781
|

Η γριά, η ψήφος κι ο ψόφος

Η γριά, η ψήφος κι ο ψόφος

Από το Σάββατο δεν μου κολλούσε ύπνος, παίδες μου αγαπημένοι. Είχα πιει και τις μπύρες μου και το μυαλό μου είχε γίνει σαλατιέρα από άνω τελείες και  ερωτηματικά. Γιατί έγινε τόσο σύνθετη  και αηδής η πραγματικότητα; Τι σκατά να ψηφίσω; Να ρίξω την κυβέρνηση ή να σκεφτώ αυτοδιοικητικά; Κι άμα τη ρίξω, μήπως μετά πέσω κι εγώ; Κι άμα δεν τη ρίξω, μήπως με ρίξει αυτή; Μ’ έπαιρνε ο ύπνος ένα λεπτό κι έβλεπα τη φάτσα του ωραίου συριζαίου Γαβριήλ να φτερουγίζει πάνω απ' το κεφάλι μου στο ταβάνι ψιθυρίζοντας γλυκά «ψήφισέ με καλέ κοπελιά!». «Να σε ψηφίσω αλλά γιατί;» τον ρωτούσα αγωνιώδης  εγώ. «Γιατί είμαι σαν κι εσένα, δεν έχω δουλέψει ποτέ κανονικά. Να μη βρω κι εγώ μια θέση εργασίας; Άσε που έχω και ωραίο μούσι». «Και τι θα κάνεις για μένα;» μπήκα στο ψητό. «Ό,τι γουστάρεις. Θες να σου χαρίσω ένα κοινωνικό παντοπωλείο για πάρτη σου;», «Αμέ!» είπα εγώ ενθουσιασμένη που θα είχα τζάμπα φουαντρέ γαλοπούλας… Τότε, σκιζόταν οι ουρανοί, έσκαγε μύτη ο Καμίνης καβάλα σε μια Hoover και μου έλεγε με αυστηρό καθηγητικό ύφος: «Τιιιιι;;; Μ΄έβαλες να καθαρίσω όλα τα σκατά του Κακλαμάνη και τώρα θα με μαυρίσεις για τον μουσάτο; Άσε που το κοινωνικό παντοπωλείο είναι δικό μου! Εκνευρίστηκα τώρα. Φύγε μη σε μαυρίσω στο ξύλο τσογλάνι και  χαλάσω το πολιτισμένο ευρωπαϊκό προφίλ μου». Μόλις ακουγόταν η λέξη ΞΥΛΟ πετιόταν ο Παναγιώταρος μέσα από την ντουλάπα (που έμοιαζε σαν συγγενής του) ουρλιάζοντας «Ποιος είπε ξύλο; Σας απαγορεύω να λέτε ξύλο. Ξύλο δίνουμε μόνον εμείς. Θα μας φάτε και την ειδικότητα ρε συστημικά λαμόγια;». Μετά έβγαινε κάτω από το κρεβάτι ο κύριος Φώτης και μου χάϊδευε τα μαλλιά στοργικά. «Μην ανησυχείς κορίτσι. Δεν παλάβωσες. Θα σου πω ένα μυστικό: Κι εγώ τα 'χω χαμένα και θα ψηφίσω Ρένα!». «Εσύ τρελόγερε δεν ήθελες εμένα και θα ψηφίσεις Ρένα;» ούρλιαξε τότε μια φωνή που έμοιαζε τρομακτικά με του Βενιζέλου. «Ποιος είστε σεις;» ρώτησα διευκρινιστικά εγώ για να σιγουρευτώ. «Είμαι η μόνη δύναμη ευθύνης, δύναμη προοπτικής», είπε ηγεμονικά. «Τι θα πει αυτό κύριε Μπένυ;» ρώτησα δειλά. «Δεν έχω ιδέα», μου απαντάει. «Αλλά παραδέξου ότι ακούγεται γαμάτο».

Μη σας τα πολυλογώ κοιμήθηκα τρία τέταρτα το πολύ. Δεν ήταν ύπνος αυτός, ήταν πάνελ του Πρετεντέρη. Ο μόνος που δεν εμφανίστηκε ήταν ο πρωθυπουργός – προφανώς κατασκεύαζε 500.000 νέες θέσεις εργασίες, οπότε δεν είχε χρόνο να κάνει γκεσταριλίκια στα ξένα όνειρα. Όλο το βράδυ πηγαινοερχόμουνα στο ψυγείο κι έτρωγα με τα χειρότερα προαισθήματα. Το έβλεπα εγώ το έργο: Αυτές οι εκλογές θα οδηγήσουν τη χώρα σε αδιέξοδο και μένα στην κυτταρίτιδα.

