Οι σωματοφύλακες της κας Δημουλά
Οι σωματοφύλακες της κας Δημουλά
«Πάντως εάν πάει κανείς στην πλατεία της Κυψέλης, δεν έχει χώρο να πατήσει. Στα δε παγκάκια κάθονται άνθρωποι ξένοι – πολύ φυσικό βέβαια πώς να περάσουν την ώρα τους – και παίζουν κάτι δικά τους χαρτιά και με χαρτάκια γεμίζει ο τόπος. Βεβαίως οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί, αυτό είναι μια πραγματικότητα, βεβαίως τους αγαπάμε τους ξένους αφού φύγαν από εκεί για να έλθουν και να ζήσουν να δουλέψουν αλλά κάπως πρέπει να μοιραστούν οι χώροι. Παίζαμε πεντόβολα ώρες ολόκληρες στα σκαλάκια του σπιτιού». Αυτές οι λίγες γραμμές ήταν οι πιο «καυτές» από τα όσα είπε η κα Δημουλά και πήραν φωτιά τα πληκτρολόγια.
Η υποτιθέμενη τιμωρία του ανθρώπου από το Θεό, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι το διώξιμο από τον Παράδεισο, γιατί έναν Παράδεισο μπορείς να φτιάξεις και στο μπαλκόνι σου 1,5Χ2 ή και μόνο μέσα στο μυαλό σου. Τα γεράματα ήταν η θεϊκή τιμωρία και από τα πιο άσχημα που μπορούν να σου συμβούν. Φθάνοντας να γίνουν βάσανο για σένα και τους γύρω σου. Από όσο έχω καταλάβει, έρχεται κάποια στιγμή, για τον καθένα ίσως σε διαφορετική ηλικία, που πρέπει να αποφασίσεις πώς θα είσαι πλέον ως ηλικιωμένος. Θα γίνεις ένας παππούς ή μια γιαγιά που, όπως είχα ακούσει τον Σαβόπουλο να λέει κάποτε (κι αυτός από άλλον θα το είχε αντιγράψει) θα έχεις καταφέρει να σπάσεις το σκληρό καρύδι που κουβαλάς από παιδί ακόμη μέσα σου; Και τότε θα γλυκάνεις, θα γίνεις πια θηλυκός σε όλα; Ανοιχτός και με κατανόηση για τα λάθη και τα πάθη των γύρω σου; Οι κουβέντες σου θα γονιμοποιούν αντί να πληγώνουν; Ή θα μαζέψεις, όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά; Θα γίνεις ένας πύργος ψηλός και απρόσιτος, με σηκωμένη για πάντα τη γέφυρα που σε συνέδεε με τον έξω κόσμο; Τους βλέπω αυτούς τους ηλικιωμένους. Με το επιφυλακτικό βάδισμα και βλέμμα, με την απαίτηση στα μάτια οι άλλοι να τους αποδίδουν τιμές μόνο και μόνο γιατί (κακο)γέρασαν, με ένα ξύλο συχνά στο χέρι για να αμύνονται, να διώχνουν ό,τι τους πλησιάζει. Κουρέματα, σκουλαρίκια, τατουάζ (πριν ακόμη γίνουν πιο ξεφτιλισμένα και από καλοκαιρινή σαγιονάρα), μουσικές από το απέναντι ανοιχτό παράθυρο, μπράτσα ελευθερωμένα από τα ρούχα, είναι όλα ύποπτα για τον κακογερασμένο άνθρωπο. Είναι αξιόπιστοι όχι όσοι ασχολούνται καν με τα παλιά αλλά όσοι υποστηρίζουν και φέρνουν στο παρόν ξανά τα «παλιακά». Από τα πεντόβολα μέχρι τη Σοφία Βέμπο. Που αυτά είναι τα έγκυρα και τα παραδεκτά.
