Την περασμένη Πέμπτη το απόγευμα, γύρω στις εφτά και μισή, πήγαινα το σκύλο βόλτα στο Παλιούρι Χαλκιδικής. Για να αλλάξει λίγο ο σκύλος παραστάσεις, κι επειδή έκανε αφόρητη ζέστη που του ζόριζε την αναπνοή, αποφάσισα να πάμε μέσα από το δάσος, δίπλα από το δημοτικό γήπεδο ποδοσφαίρου. Προχωρώντας λοιπόν ανάμεσα στα πεύκα, απολαμβάνοντας τα κελαηδίσματα των αηδονιών και χαζεύοντας τα ηλιοβαμμένα σύννεφα, άκουσα έναν ασυνήθιστο ήχο, που έμοιαζε με το θόρυβο που κάνουν τα σκουπιδιάρικα μέσα στη νύχτα. Ο σκύλος, που εκείνη την ώρα είχε τη μουσούδα του μέσα στα πούσια κι έσκαβε ανέμελος το αφράτο χώμα, ταράχτηκε κι αποκάλυψε αμέσως τους κυνόδοντές του, προειδοποιώντας με ότι κάτι πάει στραβά.
Στην επόμενη στροφή, προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα ένα γαλάζιο αγροτικό να έχει κολλήσει την καρότσα του σε μια πλαγιά, κι ένας γεροδεμένος άντρας, με ηλιοκαμένο πρόσωπο, λευκό καπελάκι, πορτοκαλί μπλούζα και ολόσωμη τζιν φόρμα εργάτη, να ξεφορτώνει ανενόχλητος μπάζα. Ήταν τόσο βίαιη η εικόνα εκείνη τη στιγμή, να βλέπω τους κορμούς των πεύκων να θάβονται κάτω από κάθε λογής σκουπίδια, που σοκαρίστηκα. Στην αρχή, δίστασα να πλησιάσω. Φοβήθηκα, για αυτό και η φωτογραφία με το φορτηγό είναι τραβηγμένη από μακριά. Έπειτα, έκρυψα το κινητό, και με πρόφαση την βόλτα του σκύλου, κατευθύνθηκα προς το μέρος τους. Ένας μεσόκοπος γκριζομάλλης, κοντά στα πενήντα, καθόταν στη θέση του οδηγού και παρότρυνε χαμηλόφωνα το συνεργάτη του να κάνει πιο γρήγορα. Η μηχανή του αυτοκινήτου μόνιμα ανοιχτή και τα χέρια καρφωμένα στο τιμόνι, σαν το ληστή που περιμένει να έρθουν οι υπόλοιποι με τα κλοπιμαία για να το βάλει στα πόδια.
Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η ηρεμία στο πρόσωπό του. Του φαινόταν τυπική διαδικασία να βιάζει το δάσος. Προφανώς, θα το ΄χε επαναλάβει πολλές φορές το έγκλημα. Δεν εξηγείται αλλιώς. Στα μάτια του, τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που αντάμωσαν τα δικά μου, δεν διέκρινα το παραμικρό ίχνος ενοχής. Μόλις τελείωσαν το εγκληματικό τους έργο, έφυγαν ευτυχισμένοι. Λες κι είχαν βγάλει βόλτα το σκύλο στο δάσος για να ξεσκάσουν. Επέστρεψαν, όπως οι δολοφόνοι, στον τόπο του εγκλήματος, για να τσεκάρουν αν ήμουν ακόμη εκεί. Μαζί με μένα, και το αποτύπωμά τους. Τρεις συμπαγείς λόφοι σκουπίδια. Προσποιήθηκα ότι ασχολούμαι με το σκύλο. Μου έριξαν μια απειλητική ματιά, μάρσαραν και χάθηκαν μέσα στη χωμάτινη σκόνη.
Είχα συγκρατήσει τον αριθμό της πινακίδας (ΜΗ 3118), κάλεσα την αστυνομία. Δεν έμαθα την εξέλιξη, αλλά υποθέτω ότι αν τον έπιαναν θα γινόταν σούσουρο στη μικρή κοινωνία του χωριού. Και τότε όλοι, φορώντας τις μάσκες τους, θα έπεφταν από τα σύννεφα για την εγκληματική πράξη του συγχωριανού τους. Ενδεχομένως κιόλας, μισή ώρα πριν μπει στο φορτηγό του, να έπιναν τσίπουρα μαζί του στο καφενείο της κεντρικής πλατείας και να κοκορεύονταν για το ποιος την έχει μεγαλύτερη- την καρότσα ντε, που μεταφέρει τα σκουπίδια. Σίγουρα, κι άλλοι από το Παλιούρι θα ξεφορτώνουν κρυφά τα μπάζα τους μέσα στο παρθένο πευκοδάσος, σίγουρα άλλοι θα ρίχνουν τα λύματά τους στη θάλασσα, και πάει λέγοντας. Είναι αδύνατον κανένας να μην ήξερε για να καταγγείλει το πρόβλημα, εδώ οι μισοί κάτοικοι κυκλοφορούν με ανιχνευτές μετάλλων για να βρουν χρυσό.
Έχουν όμως μπασταρδευτεί τόσο πολύ οι ηθικές μας αξίες, που εάν κάποιος από το χωριό κατήγγειλε την παραβατική συμπεριφορά, θα τον έλεγαν ρουφιάνο που τους χάλασε την πιάτσα. Και κάπως έτσι, η παράνομη χωματερή συνεχίζει να μεγαλώνει, το δάσος να μικραίνει και τα τσίπουρα να κερνιούνται εν αφθονία μεταξύ των εγκληματιών. Η αλήθεια είναι πως το έγκλημα καταπίνεται εύκολα, όταν έχεις και συ λερωμένη τη φωλιά σου. Και τότε, με μαθηματική ακρίβεια, η συνείδησή σου μεταμορφώνεται σε μια παράνομη χωματερή, που από την καρότσα του αγροτικού σου ξεφορτώνεις τα δικά σου μπάζα, τόνους τύψεις που μένεις σιωπηλός. Για χρυσό δεν ψάχνεις. Ένα κωλοχώρι καταντήσαμε, που ο καθένας για το μικροσυμφέρον του γαμάει αυτό τον τόπο. Στην υγειά μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News