Στέκομαι στην οδό Παύλου Μελά, αριθμός 22. Εδώ που κάποτε ο Τσιτσάνης είχε ανοίξει το δικό του πάλκο. Το "Ουζερί Τσιτσάνης". Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει ένα κατάστημα εσωρούχων. Από το ταβάνι της βιτρίνας του κρέμονται παλιοί δίσκοι βινυλίου. Μια μικρή υπόμνηση του ιστορικού παρλθόντος του οικήματος; Ίσως.
Τον τελευταίο μήνα στη Θεσσαλονίκη έχει θαυμάσιο καιρό. Όχι σαν πέρυσι, που από τα μέσα Οκτωβρίου ήδη πάγωνες το βράδυ στο δρόμο. Έτσι όλοι είναι έξω σχεδόν συνέχεια. Πάνω κάτω στις λεωφόρους, στην Εγνατία, με τα ξενοδοχεία αλά Αμερικάνα και τις κάθετες νέον επιγραφές, τη Μητροπόλεως, την Ερμού, την Τσιμισκή. Πρωί, βράδυ το κέντρο της πόλης είναι γεμάτο. Εικόνες υποβάθμισης Αθηναϊκού τύπου ευτυχώς δεν έχουν εμφανιστεί. Όλα είναι φθινοπωρινά και γλυκά. Αυτό το τελευταίο κυριολεκτικά, καθώς η Θεσσαλονίκη είναι η πιο γλυκιά πόλη της Ελλάδας, με τα περισσότερα ζαχαροπλαστειο-γλυκατζίδικα που μπορεί να βρει κανείς. Και μάλλον και τα καλύτερα. Κάποια δεν κλείνουν και καθόλου, διανυκτερεύουν, και μέσα στην άγρια νύχτα "χτυπάς" ένα κρητικό καλτσουνάκι με σοκολάτα, ή ένα κομμάτι τσουρέκι με πραλίνα, ή μια τάρτα με κρέμα, ή μια μπουγάτσα παντός είδους. (για τους αμύητους, μπουγάτσα λέγεται το φύλλο αυτό της πίτας, άρα η Θεσσαλονικιώτικη ορολογία είναι η σωστή, και όχι η Αθηναϊκή παραφθορά. Το ίδιο και για το σουβλάκι σάντουητς. Καλαμάκι είναι αυτό του φραπέ, τέλος παρένθεσης).
Η φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη μου θυμίζει κάτι ανάμεσα στον Πειραιά μου και το Λονδίνο. Όπως και στον Πειραιά, το κέντρο της κατοικείται, άρα θέση πάρκινγκ ψάχνεις νύχτα-μέρα, είναι λιμάνι, και ο κόσμος της είναι ένα μείγμα προσφυγιάς, ανατολής, απομεινάρια μιας πάλαι ποτέ πολυεθνικής πόλης, ανακατωμένα με λαϊκότητα και νεοπλουτιά βορειοπροαστιώτικη. Ο κόσμος της είναι το στολίδι της. Αυτή η ποντιακής και Μικρασιατικής -ναι για- προέλευσης ανοιχτόκαρδη συμπεριφορά, μαζί με τη μακεδονίτικη ντομπροσύνη, ό,τι αγαπώ πιο πολύ στη Σαλονίκη είναι οι ωραίοι της άνθρωποι.
Τις συνεφιασμένες μέρες, που είναι συχνές, το φως είναι βορειοευρωπαϊκό και τα στενά κάθετα δρομάκια του κέντρου θυμίζουν το Σόχο και το Κόβεντ Γκάρντεν. Υπάρχουν μερικά καταπληκτικά εμπορικά, μικρούλικα, ίσα να χωράνε δυο άνθρωποι, με απίστευτα πράγματα, ενίοτε εξωτικά.
Καθημερινά διασχίζω την πόλη απ' άκρου εις άκρη. Από το Βαρδάρη ως το Λευκό Πύργο. Ο τελευταίος, σαν ξεχασμένος από μια γιγάντια παρτίδα σκάκι, στέκει αγέρωχο σύμβολο του φραγκοβυζαντινού της παρελθόντος. Μπαίνω μέσα, κι ανεβαίνω τις κυκλικές του σκάλες. Έχει μετατραπεί σε μουσείο της ιστορίας της πόλης. Σε ένα ολογράφημα παρατηρώ την ψηφιακή αναπαράσταση της μεγάλης πυρκαγιάς του 1917. Θυμάμαι την εξιστόρησή της από το "Νήμα" της Βικτόριας Χίσλοπ. Ανεβαίνω στην ταράτσα. Είναι ένα ράθυμο Κυριακάτικο πρωινό. Κάτω στην παραλία ο κόσμος φοράει τα καλά του. Μικροπωλητές, οικογένειες με παιδιά, ποδηλάτες. Σα μια παλιά φωτογραφία από τα παιδικά μου χρόνια. Στην παραλιακή λεωφόρο Νίκης τα αυτοκίνητα δε σταματάνε ποτέ, σαν ένα φίδι που κινείται συνεχώς, νύχτα – μέρα, είναι φορές που όταν το παρατηρώ έχω την αίσθηση ότι τα αυτοκίνητα, αφού τη διασχίσουν, κάνουν τον κύκλο, ξαναγυρνάνε και την διασχίζουν εκ νέου, σε μια ανεξήγητη και ασταμάτητη κυκλική πορεία.
