Τεράστια η πρόκριση της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στα τελικά του Μουντιάλ της Βραζιλίας. Η Ελλάδα, για τρίτη φορά σε είκοσι χρόνια, θα λάβει μέρος στο μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό γεγονός του πλανήτη. Τα απολύτως ειλικρινή και δικαιολογημένα συγχαρητήρια, ανήκουν στους πρωταγωνιστές. Στον προπονητή Φερνάντο Σάντος, τους συνεργάτες του και φυσικά στους διεθνείς ποδοσφαιριστές. Εκείνους που παίξανε τα δυο ματς με τη Ρουμανία και σε αυτούς που παίξανε σε όλα τα προκριματικά. Τα μίζερα «τι μας νοιάζει το ποδόσφαιρο, έχουμε τόσα προβλήματα», τα ακούω βερεσέ. Τα προβλήματά μας, ούτε λύθηκαν με την πρόκριση στο Μουντιάλ ούτε, όμως, αυξήθηκαν. Η χαρά μας όμως, έστω για λίγο, ήταν μεγάλη. Εκτός κι αν έχουμε αποφασίσει ότι δεν θέλουμε να χαρούμε. Και για να καταλάβετε τι σημασία δίνουν και οι άλλοι λαοί σε αυτό, αρκεί να σας πω πως στη Σουηδία, στους χώρους που κινούμαι, χθες δεν υπήρχε άλλη κουβέντα, πέραν της απογοήτευσης για τον αποκλεισμό της δικής τους ομάδας από την Πορτογαλία. Το ότι ένας καθηγητής μας, ζήτησε να χειροκροτήσουν όλοι εμένα για την πρόκριση της εθνικής Ελλάδος, μόνο συγκίνηση μου έφερε και υπερηφάνεια.
Ως εκ τούτου, πέρα ως πέρα δικαιολογημένα και τα διθυραμβικά πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων. Εκτός φυσικά της εφημερίδας της ΑΕΚ, η οποία, εδώ και μήνες, δεν χορταίνει να πλέκει εγκώμια για τον «τίγρη», Δημήτρη Μελισσανίδη, οπότε δεν της περισσεύει χώρος. Μα, δίπλα στα τόσα δικαιολογημένα, «κόλλησε» το μάτι μου σε έναν τίτλο που το είχαν όλες: Ο Φ. Σάντος μίλησε στα ελληνικά(!) -το θαυμαστικό όπως το γράψανε, στο σύνολό τους, οι εφημερίδες- και είπε ότι «αυτή η πρόκριση ανήκει σε όλους τους Έλληνες». Μάλιστα. Αποτελεί, όμως, είδηση, που ένας άνθρωπος μιλάει ελληνικά, έπειτα από 12 χρόνια παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα; Φαίνεται ναι. Γιατί υπάρχουν περιπτώσεις προπονητών ή αθλητών, πρόχειρα αναφέρω τους Ζέλικο Ομπράντοβιτς και τον Ζιοβάνι, σε ΠΑΟ και ΟΣΦΠ, που ενώ έζησαν και εργάστηκαν στη χώρα 13 και 7 χρόνια αντίστοιχα, δεν κατάφεραν ποτέ να αρθρώσουν δημόσια μια ολόκληρη πρόταση στα ελληνικά, οπότε, η μία και μόνο φράση του Σάντος, θεωρήθηκε τεράστια πρόοδος. Δεν θέλω να πιστεύω πως εδώ λειτουργεί το αξίωμα, «όσο μεγαλύτερος ο μισθός, τόσο λιγότερος ο σεβασμός για τον άλλον». Διότι, σεβασμός για τον άλλον, κατά τον άποψή μου, είναι να μάθεις τη γλώσσα του, την ιστορία του, την κουλτούρα του και όχι μόνο τα νησιά του, τα μπουζούκια του, τον μουσακά του και την τράπεζα που λαμβάνεις τους μισθούς. Αν έχεις χρήματα, τα δεύτερα γίνονται άκοπα, ενώ τα πρώτα θέλουν αφοσίωση, προσήλωση, ταπεινότητα, πραγματική αγάπη για τη χώρα που ζεις. Αυτό που κάνουν εκατοντάδες χιλιάδες ξένοι πάνω στη Γη, που δεν έχουν ούτε τα χρήματα για αποκλειστικούς δασκάλους ούτε βοηθούς να τους κρατάνε μέχρι και την ομπρέλα τους. Αυτό που έχουν κάνει σε λιγότερα χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, άλλοι ξένοι αθλητές ή προπονητές. Ο Έβαλντ Λίνεν και ο Ίλια Ίβιτς, είναι το παράδειγμα.
Ας γράψουμε λοιπόν, όσα κολακευτικά σχόλια μπορούμε για τους παίκτες και τον Σάντος για τη μεγάλη χαρά που μας δώσανε. Τα αξίζουν όλα. Ας αφήσουμε στην άκρη, όμως, τους τίτλους με θαυμαστικά, για τη μία και μόνη φράση στα ελληνικά που μπόρεσε να αρθρώσει ο προπονητής, έπειτα από 12 χρόνια στην Ελλάδα. Υποτιμάμε έτσι αφάνταστα τη γλώσσα μας, την κουλτούρα μας, τον πολιτισμό μας εν τέλει. Ως άνθρωπος που γεννήθηκα σε άλλη χώρα, μπορώ να πω με βεβαιότητα πως είναι τεράστιος πλούτος να ξέρεις την ελληνική γλώσσα. Που δεν συγκρίνεται με κανένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο. Γιατί, πολύ απλά, το Μονόγραμμα του Ελύτη, δεν διαβάζεται με χρήματα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News