Πριν από περίπου δέκα μέρες είχα αναρτήσει στο προφίλ μου στο facebook μία είδηση η οποία έλεγε εν ολίγοις πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αναβάλει τις συζητήσεις με την Ελβετία για τη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα Horizon 2020 (80 δισ. ευρώ), αλλά και στο Erasmus+ (14,7 δισ. ευρώ), ως συνέπεια των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος για την επιβολή ποσοστώσεων στην εισροή μεταναστών από τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Ομολογώ πως δεν εξεπλάγην. Ήταν σίγουρο πως η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντιδρούσε σε μια απόφαση που αντίκειται στη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των ατόμων στην ΕΕ. Αυτό όμως που με εξέπληξε ήταν το σχόλιο μίας κυρίας στην ανάρτησή μου, η οποία είχε ζήσει χρόνια στην Ελβετία και μιλούσε από πρώτο χέρι. «Δεν δίνουν δεκάρα. Θα ενοχληθούν αρκετοί από τις κυρώσεις, θα γίνουν και διαδηλώσεις από τους σοσιαλιστές, αλλά δεν σημαίνει τίποτα για αυτούς. Εφόσον το χρήμα θα συνεχίσει να ρέει, θα ξεχαστεί γρήγορα». Αν αναλογιστείτε πως η Ελβετία, κατά το προηγούμενο ευρωπαϊκό ερευνητικό πρόγραμμα, χρηματοδοτήθηκε με 1,8 δισ. ευρώ, τότε κατανοείτε την έκπληξή μου. Μα δεν είναι αρκετά αξιόλογο ποσό ώστε να σε νοιάζει εάν το χάσεις;
Δεν θέλω να μου απαντήσετε. Όλο το ανωτέρω παραλήρημα, μου ήρθε στο μυαλό εν είδει ανάμνησης χθες, καθώς άκουγα την κυρία Μπάσδρα, πρόεδρο του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, να μας ενημερώνει επιγραμματικά για το Erasmus+. Στην αίθουσα του Γραφείου Ενημέρωσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Αθήνα, ο μέσος όρος ηλικίας ήταν κατ' εκτίμηση τα 25 έτη. Και δεν είναι να απορείς. Επρόκειτο για εκδήλωση των Νέων Ευρωπαίων Φεντεραλιστών, με θέμα «Νέες πολιτικές στήριξης της ΕΕ στον τομέα της εκπαίδευσης και της απασχόλησης». Τίτλος μακρύς, όπως και η σιγή του ακροατηρίου στον χώρο. Ακροατήριο με φρέσκα πρόσωπα και μάτια καρφωμένα στους ομιλητές. Προσπαθούσα να μαντέψω πόσα από αυτά ανήκουν στο 59% των νέων ανέργων. Πιθανότατα όλα, μα εύχομαι κανένα. Η επόμενη υπόθεση εργασίας στο κεφάλι μου αφορούσε το ποσοστό εκείνων που θα κυνηγούσαν το Erasmus+. Με διέκοψε η φωνή της κας Μπάσδρα που τόνιζε πως δεν θα έρθει κανένα πρόγραμμα να μας σηκώσει από τον καναπέ και την καρέκλα, πως πρέπει μόνοι μας να ψάξουμε και να ενημερωθούμε και τέλος, πως στον καιρό του διαδικτύου δεν νοείται να μη γνωρίζει κάποιος.
Συμφώνησα απολύτως, γνέφοντας ελαφρώς. Όπως συμφώνησα με τα περισσότερα που ακούστηκαν στην αίθουσα. Αναμενόμενο, εφόσον και οι ομιλητές μεταξύ τους φαίνεται να ομογνωμούσαν. Τον τόνο έδωσε εξ αρχής ο κ. Καϊλής, αναπληρωτής επικεφαλής του γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα: «Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να έχει σχέση με το τι ζητάει η αγορά». Συνηγόρησε ο κ. Σμυρλής, πρόεδρος της Ελληνικής Κίνησης Ευρωπαίων Φεντεραλιστών: «Να συνδέσουμε τα πανεπιστήμια με την αγορά και τις εταιρείες. Έχουμε εξειδικεύσεις σε άχρηστα πράγματα». Ακολούθησε η κα Μαριέτα Γιαννάκου: «Να αναθεωρηθούν τα προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης και να εκμεταλλευτούμε τα πακέτα στήριξης αλλά με συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Το κράτος πρέπει να δώσει τη στόχευση στην έρευνα». Πολύ σωστό, αλλά πρέπει να έχεις απαντήσει πρώτα στο απλό ερώτημα «τι θέλουμε;».
Από τη μεριά μου, προσπαθούσα να απαντήσω κάτι άλλο. Νωρίτερα ο κ. Περουλάκης, επικεφαλής του Τμήματος Επικοινωνίας, Εταιρικών Σχέσεων και Ευρωπαϊκών Δικτύων της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, είχε πει μεταξύ άλλων πως η ανεργία στους νέους και η κατάρτισή τους δεν είναι θέμα ενός μόνο υπουργού. Γιατί λοιπόν στο πάνελ, από άποψη υπουργείων, βρισκόταν μόνο ο Γενικός Γραμματέας Νέας Γενιάς, κ. Κανελλόπουλος; Δεν πρόλαβα να το πολυσκεφτώ, γιατί αναφέρθηκε η έκθεση McKinsey, σύμφωνα με την οποία μία στις τρεις επιχειρήσεις στην Ευρώπη και μία στις δύο στην Ελλάδα αδυνατούν να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας γιατί οι υποψήφιοι δεν έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Είναι εξωφρενικό, μα και τόσο, μα τόσο αναμενόμενο, εφόσον δεν απαντάμε αυτό το «τι θέλουμε». Τι θέλουμε να κάνουμε με τους νέους; Σε ποια εξειδίκευση θέλουμε να επενδύσουμε ως χώρα;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News