Θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω το συναίσθημα που μάζεψα κατεβαίνοντας στο κέντρο της Αθήνας. Οδηγώντας το αυτοκίνητο έφτασα ως την οδό Πανόρμου όπου υπάρχει ένα γκαράζ να το αφήσω να μπω στο μετρό να βγω στη στάση Ευαγγελισμού. Πριν φτάσω στο parking κι ενώ ήμουν ακίνητος λόγω κυκλοφορίας άκουσα ένα χτύπημα στο κλειστό μου τζάμι. Γύρισα και είδα μια κυρία με άσπρα μαλλιά να στέκεται και να με κοιτά. Την έκανα περίπου εξήντα ετών. Άνοιξα το τζάμι και μου είπε δειλά με ένα βαθύ ερωτηματικό και βλέμμα που χωρούσε ολόκληρο πέλαγος. «Κάτι για να αγοράσω ψωμί;». Αμέσως δίχως να σκεφτώ έβαλα βιαστικά το χέρι στην τσέπη και τις έδωσα τα ψιλά μου. Μου είπε ευχαριστώ και χάθηκε. Πάρκαρα το αυτοκίνητο και μπήκα στο μετρό. Δεν είχε κόσμο. Όταν έφτανα στη στάση του Ευαγγελισμού κι ενώ ήμουν κολλητός στην πόρτα, μια άλλη κυρία μελαχρινή αυτή τη φορά, της ίδιας ηλικίας μου είπε με ευγενικό παρακλητικό τόνο : «Με απέλυσαν. Έχετε κάτι;». Ενώ είχε ανοίξει η πόρτα κι επειδή δεν είχα άλλα ψιλά έβγαλα ένα πεντάευρο και της το έδωσα. Κι ενώ εγώ ήμουν έξω από τον συρμό και η πόρτα έκλεινε πρόλαβε και μου είπε «ευχαριστώ.». Ανέβηκα την ηλεκτρική σκάλα και βγήκα στους δρόμους.
Περπατώντας προς την πλατεία Κολωνακίου πρόσεξα ότι πάρα πολλά μαγαζιά ήταν ξενοίκιαστα. Ότι τα μαγαζιά που πουλούσαν σάντουιτς, καφέδες και ψωμί είχαν πολλαπλασιαστεί. Κόσμος δάγκωνε δώδεκα η ώρα το μεσημέρι διάφορα σάντουιτς και τοστ, ρουφώντας ιταλικούς καφέδες σε πλαστικά ποτήρια. Συνειδητοποίησα επίσης ότι καινούργια φαρμακεία είχαν ανοίξει το ένα δίπλα στο άλλο. Όλα σαν να είναι φτιαγμένα από τον ίδιο διακοσμητή, φωτισμένα με το ίδιο δυνατό φως, λαμπερά από καθαριότητα και γεμάτα πελάτες. Τότε θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει ένας φίλος. «Δεν πολλαπλασιάστηκαν οι άρρωστοι. Τα ψυχοφάρμακα. Όλοι πια παίρνουν χάπια.». Εν τω μεταξύ, στ’ αφτί μου δίχως να το προκαλέσω ερχόταν η δήλωση του κ. Στουρνάρα: «Δεν δέχομαι ότι η Ελλάδα υπερφορολογείται.». Περπάτησα ως την Πλατεία και έβγαλα την κάρτα να τραβήξω λεφτά από την ALPHA Bank. Μου φάνηκε άδειος ο χώρος γιατί δεν ήταν εκεί καθισμένη με τις φουσκωμένες σακούλες της η κυρία που πουλούσε διάφορα ζαρζαβατικά στους πελάτες της τράπεζας και τους περαστικούς. Τι να έπαθε η καημένη αναρωτήθηκα και έκανα να πάω στην οδό Σκουφά όπου είχα ραντεβού με τον αδερφό μου να με πάει με το μηχανάκι σε μια συνάντηση. Πριν προλάβω να περάσω τη διάβαση ένας κύριος με πλησίασε. Ήταν ασπρομάλλης. Είχε την ίδια ηλικία με τις δυο προηγούμενες κυρίες. Με κοίταξε ίσα στα μάτια. Ευγενικά. Δίχως καμιά κακομοίρικη διάθεση: «Μπορείτε να δώσετε κάτι;». Έβγαλα και του έδωσα, δίχως να αρθρώσω λέξη, πέντε ευρώ. Αυτή τη φορά δεν άφησα να μου πει εκείνος το «ευχαριστώ». Εγώ τον ευχαρίστησα. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε. Αν δεν είναι άγγελοι αυτοί τότε ποιος είναι;
Ήταν η τυχερή μου μέρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News