594
|

Περί χαρατσιών

Σπύρος Σεραφείμ Σπύρος Σεραφείμ 22 Σεπτεμβρίου 2012, 07:46

Περί χαρατσιών

Σπύρος Σεραφείμ Σπύρος Σεραφείμ 22 Σεπτεμβρίου 2012, 07:46

Όσα δεν θα δείτε και δεν θα μάθετε από κάποιο τουρκικό σίριαλ στην τηλεόραση.

Χαράτσι
< Αραβική και συριακή khara(d)j
< Τουρκική harac
– Κεφαλικός φόρος που πλήρωναν οι υπήκοοι της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που δεν ήταν μουσουλμάνοι
– (μεταφορικά) Αδικαιολόγητα υψηλή φορολογία ή εισφορά – συνήθως προς το Δημόσιο – που τη θεωρούμε βαριά και άδικη.
– Η, με εύσχημο τρόπο, απόσπαση χρημάτων.

Το χαράτζ, λοιπόν, αρχικά σήμαινε τον φόρο της εγγείου ιδιοκτησίας, τον οποίο έπρεπε να πληρώνουν οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί (χριστιανοί και ιουδαίοι, κυρίως) της Συρίας, της Παλαιστίνης, της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Όταν, όμως, κατά τον 8ο αιώνα, οι πληθυσμοί των περιοχών αυτών είχαν πια εξισλαμισθεί, ο φόρος έπαψε, πλέον, να σημαίνει τον φόρο γης και σήμαινε τον φόρο, γενικότερα.

Η λέξη, ως αντιδάνειο, αφομοιώθηκε στην τουρκική γλώσσα και έπειτα στα ελληνικά, ως «χαράτζιον» και «χαράτσιον» και, τελικά, μεταβλήθηκε σε «χαράτσι».

Ήταν, βασικά, ένας ατιμωτικός κεφαλικός φόρος, ήταν η αποζημίωση για την παραχώρηση του δικαιώματος να ζει κάποιος και να λατρεύει τον Θεό του. Κάθε χριστιανός – από το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και μέχρι τον θάνατό του – όφειλε να εξαγοράζει κάθε χρόνο την άδεια αυτή. Στην αρχή, οι Τούρκοι εισέπρατταν τον κεφαλικό φόρο αδιακρίτως. Αργότερα, όμως, σκέφτηκαν να κατατάξουν τους Χριστιανούς σε τρεις τάξεις και το χαράτσι απέκτησε τρεις βαθμούς:

Η πρώτη τάξη – έμποροι και εν γένει πλούσιοι – πλήρωνε τέσσερα φλουριά κατά κεφαλή και το χαράτσι λεγόταν «αλάς».
Η δεύτερη – είχε πολλούς τεχνίτες και βιοτέχνες – έδινε δύο και λεγόταν «ιφσάτ».
Η τρίτη τάξη – πτωχοί και γεωργοί – πλήρωνε ένα φλουρί κατ’ άτομο και λεγόταν «εδνά».

Όποιος πλήρωνε τον φόρο, κατά μία εκδοχή της ιστορίας, έπαιρνε από τον εισπράκτορα μια απόδειξη, η οποία λεγόταν χαράτσι. Η απόδειξη ήταν χάρτινη και είχε κάθε χρόνο διαφορετικό χρώμα – σαν τα σημερινά τέλη κυκλοφορίας οχημάτων, δηλαδή – και έγραφε το εξής κείμενο: «ο φέρων το παρόν, έχει την άδειαν να φέρη επί εν έτος την κεφαλήν επί των ώμων του».    

Κάθε χρόνο η Υψηλή Πύλη πούλαγε τα δικαιώματα είσπραξης των φόρων σε ισχυρούς και πλούσιους Τούρκους. Εκείνοι, με τη σειρά τους, επ’ αμοιβή, συνεργάζονταν με εκμισθωτές φόρων οι οποίοι αναλάμβαναν να εισπράξουν τον φόρο από τους μη μουσουλμάνους υπηκόους. Ο πλούσιος Τούρκος λεγόταν «χαρατζήμπασης», ενώ οι εισπράκτορες «χαρατζήδες». Οι χαρατζήδες περνούσαν από πόλεις και χωριά – υπό στρατιωτική συνοδεία – και εισέπρατταν, δια της άκριτης βίας, ποσά μεγαλύτερα απ’ αυτά που έπρεπε να αποδώσουν στον χαρατζήμπαση. Φόρος επί του φόρου, δηλαδή.

Φυσικά, επί Τουρκοκρατίας υπήρχαν και κοινοτικοί φόροι, τους οποίους μάζευαν Ρωμιοί κοινοτικοί υπάλληλοι, οι οποίοι λέγονταν «χαρατσήδες» ή «χαρατσάρηδες». Ίσως και να γνωρίζετε σήμερα κάποιον που να έχει αυτό το επώνυμο.

Όπως έγραψα, τα παιδιά κάτω των δώδεκα ετών δεν πλήρωναν χαράτσι. Πώς, όμως, οι Τούρκοι εξακρίβωναν την ηλικία ενός παιδιού, για να μη χάσουν τα έσοδα του φόρου;

Θα το εξηγήσω όσο καλύτερα μπορώ: Είχαν ένα κορδόνι μακρύ και το τύλιγαν δύο φορές γύρω από τον λαιμό του παιδιού, σημαδεύοντας εκεί που έφτανε. Μετά, το παιδί δάγκωνε το ένα άκρο του σχοινιού, ενώ ο Τούρκος περνούσε το κορδόνι πάνω απ’ τη μύτη, το κούτελο και το κεφάλι του παιδιού, μέχρι το σβέρκο. Αν το σημείο του σχοινιού που είχε σημαδέψει έφτανε στο σβέρκο, τότε το παιδάκι θεωρείτο φορολογούμενος και έπρεπε να πληρώσει. Αλίμονο στα παιδιά που είχαν πρόωρη ανάπτυξη, δηλαδή.
Βέβαια, πιο σκληρός ήταν ο «φόρος του αίματος». Το γνωστό «παιδομάζωμα».

Όλα τ' αλλάζει ο καιρός / όλα θα τα ρημάξει / μα οι κλέφτες που παραφυλάν / του παίρνουνε χαράτσι. Νίκος Παπάζογλου

Πηγές
-Νικόλαος Φιλιππίδης, Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1453-1821.
http://sarantakos.wordpress.com 
-Λεξικό Τεγόπουλου Φυτράκη

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News