργεια είναι ίδια ακριβώς, το ποσό της κλοπής διαφέρει κατά μερικά εκατομμύρια. Όμως, για την παραβατική του συμπεριφορά κρίνεται κάποιος, για την πράξη της κλοπής κι όχι για το ύψος του ποσού. Έκνομη είναι η πράξη. Για την οποία, κάποια αρμόδια αρχή θ’ αποφανθεί και ή θ’ απαλλάξει τον δράστη ή θα τον καταδικάσει. Όλα τα άλλα αποτελούν συναισθηματική εμπλοκή. Με αποτέλεσμα να γινόμαστε κάθε φορά κουλουβάχατα.
Γιατί η συναισθηματική μας οπτική εμπεριέχει, αναπόφευκτα, μια προσωπική ηθική, έναν θολό υποκειμενισμό. Που μας κάνει άλλοτε να εκθειάζουμε άκριτα, κι άλλοτε να ελεεινολογούμε με τρόπο απόλυτο· πότε να δαιμονοποιούμε (τώρα τη Διβάνη, παλιότερα τη Δημουλά) και πότε να αθωώνουμε. Κατά το δοκούν. Απ’ τη μια να δίνουμε εύκολα συγχωροχάρτι, κι απ’ την άλλη να πατάμε επί πτωμάτων για το προσωπικό συμφέρον μας.
Κι ενώ στην ιδιωτική ζωή μπορεί κανείς να είναι όσο θέλει συναισθηματικός -η απόφαση ν’ αυτοκτονήσει κάποιος από ερωτική απογοήτευση είναι θλιβερή, αλλά αποτελεί ανεμπόδιστη προσωπική του επιλογή- όμως στον κοινωνικό μας βίο είναι απείρως προτιμότερο να ισχύει ο (δημοκρατικός) νόμος και η λογική του. Αυτό σημαίνει ευνομούμενη κοινωνία: ο νόμος είναι κοινός για όλους κι οι πράξεις των ανθρώπων, αρχής γενομένης απ’ την εξουσία, πρέπει να κρίνονται με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Ή μήπως κάνω λάθος;
Αντίθετα, η συναισθηματική προσέγγιση των πραγμάτων ελάχιστες φορές είναι σύμβουλος καλός (περιπτώσεις φιλανθρωπίας, ίσως, ή κοινωνικής αλληλεγγύης). Τις πιο πολλές φορές το νοσηρό συναίσθημα αποτελεί καρκίνωμα – ακριβώς διότι κρίνουμε με διαφορετικά μέτρα και σταθμά, καταστάσεις ίδιες. Το συναίσθημα που δεν περνάει από μια «κρησάρα λογικής», μπορεί να εκθρέψει την πιο απάνθρωπη ιδιοτέλεια, τις πιο διαβρωτικές και άδικες κοινωνικές συμπεριφορές.
Ας αναλογιστούμε πόσες φορές ψηφίσαμε με κριτήρια συναισθηματικά -λόγω ονόματος- και τον έναν και τον άλλον· τους οποίους ιδού, αναθεματίζουμε εκ των υστέρων. Και τώρα πάλι, με στόχο την τυφλή εκδίκηση στρέφονται πολλοί προς τη Χρυσή Αυγή (που γι’ αυτή τους την επιλογή κάποτε, πιθανότατα, θα νιώθουνε ντροπή). Τον ίδιο νοσηρό συναισθηματισμό κρύβουν άλλωστε τα λόγια μας: «Μια συνταξούλα ψεύτικη έβγαλε ο ανθρωπάκος, δε σκότωσε κανένα»· ή, «βάλ’ του έναν βαθμό να πάρει το απολυτήριο», «βρες του μια δουλίτσα στο Δημόσιο, να φάει ψωμί»· κι ακόμα, «το Δημόσιο κλέβει ο τάδε, δεν κλέβει εσένα». Όλοι οι λαϊκιστές που μας κατέστρεψαν, στο συναίσθημα στηρίχτηκαν, ποτέ στη λογική. Μ’ αυτό μας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μας εκμαύλισαν και μας χειραγώγησαν.
Ενώ, όσοι μας μίλησαν νωρίς-νωρίς με τη φωνή της λογικής (κάτι Γιαννίτσηδες, Παπαδόπουλοι και τίνες άλλοι), ή εξακολουθούν να μας μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, τους αναθεματίζουμε και τους ρίχνουμε στο περιθώριο. Κι ούτε που ξέρω αν το συνειδητοποιούμε, ως λαός. Μακάρι, αλλά δεν το βλέπω.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News