Παίρνω το ποδήλατό μου και διασχίζω τη Νίκης αντίθετα, με το Λευκό Πύργο πίσω μου. Στην παραλία υπάρχει ποδηλατόδρομος, μακρύς, μέχρι την άλλη πλευρά του λιμανιού, οι πεζοί στριμώχνονται στην άκρη του πεζοδρομίου δίπλα στη θάλασσα, ντιν ντιν, χτυπάω το κουδουνάκι, κάθε φορά που κάποιος αφηρημένος μπαίνει στη λωρίδα των ποδηλάτων. Άμα είναι σούρουπο πάντα σταματάω και βγάζω φωτογραφία το ηλιοβασίλεμα με το κινητό μου. Αυτές τις μέρες τα δειλινά στο λιμάνι ήταν σαν παλιές ελαιογραφίες, χαζεύω, με τους γερανούς και πίσω τους τα λιωμένα πορτοκαλί και μπλε.
Από το λιμάνι οι ποδηλατόδρομοι γίνονται δύο, εκατέρωθεν του δρόμου, μέχρι απάνω την Εγνατία, ανεβαίνω χαρωπός, μέχρι που νταν, ένας κάδος σκουπιδιών φαρδύς πλατύς μές στη μέση. Οι απανωτές απεργίες κάνουν τους κάδους να ξεχειλίζουν, και πέρυσι πάλι τέτοια εποχή σχεδόν η πόλη ήταν γεμάτη σκουπίδια, από την απεργία διαρκείας τότε, γενικώς με τα σκουπίδια η πόλη έχει θέμα. Αν δεν προσέξεις θα γλιστρήσεις πάνω στις ξεχειλισμένες σακούλες. Λίγο παρακάτω ένα Ι.Χ. αναιδέστατα παρκαρισμένο μές στον ποδηλατόδρομο. Κάνω μια μικρή παράκαμψη, φτύνω το τζάμι του οδηγού μεγαλόπρεπα και συνεχίζω!
Μία φορά την εβδομάδα η δημοτική τηλεόραση μεταδίδει το Δημοτικό Συμβούλιο. Ο Γιάννης Μπουτάρης είναι πολύ ροκ. Ενίοτε τους αφήνει σύξηλους να συζητάνε και βγαίνει από την αίθουσα, γενικώς είναι χύμα στη συνεδρίαση και σου δίνει την εντύπωση ότι καμιά φορά λέει ό,τι του κατέβει.
Κάθε βραδάκι, όποτε πηγαίνω στο θέατρο με τα πόδια, σταματάω στην Αριστοτέλους να πάρω το σαλέπι μου. Καιρό έχω να πιω τόσο ωραίο. (προς ηθοποιούς: ό,τι και να λένε τα λογής γιατροσόφια των δασκάλων ορθοφωνίας, τίποτα δε στρώνει το λαιμό από ένα σαλεπάκι περιποιημένο). Ο σαλεπιτζής βάζει το μισό στο ποτηράκι, προσθέτει το τζίντζερ, συμπληρώνει άλλο τόσο με την κουτάλα, το χύνει πάλι σε αυτήν και ξανά μέσα στο κύπελλο να γίνει η μίξη και έτοιμο! Ααχ! Ουδέν καλύτερον! Στρώσαμε, που λένε!
Ο μύθος του ερωτισμού της πόλης δεν ξέρω πού ακριβώς βασίζεται. Ίσως στην κοινωνικότητα των κατοίκων της και την έντονη αίσθηση της ταυτότητάς τους, ως Μακεδόνες, παρ' όλο που η Σαλονίκη είναι πια γεμάτη από ανθρώπους από όλη τη Μακεδονία και τη Θράκη. Τώρα που ξανοίγεται με μεγαλύτερη εξωστρέφεια της πάει πολύ. Καιρός είναι να ξεφύγει από τα αθηνοκεντρικά της κόμπλεξ του αδικημένου παιδιού. Οι λογοτέχνες της πόλης δυσκολεύονται ακόμη να απεμπλακούν θεματολογικά από την έντονη προσωπικότητα του άστεως του Θερμαϊκού. Όταν γίνει κι αυτό, θα διαβάσουμε μεγάλες δημιουργίες.
Βάζω την παλιά εκτέλεση με το Στράτο Παγιουμτζή, αγαπημένου του Ζαμπέτα. Το "Μπαξέ Τσιφλίκι" είναι σα μια βόλτα στην παλιά Θεσαλονίκη. Μια γέφυρα από το ρεμπέτικο στο λαϊκό που είχε αρχίσει να εμφανίζεται. Η κιθάρα σε αυτή την πρώτη εκτέλεση, είναι έντονη, τουν-ντου-ντουν, ο αργός κανταδόρικος ρυθμός προδίδει γιατί άρεσαν τόσο στον Τσιτσάνη τα τραγούδια του Νίκου Γούναρη. Σα βαρκάκι στο Θερμαϊκό το τραγούδι αργοκυλάει, λιωμένο από ερωτικό σεκλέτι. Για μένα η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη των δημιουργών. Αυτών που έφυγαν και αυτών που έμειναν εδώ. Μερικούς τους πετυχαίνω στα μαγαζιά του κέντρου και τους δρόμους. Τους παρατηρώ χωρίς να το καταλαβαίνουν.
Αθέατος, όσο το δυνατόν, χάνομαι στα στενά της. Αποστρέφω το βλέμμα από τα εργοτάξια που την πληγώνουν. Κοιτάζω όμως καμιά φορά στα βυζαντινά ερείπια που έχουν βρεθεί. Και στέκομαι στα πόδια της πλατείας Αριστοτέλους που υψώνεται σαν αεροδιάδρομος, σα μια ψευδαίσθηση μεταμοντέρνας μπελ επόκ.
Κοιτάζω ένα φρεσκοκουρεμένο σκύλο στην είσοδο ενός καταστήματος. Με κοιτάζει κι αυτός με αυθάδικο ύφος. Τι κοιτάς ΦιΛαράκο; σαν να μου λέει, εδώ είναι τα ΒαΛκάνια!
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News