Στις 8 ήπια έναν καφέ και πήγα να ψηφίσω να τελειώνω, να μου φύγει το άγχος. Όταν έφτασα στο σχολείο, άρχισα να ψάχνω σε ποια αίθουσα να πάω. Εκεί που κοιτούσα τους καταλόγους βλέπω μια γριά πολύ κοκέτα -μαλλι κομοδινί, ταγιεράκι σανέλ, τσάντα κροκό- να βγάζει 4-5 ψηφοδέλτια από την τσάντα και να τα ψαχουλεύει απελπισμένα. Ξύπνησε η προσκοπίνα μέσα μου και είπα να δώσω χείρα βοηθείας.

«Θέλετε βοήθεια;» τη ρώτησα ευγενέστατη.
«Αχ ναι χρυσό μου, ξέχασα τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και δεν βλέπω. Πού την έχω βάλει τη Χρυσή Αυγή;».

Καράφλιασα. Η σικ γραία Χρυσή Αυγή; Τι έγινε ρε παιδιά;

«Τη Χρυσή Αυγή;; Μήπως μπερδέψατε το λόγκο της Chanel με τη σβάστικα;

Μου έδειξε τα ψηφοδέλτια που κρατούσε ανυπόμονη.

«Εδώ καλέ. Διάβασε. Πού γράφει Χρυσή Αυγή;»
«Μα σοβαρά τώρα θα ψηφίσετε Χρυσή Αυγή; Εσείς;»

«Δαγκωτό!» είπε θριαμβευτικά η γραία κροταλίζοντας τη μασέλα.
«Γιατί;» ψέλλισα εγώ.
«Για να ψοφήσουν οι εχθροί μας αγάπη μου! Α μα πια δηλαδή. Εμένα που με βλέπεις, ο πατέρας μου έσκασε απ΄ το κακό του στη γερμανική κατοχή. Ήταν άρχοντας ο άνθρωπος και δεν άντεξε. Πάει και το εργοστάσιό του, πάνε όλα. Εγκεφαλικό μπαμ και κάτω. Και τώρα θα μου ξαναρθούν εδώ εν καιρω ειρήνης να μας πεθάνουν; Ε, όχι! Θα τους πεθάνω εγώ. Θες να καταργήσεις το απόρρητο σε όλες τις ελβετικές τράπεζες; Θες να μας κάνεις βούκινο στα κανάλια με τις λίστες Λαγκάρντ; Θα σου στείλω εγώ τον Παναγιώταρο μαντάμ Μέρκελ στην ευρωβουλή να σου δείξει πώς γίνονται οι μπίζνες».

Το σκεπτικό της με άφησε άφωνη. Σε μια άστραπή είδα την ντουλάπα τον Παναγιώταρο να διαπραγματεύεται με τη Μέρκελ το τρίτο μνημόνιο τρώγοντας σοκολατάκια Βρυξελλών και μ' έπιασε νευρικό γέλιο.

«Ναι αλλά φοβάμαι πως μετά θα γυρίσει εδώ μαντάμ» προσπάθησα άτσαλα να τη συνεφέρω.
«Δε πα' να γυρίσει; Τι να φοβηθώ; Πακιστανή είμαι;» είπε χαλαρά η γραία και έσιαξε το κομοδινί μαλλί.
«Εγώ όμως είμαι», ψέλλισα τελικά αφοπλισμένη. Δεν έλεγα ψέματα. Στην τελική προτιμούσα να είμαι πακιστανή εκείνη τη στιγμή.

Με κοίταξε πιο εξεταστικά φέροντας τη μούρη της προς το μέρος μου.

«Σοβαρά; Καθόλου δε σου φαίνεται. Αν κάνεις και καμιά δεκαριά  ανταύγειες σαντρέ περνάς για κρητικιά άνετα».

«Κι εσείς περνάτε άνετα για κανονικός άνθρωπος», της είπα σιβυλλικά και όρμησα προς την κάλπη όπως οι Σουλιωτοπούλες στον γκρεμό.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News