Λεξιλαγνεία: η Αμυμώνη και ο Καραγκιόζης
Λεξιλαγνεία: η Αμυμώνη και ο Καραγκιόζης
Σημειώσεις ενός εξαρτημένου από τα λεξικά.
Αμυμώνη. Στην «Ελευθεροτυπία» της Τετάρτης, και μπράβο στην εφημερίδα, υπήρχε ένα άρθρο για τα παιδιά μέχρις 7 ετών, που είναι περίπου 500 σε όλη την Ελλάδα, δεν είδαν το φως όταν γεννήθηκαν και δεν βλέπουν ακόμη και τώρα και αν δεν εκπαιδευτούν από ειδικούς με υλικό που έρχεται από το εξωτερικό, θα μείνουν για όλη τους τη ζωή σε ακόμη πιο βαθειά σκοτάδια. Αφού και το να μάθουν να παίζουν με διάφορα παιχνίδια χρειάζεται να το διδαχτούν. Οι γονείς τους από το Κράτος παίρνουν ένα χτύπημα στον ώμο, καλά πάτε συνεχίστε (να πληρώνετε τα πάντα από την τσέπη σας) εμείς έχουμε άλλες πιο σοβαρές δουλειές. Ο σύλλογός τους ονομάζεται «Αμυμώνη». Το όνομα έρχεται από την ελληνική μυθολογία υποθέτω, την μια από τις 50 Δαναΐδες που γέννησε τον Ναύπλιον και επίσης Αμυμώνη ήταν μια τρίκρουνη βρύση στην Αργολίδα που το νερό της χυνόταν στη Λερναία λίμνη. Αμύμων είναι ο άψογος, ο χωρίς ελάττωμα. Καθόλου άψογα όμως δεν αντιμετωπίζονται αυτά τα παιδιά και οι γονείς τους χρειάζονται ενίσχυση, που από αξιοπρέπεια δεν έχουν ζητήσει έως τώρα.
Ασκαρδαμυκτί. Είναι δυο τύποι στο ραδιόφωνο το απόγευμα, που μου θυμίζουν τον Καραγκιόζη με το Χατζηαβάτη και τους αστείους διαλόγους τους, καθώς ανταγωνίζονται συνεχώς ο ένας τον άλλον σε γνώσεις, μπηχτές και δηλητηριώδεις διαλόγους. Προχθές είχαμε το παρακάτω: Ξέρεις τι θα πει «ασκαρδαμυκτί»; Και βέβαια ξέρω, απαντά χωρίς να χάσει χρόνο ο άλλος. Τι θα πει; Θα πεεεεει (μετά από σκέψη): με μια ανάσα. Μπράβο, το βρήκες, του δίνει τα συγχαρίκια ο… (εξίσου άσχετος) ανταγωνιστής. Και βέβαια έχουν κάνει λάθος και οι δυο. Η ενδιαφέρουσα αυτή λέξη θυμίζει τις ρωσικές κούκλες. Πρώτα χωρίζουμε το «α» το στερητικό κι μας μένει το ρήμα σκαρδαμύσσω. Το σκαρδαμύσσω με τη σειρά του αναλύεται στα «σκαίρω» και «μύω». Όπου το πρώτο σημαίνει σκιρτώ, πηδώ, το δεύτερο κλείνω τα μάτια. Όταν συνθέσουμε όλα αυτά έχουμε: Σκαρδαμύσσω=ανοιγοκλέινω τα μάτια. Άρα ασκαρδαμυκτί είναι όταν κοιτάζουμε κάποιον απευθείας, σταθερά, χωρίς να ανοιγοκλείσουμε τα μάτια, είτε με αγένεια είτε με θάρρος.
Ζενίθ. Το πλοίο του πόθου. Που δεν καταφέραμε να συμφωνήσουμε αν το θέλουμε ή όχι, να δένει με τους δικούς του όρους στα λιμάνια μας. Έφερε στο στόμα και μια παλιά ταλαιπωρημένη λέξη. Το ζενίθ έχεις τις ρίζες του στην Αραβική γλώσσα, αλλά φθάνει έως εμάς αρκετά παραμορφωμένο. Στα αραβικά είναι: «σαμτ αρ-ράς» δηλαδή ο δρόμος επάνω από το κεφάλι. Στα παλιά ισπανικά έγινε zenit (!!!!) και στα αγγλικά τελικά zenith. Τελικά έφθασε να σημαίνει το σημείο το κατακόρυφα πάνω από το κεφάλι μας, άρα και το υψηλότερο σημείο. Έτσι το επειδή το αντίθετο στα αραβικά είναι nadir, λέμε κι εμείς το κατώτατο σημείο ναδίρ. Και θα το μνημονεύσουμε φαίνεται αρκετά το σημείο αυτό στο μέλλον. Μετανοημένοι ή όχι.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News