457
|

Λέξεις της επικαιρότητας

Λέξεις της επικαιρότητας

Συνιστώσα
Μετοχή ενεστώτα, του ρήματος συνιστώ. Καθεμιά από τις δυνάμεις που, αθροιζόμενες, δημιουργούν τη συνισταμένη, δηλαδή τη δύναμη που προκύπτει από την ένωση πολλών δυνάμεων, των συνιστωσών, εφαρμοσμένων στο ίδιο σημείο. Οι αλγεβρικές απεικονίσεις δημιουργούνται από απλές εξισώσεις, με τρεις συνιστώσες: Τις x, y, z.
Αν μετράω σωστά, δώδεκα συνιστώσες συναπάρτιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ,  συμμετέχοντας αναλογικά στις εσωτερικές διαδικασίες του, στις εκλογικές αναμετρήσεις και, βεβαίως, στις κρατικές χρηματοδοτήσεις. Ή, μήπως, λανθάνω;
Οι συνιστώσες, τώρα πια, όμως, τέλος. Τουλάχιστον, στα χαρτιά. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε στον Άρειο Πάγο ιδρυτική δήλωση, ως κόμμα, προκειμένου – αν καταλάβει την πρώτη θέση στις επικείμενες εκλογές – να μπορέσει να πάρει το «μπόνους» των 50 εδρών. Η λέξη bonus είναι  λατινική και σημαίνει καλός, γενναίος, σωστός, έγκυρος, υγιής.

Grexit, geuro, neuro
Τον όρο «Grexit» εφηύρε – τον περασμένο Φεβρουάριο – η Citigroup, από τις λέξεις Greece και exit. Προσφάτως, η Deutsche Bank απάντησε στα… «βαφτίσια» με τον όρο geuro, προτείνοντας ένα νόμισμα που θα χρησιμοποιεί η χώρα μας, δίχως, όμως, να βγει από την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση.
Ως αναγραμματισμός περισσότερο, το geuro μπερδεύεται γλυκά(;) με τον όρο neuro. Ο όρος αυτός έχει ως «νονό» τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Barclays, τον κ. Μάρτιν Τέιλορ, και προήλθε από τη μίξη των λέξεων North (που σημαίνει Βορράς) και Εuro. Αυτό είναι το – υπό «κανονικές» συνθήκες – ισχυρό νόμισμα που θα έπρεπε να διαθέτουν οι Ευρωπαίοι του Βορρά, οι οποίοι είναι άνθρωποι με (οικονομική) πειθαρχία και ουχί τρυπιοχέρηδες, όπως οι Νότιοι της Ευρώπης. Τι τα θες; Τραπεζοχάμπερα…

Καγκελάριος
Ο όρος καγκελάριος (Bundeskanzler) σημαίνει, κυρίως, το αξίωμα του πρωθυπουργού των γερμανόφωνων χωρών και χρησιμοποιείται ως αμετάφραστος πολιτικός τίτλος. Η λέξη προήλθε από τη λατινική cancellarius, για τον κλητήρα και γραμματέα των ρωμαϊκών δικαστηρίων. Εκείνον που έπρεπε να έχει επαφή με το κοινό, αλλά στεκόταν πίσω από τα «cancelli», δηλαδή τα κάγκελα, έναν φράχτη που διαχώριζε τα μέλη του δικαστηρίου από το ακροατήριο, για να προφυλάσσει. Η λέξη «καγκελάριος» έφτασε στη σημερινή της έννοια μετά πολλές αλλαγές στο νόημα, οι οποίες αλλαγές οφείλονταν – κυρίως – στη διαφορετική χρήση του όρου από την καθολική Εκκλησία, τη βυζαντινή πολιτεία, τους Γότθους, τους Φράγκους και – μετέπειτα – τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Σκανδιναβούς κ.λπ. Στην Ελλάδα ο όρος μεταφέρθηκε από τη δυτική Ευρώπη κατά τη Φραγκοκρατία, όταν πολλά νησιά ονομάστηκαν «καγκελαρίες» και ο γραμματέας των κοινοτήτων τους «καγκελάριος». Σε Ύδρα και Σπέτσες, επί τουρκοκρατίας, «καγκελαρία» έλεγαν τα δημόσια κτίρια στα οποία συγκεντρώνονταν οι φόροι, υπογράφονταν συμβάσεις μεταξύ προξένων και πλοιοκτητών κ.λπ.
Σήμερα, στην Αργεντινή, στη Βραζιλία, στη Χιλή και στην Κολομβία, ο όρος «καγκελάριος» αντιστοιχεί στο αξίωμα του υπουργού Εξωτερικών. Οι Ισπανοί επίσης ονομάζουν καγκελάριους (canciller) κάποιους διπλωμάτες, οι οποίοι έχουν «ειδικές αποστολές».

Πηγές

-Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη
-Λεξικό Τεγόπουλου Φυτράκη
-Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα
-Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γιώργου Μπαμπινιώτη

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News