Δεν μου πάει το μυαλό να κατηγορήσω την κα Δημουλά για τα όσα είπε. Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος της πόλης μου φαίνεται από τα λόγια της (διάβασα όλη την απομαγνητοφωνημένη ομιλία της) στα πλαίσια των όσων περιγράφω παραπάνω. Στα παγκάκια, λέει, πως κάθονται άνθρωποι ξένοι και οι Κυψελιώτες έχουν εκτοπιστεί και αυτό δεν της αρέσει. Θέλει τους δικούς της. Παίζουν και δικά τους χαρτιά. Άλλωστε και οι Αρχαίοι Έλληνες, μη όντας και τόσο ταξιδεμένοι εκείνη την εποχή, δεν ενοχλούντο από τον βαρ-βαρ ήχο των ξένων; Σε αντιδιαστολή, καλά ήταν τα δικά μας παιχνίδια, λέει, τα πεντόβολα. Και αν διαβάσεις μέχρι τέλους και τα υπόλοιπα από όσα είπε, διαπιστώνεις ότι ακόμη δεν έχει τελειώσει καν με τις εκκρεμότητες στις σχέσεις της με τον μακαρίτη πλέον σύζυγό της. Έφαγε κι εκείνος κάτι μπηχτές από την κυρία του (πάρε κλίμα: δεν άντεχε και τις μετακινήσεις δεν ήταν και της αντοχής άνθρωπος πάντα, αλλά υπέκυψε αφού εγώ δεν ήμουν υποχωρητική), αλλά φευ, δεν φάνηκε να τον υπερασπίζεται αυτόν κάποιος. Καταστάσεις και κουβέντες του λεωφορείου μου φάνηκαν, που τυχαίνει να (κρυφ)ακούσεις και όταν μερικές φορές οι ηλικιωμένοι βρουν κάποιον να τους ακούει, ας είναι και άγνωστος. Καμιά σοφία και καμιά ιδεολογία δεν χρωμάτισαν τη σούπα της ομιλίας της. Βρήκε κάποιους και είπε ό,τι σκέφτεται κάθε ημέρα. Έτσι, κατά τη γνώμη μου, το όλο θέμα σηκώθηκε από τους άλλους που θέλησαν όχι μόνο να την υπερασπιστούν, αλλά να βγάλουν με την ευκαιρία και τα όσα κρατάνε μέσα τους σαν τα σπόρια της πικραγγουριάς που κάποια στιγμή ανοίγει και τα πετάει έξω έτσι χωρίς διάκριση και πρόγραμμα, με ένταση όμως, πιστεύοντας (ενστικτωδώς) πως πετυχαίνει τη διαιώνισή της. Γράφτηκαν ή εκφωνήθηκαν γλοιώδη κείμενα από ποιητές και συγγραφείς, ακόμη και κατά φαντασίαν, που αισθάνθηκαν πως μπορούσαν έτσι να πλησιάσουν κοντά στον ποδόγυρο της πολύ-τιμημένης ποιήτριας, να ενταχθούν στο «κλίμα» της, να είναι κι αυτοί ανάμεσα στους πρωτοσπαθάριούς της, να έχουν κουβέντα με τους ομοίους τους εντός του κύκλου με την κιμωλία, όπου οι δικοί μας διανοούμενοι είμαστε μέσα καλά οχυρωμένοι και οι υπόλοιποι απέξω. Και μέσα από αυτόν τον κύκλο βλέπεις τους Αριστερούς σαν: «ψευτο-λόγιους χωρικούς που εξυμνούν το χώμα, το αίμα, τον ιδρώτα του λαού». Ας πούμε κάποιους όπως ο Αγγελόπουλος, ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο Γαβράς, ο Βίκτορ Χάρα για να μην πούμε τον Σαρτρ και τον Καζαντζάκη. Να θυμίσω επίσης πως όσοι υπερασπίζονται τους μετανάστες, έστω και καθ’ υπερβολή όπως τους κατηγορούν οι… αναίσθητοι, δεν έχουν να κερδίσουν το παραμικρό, σε ζημιά τους βγαίνει πάντα αυτό.
Με αφορμή λοιπόν τα παραπάνω, «γλυκά γηρατειά» μου φαίνεται πως πρέπει να ευχόμαστε συχνά-πυκνά στους γύρω μας γιατί αλλιώς: άσπρα μαλλιά στην κεφαλή κακά μαντάτα στην (πικραμένη σου) ψυχή.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News