Πώς σκοτώνεις μια γιαγιά; Και, μάλιστα, τη γιαγιά σου; Τι κακό μπορεί να σου έχει κάνει ώστε να φτάσεις σε ένα τέτοιο σημείο; Να σε έχει κακοποιήσει δύσκολο, ψυχολογικά ίσως, εάν πρόκειται για μέγαιρα, αλλά, όσο να 'ναι, ο άνθρωπος, ακόμα και ο κακός, κουράζεται με το γήρας. Άντε να σε "ψέλνει" για τη ζωή σου, λίγο-πολύ όλοι το έχουμε περάσει αυτό, είτε από γονείς, παππούδες και γιαγιάδες, θείους, το πολύ, έτσι; Αλλά πώς γίνεται κάποιος τέρας; Και εκεί που μαλώνει με τη γιαγιά του, να αρπάξει το χασαπομάχαιρο και να την καρφώσει;
Και πες ότι πέρασε την κόκκινη γραμμή του μίσους, του βρασμού της ψυχής, ποια άραγε είναι η διαδικασία που προχωράει ως το ανείπωτο, και τεμαχίζει τη γιαγιά του με τόση σχολαστικότητα; Προσέξτε, δε μιλάμε για μια πράξη πλέον στιγμιαία, για μια κακιά στιγμή, αυτή πάει, έγινε. Το τεμάχισμα έχει κόπο, ώρες, και πλέον σημαίνει ότι ο δολοφόνος έχει περάσει στην όχθη που κάθε τύψη, ενοχή και συναίσθημα έχει μηδενιστεί. Και κάθεται με θηριώδη υπομονή, ώρες ατελείωτες, να κόβει, να σπάει, να συνθλίβει ένα ανθρώπινο σώμα, χωρίς καμία ερινύα να τον απασχολεί.
Πώς φτάνει κάποιος ως εκεί; Σίγουρα όχι απότομα. Υπάρχει μια διαδικασία. Το λέει η ψυχολογία, το έχει αναλύσει και ο μέγας Ντοστογιέφσκι. Μέχρι το αποτρόπαιο τέρμα της διαδρομής, δεν έχουν υπάρξει θεατές; Κάποιοι που κάτι να ψυλλιαστούν; Τίποτα; Άρα ο δράστης περιτριγυρίζεται από αδιάφορους ή εξίσου θηρία με αυτόν, αφού δε βρέθηκε κάποιος να αντιληφθεί, ότι ένας από τους ανθρώπους της καθημερινότητάς του, έχει μετατραπεί σε κτήνος, και από ώρα σε ώρα θα σκοτώσει.
Αντίστοιχα, πώς μαχαιρώνεις κάποιον; Πώς χώνεις τη λεπίδα στη σάρκα και αντέχεις να βλέπεις τη ζωή του άλλου να σβήνει, ως άλλος Νέρωνας; Τι είδους αγωγή έχεις για να φτάσεις να σκοτώσεις, όχι εν βρασμώ, αλλά με σώας και σπασμένας όλας τας φρένας, από τι οικογένεια βγήκες, όταν εξέφραζες την επιθυμία σου να σκοτώσεις, δε βρέθηκε ουδείς να σε σταματήσει, τι γίνεται;
Και άντε πες ότι οι φίλοι σου είναι το ίδιο αιμοβόροι με σένα, αλλά μια κάποια καθημερινότητα δεν είδε τίποτα; Ίχνος; Πράμα;
Οι ιταλικές ταινίες της δεκαετίας του ’70, όπως και τα έργα του Μπρεχτ, στο βάθος τους, παρ’ όλο που θεωρούνται ελαφρώς «κομμουνιστικά», αναδεικνύουν το γεγονός, πως, όσο πιο λούμπεν το προλεταριάτο, τόσο πιο ανήθικο, αμόρφωτο και δυνάμει εγκληματικό είναι. Και στις λαϊκές συνοικίες πλέον ζουν πλείστα τέρατα, τα οποία χυμάνε σε ανύποπτες στιγμές. Και ένα κομμάτι του «περήφανου» λαού πήρε τα μαχαίρια και τα πριόνια. Και οι καμπάνες, πλέον, χτυπάνε όλο και πιο συχνά.
Ο κόσμος αισθάνεται μόνος και φοβισμένος. Θα έπρεπε όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, πιασμένοι χέρι-χέρι να ηγηθούν ειρηνικής διαμαρτυρίας ενάντια στον φασισμό. Χωρίς κομματικά πανό. Όλοι μαζί, καθηγητές και δάσκαλοι, μαθητές και φοιτητές, γονείς, γείτονες, φίλοι κι αδέρφια, σε ένα μήνυμα εθνικής ενότητας. Για τη δημοκρατία μας και την κοινωνική μας αλληλεγγύη. Αλλά, ονειροβατώ.
Και κάποτε, οι καμπάνες θα σημάνουν για όλους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News