Υπάρχει κανείς που να αμφισβητεί ότι η ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας έχει ανάγκη από σημαντικές, βαθιές αλλαγές; Μάλλον όχι. Υπάρχουν ωστόσο πολλοί οι οποίοι αντιδρούν στις προτεινόμενες για τα ΑΕΙ μεταρρυθμίσεις, για διαφορετικούς λόγους: κάποιοι από άγνοια, κάποιοι από φόβο και καχυποψία μπροστά στην αλλαγή, κάποιοι επειδή έμαθαν να ερμηνεύουν τον κόσμο μέσα από μία συγκεκριμένη, κλειστή οπτική που βλέπει το ρόλο των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών δασκάλων με τρόπο ξεπερασμένο, και κάποιοι, επειδή τα συμφέροντά τους, η ταυτότητά τους η ίδια, πλήττονται άμεσα, αλλά όχι απαραίτητα άδικα, από τη μεταρρύθμιση.
Το κείμενο αυτό δεν αφορά την τελευταία κατηγορία που γνωρίζει πολύ καλά γιατί αντιστέκεται στη μεταρρύθμιση, αφορά τις προηγούμενες που από ό,τι φαίνεται δεν αντιλαμβάνονται την πραγματική κατάσταση του ελληνικού πανεπιστημίου σήμερα, το επίπεδο της διδασκαλίας σε ορισμένες -ευτυχώς όχι πολλές- Σχολές (βλέπε καθηγητές χωρίς διδακτορικό που αναλαμβάνουν να διδάσκουν σε μεταπτυχιακά προγράμματα), τον έλεγχο που ασκείται από τις κομματικές διαδικασίες στη διοίκηση, την αδυναμία μιας ολόκληρης κοινωνίας να βοηθήσει τα παιδιά της να ενηλικιωθούν, να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις και τα ταλέντα τους με τρόπο δημιουργικό και αποδοτικό, να ενταχθούν με επιτυχία στην αγορά εργασίας, αντί να υποδύονται επί σειρά ετών το ρόλο του ‘αιώνιου φοιτητή’.
Ένα από τα νέα μέτρα που έχουν αναγγελθεί είναι η καθιέρωση της τριετούς φοίτησης που από ορισμένους εκλαμβάνεται ως υποβάθμιση της ποιότητας των σπουδών. Αυτό όμως που έχει σημασία για την αρτιότητα των σπουδών είναι ο πτυχιούχος να έχει αποκτήσει τις απαραίτητες γνώσεις και να έχει αναπτύξει κριτική ικανότητα και ειδικές δεξιότητες. Στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου αυτό εξασφαλίζεται στη διάρκεια τριών ετών με την επιτυχή ολοκλήρωση 18 μόνο μαθημάτων. Η διδασκαλία αυτών των μαθημάτων στηρίζεται στην ενεργή συμμετοχή του φοιτητή με βάση την τρέχουσα βιβλιογραφία επί του αντικειμένου του. Υπάρχουν άλλωστε τα μεταπτυχιακά -χρηματοδοτούμενα εν μέρει ή και εξ ολοκλήρου από την εκάστοτε Γραμματεία Ανώτατης Εκπαίδευσης- για όποιον φοιτητή επιθυμεί να εμβαθύνει σ’ έναν συγκεκριμένο τομέα.
Στη χώρα μας αντιθέτως, ο φοιτητής θα πρέπει να αποστηθίσει ύλη 48 μαθημάτων αρκετά από τα οποία είναι άσχετα με το κύριο αντικείμενο σπουδών του, κι εφόσον η παρουσία του δεν είναι υποχρεωτική, ακόμα κι αν το επιθυμεί θα υπάρχουν δεκάδες μαθήματα τα οποία θα προσπαθήσει να ‘περάσει’ χωρίς ποτέ να παρακολουθήσει.. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία από το μισό εκατομμύριο εγγεγραμμένων φοιτητών μόνο οι μισοί προσέρχονται για να παραλάβουν τα βασικά εγχειρίδια των μαθημάτων τους. Δεν είναι να απορεί κανείς που το σύστημα αυτό παράγει τόσους ‘αιώνιους’ φοιτητές!
Δεν μπορώ να γνωρίζω την τελική μορφή που θα πάρει η σχετική διάταξη για τα εγχειρίδια, αλλά η σημερινή κατάσταση είναι απαράδεκτη. Υπάρχουν καθηγητές οι οποίοι αντί άλλης βιβλιογραφίας, μοιράζουν ως εγχειρίδιο προσωπικές σημειώσεις ενώ αρκετοί δίνουν βιβλία τους, γραμμένα πριν δεκαετίες, ως τη μοναδική ύλη ενός μαθήματος. Όσοι καθηγητές προτείνουν σύγχρονα βιβλία διαφορετικών εκδοτικών οίκων έχουν να αντιμετωπίσουν τη διαμάχη μεταξύ Υπουργείου και απλήρωτων εκδοτών, αλλά και τις αντιρρήσεις των φοιτητών οι οποίοι έχουν συνηθίσει στην ευκολία του ενός πακέτου σημειώσεων.
Το γεγονός ότι ο Πρύτανης θα εκλέγεται από το Συμβούλιο Ιδρύματος μέσα από διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος και θα λειτουργεί σύμφωνα με κάποιους ως ένα είδος διευθύνοντος συμβούλου με τριετή θητεία, προκαλεί ανησυχία αφού θεωρείται από μερίδα του κόσμου ότι μετατρέπει αυτόματα το πανεπιστήμιο σε επιχείρηση που καμία σχέση δεν έχει με τα ιδεώδη της παιδείας και του ανθρωπισμού, αλλά μόνο με την προάσπιση των αρχών της αγοράς. Με το νέο σύστημα όμως, οι υποψήφιοι Πρυτάνεις οι οποίοι επιλέγονται από το Συμβούλιο των καθηγητών μεταξύ υποψηφίων που (θα πρέπει να) έχουν αποδεδειγμένα διεθνές ερευνητικό προφίλ και ανάλογη διοικητική εμπειρία, δεν θα υπόκεινται εκ των προτέρων -όπως συμβαίνει τώρα- σε κάποιο καλούπι το οποίο προκρίνει υποψηφίους με μηδενική ερευνητική εργογραφία σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, αλλά πλεόνασμα εγχώριων δημοσίων σχέσεων.
Αν και μετά την ψήφιση του νέου νόμου, το Συμβούλιο των καθηγητών επιλέξει και πάλι κάποιον με βάση τα κομματικά του εύσημα ή την υπόσχεσή του να μην έρχεται σε ρήξη με την καθεστηκυία τάξη, τότε είναι άξιο της τύχης του. Αν όμως επιθυμούν, επιτέλους, να θέσουν ως Πρόεδρο του Ιδρύματος κάποιον ο οποίος επιδιώκει την ανάπτυξη διεθνούς ακαδημαϊκού προφίλ, την προώθηση νέων ερευνητών, και την ενεργή παρουσία του Πανεπιστημίου στα πολιτισμικά δρώμενα της χώρας, τότε η εκλογή αυτή μπορεί να αποβεί σωτήρια. Αν ισχύσουν τα όσα διατείνεται ότι θα προωθήσει το Υπουργείο -και δεν φροντίσει να ακυρώσει στην πράξη τα όσα θετικά υπόσχεται για το ακαδημαϊκό αυτοδιοίκητο-, ο νέος νόμος αφαιρεί από κάποιους ακαδημαϊκούς ιθύνοντες την δικαιολογία ότι δεν φταίνει ποτέ αυτοί για ό,τι συμβαίνει, και δίνει αυτοδυναμία στο Πανεπιστήμιο να ορίζει το ερευνητικό και παιδαγωγικό του έργο.
Όσον αφορά τη σχέση πανεπιστημίου-αγοράς εργασίας, ας αποφασίουμε αν επιθυμούμε να εξασφαλίζουμε ότι οι απόφοιτοι θα έχουν τα εφόδια να βρουν άμεσα θέση ανάλογη των προσόντων τους ή αν προτιμάμε να διαιωνίζεται το υπάρχον σύστημα όπου τίτλοι σπουδών εντελώς άσχετοι με τις ανάγκες της ελληνικής και της διεθνούς αγοράς εργασίας αποτελούν απλά το εισιτήριο για την ανεργία. Άλλωστε σε κάθε σύγχρονη χώρα το Πανεπιστήμιο δεν αποτελεί παθητικό αποδέκτη των εξελίξεων της αγοράς, αλλά συνδιαμορφώνει την αγορά μέσω της έρευνας και του διδακτικού του έργου.
Τέλος, αλλάζουν οι όροι χρηματοδότησης. Η χρηματοδότηση των ιδρυμάτων θα γίνεται με βάση την ποιότητα την λειτουργίας τους, που θα προκύπτει από την αξιολόγηση και από τις εθνικές προτεραιότητες. Για ποιο λόγο, όμως, θεωρείται ‘αντιδημοκρατική’ η αξιολόγηση; Γιατί θα πρέπει ένας καθηγητής ο οποίος δεν εμφανίζεται στα μαθήματά του, δεν ενημερώνεται για το αντικείμενό του, και δεν επιβλέπει το ερευνητικό έργο των φοιτητών του, να προάγεται σε υψηλές θέσεις και να λαμβάνει τα ίδια οικονομικά οφέλη με κάποιον ο οποίος παίρνει το ερευνητικό και παιδαγωγικό του ρόλο στα σοβαρά; Ο απλός αυτός συλλογισμός διέπει τη λειτουργία των περισσότερων γνωστών πανεπιστημίων του κόσμου τα οποία έχουν διαμορφώσει απλές και στοχευμένες αρχές αξιολόγησης ώστε να διασφαλίζουν ότι η έρευνα, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις και η παιδαγωγική μέριμνα αποτελούν κριτήρια για το πώς ξοδεύονται τα λεφτά του φορολογούμενου.
Πέρυσι αρκετοί σε Υπουργικά γραφεία μπορεί να χαίρονταν με την σκανδαλοθηρία κατά πανεπιστημιακών, και το μπαράζ αρνητικών δημοσιεύσεων, που με αφορμή μεμονωμένα φαινόμενα νεποτισμού ή κακοδιαχείρισης, έβαλλαν συνολικά κατά του ερευνητικού και διδακτικού προσωπικού των ΑΕΙ. Το αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι το Υπουργείο να έχει τώρα απέναντί του αρκετούς πανεπιστημιακούς που, υπό άλλες συνθήκες, θα ήταν πρόθυμοι να συνεισφέρουν στην έλλογη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ. Στα ακαδημαϊκά ιδρύματα αυτής της χώρας υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι καθηγητές με σημαντική διεθνή έρευνα, πλήθος δημοσιεύσεων, οι οποίοι, με τον χαμηλότερο μισθό λειτουργών του δημόσιου τομέα, γεμίζουν τις αίθουσες διδασκαλίας με φοιτητές που βρίσκουν ουσιαστικό νόημα κι ενδιαφέρον στην παρακολούθηση των μαθημάτων τους. Ας ελπίσουμε ότι και η δική τους γνώμη θα μετρήσει όταν κριθεί το τελικό νομοσχέδιο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News