510
|

Αγνοείται

Αγνοείται

Είδα πρώτη φορά την αφίσα στο σταθμό Κτελ «Μακεδονία», στη Θεσσαλονίκη. Ήταν χειμώνας τότε, έβρεχε. Την προσπέρασα, ούτε που έδωσα σημασία. Λίγο καιρό αργότερα, έπεσα πάνω της ξανά, σε ένα φανάρι στη Τσιμισκή. Κοντοστάθηκα, μέχρι να ανάψει πράσινο. Κοίταξα τη φωτογραφία, ίσα για να μη νιώσω τύψεις. Τα ψώνια με βάραιναν, βιαζόμουν να καθίσω για φαγητό. Τρεις εβδομάδες μετά, τη συνάντησα στη Λεωφόρο Νίκης, κολλημένη σε μια βιτρίνα μαγαζιού που έψαχνε αγοραστή. Επεξεργάστηκα την όψη της, παρατήρησα τα μάτια της. Μηχανικά, έριξα μια φευγαλέα ματιά γύρω μου, το κεφάλι μου κινήθηκε σαν φάρος. Τράβηξα για καφέ. Οι μέρες περνούσαν, οι αφίσες πύκνωναν, προστέθηκε και αμοιβή 3.000 ευρώ για όποιον τη βρει. Τζίφος η κατάσταση.

Βροχερό πρωινό Σαββάτου, μεσούσης καλοκαιριού, με σακούλες από το σούπερ στο χέρι και με τσίμπλες στα μάτια, περνούσα ανέμελος στο απέναντι πεζοδρόμιο, ώσπου το μάτι μου σταμάτησε στο φανάρι. Μου φάνηκε γνώριμη η αφίσα, πλησίασα. Το χαρτί δεν βρεχόταν, ήταν πλαστικοποιημένο. Αλλά το πρόσωπό της ήταν αρκετά αλλοιωμένο -η ζέστη κολλάει το πλαστικό με το χαρτί-, όπως ακριβώς ειδοποιούσε με κόκκινα γράμματα η αφίσα: ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΒΡΕΘΕΙ ΑΚΟΜΑ! ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΤΑΛΑΙΠΩΡΗΜΕΝΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΑΛΛΑΞΕΙ Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ. Μπήκα ευθύς σε ένα μαγαζί με παπούτσια, ζήτησα στυλό και χαρτί, άφησα τα ψώνια μέσα και ό,τι δικαιολογίες σκαρφιζόμουν κάθε φορά, και σημείωσα τα στοιχεία της. Ρουφιάνους μας αποκαλούν, ε σκέφτηκα, ίσως η ρουφιανιά αυτή τη στιγμή αποδειχτεί ευεργετική.

Η Μαρίκα Παπαοικονόμου, εβδομήντα ετών, και ύψος 1.58, πάσχει από άνοια. Τη μέρα που εξαφανίστηκε φορούσε τζιν παντελόνι, ένα μαύρο παλτό, λευκά αθλητικά παπούτσια και κρατούσε 2-3 τσάντες χειρός. Έχει άνοια σημαίνει ότι μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε. Σημαίνει ότι δεν ξέρει ποια είναι. Και όταν δεν ξέρεις ποιος είσαι, σε κυριεύει φόβος. Φόβος που γιγαντώνεται άμα χάνεις την ασφάλεια που αισθάνεσαι σε οικείο περιβάλλον.  Άνοια, χοντρικά σαν να λέμε Αλτσχάιμερ. Ο φόβος σε οδηγεί παντού, σε ό,τι είναι ικανό να σου επαναφέρει το αίσθημα της οικειότητας. Συνεπώς, δεν έχεις προσανατολισμό. Πυξίδα είναι η ανάμνηση της ασφάλειας.

Περπατώντας πίσω προς το σπίτι, γνωρίζοντας ακριβώς τα βήματα του γυρισμού, θυμήθηκα που γελούσα μικρός με τις εκπομπές της Αγγελικής Νικολούλη, που μου φαινόντουσαν στημένες, που την κατηγορούσα εντός μου γιατί θεωρούσα ότι εκμεταλλεύεται το ανθρώπινο δράμα για να κάνει νούμερα. Ντράπηκα, έφτασα στην πόρτα. Εδώ εμείς, μόλις αισθανθούμε για κλάσματα του δευτερολέπτου ότι περπατάμε σε κινούμενη άμμο, αγχωνόμαστε, πανικοβαλλόμαστε και βουλιάζουμε στην απελπισία. Κάποιο χέρι θα φωνάξουμε να μας τραβήξει. Έστω κι αν λερωθούμε από τους κόκκους, θα τους ξεπλύνουμε. Άλλο όμως να είσαι απελπισμένος, κι άλλο να αγνοείσαι. Όταν αγνοείσαι, πρέπει οι άλλοι να σε βρουν. Να σε έχουν στο νου τους. Να σε ψάξουν. Γιατί ο θάνατος, από εκκρεμότητα αναπόφευκτα μετατρέπεται σε βεβαιότητα.

Η κυρία Μαρία Παπαοικονόμου, αν έχει καταφέρει να επιβιώσει τόσους μήνες στους δρόμους, ενδεχομένως να μοιάζει με άστεγη. Ξέρετε, από αυτούς που δεν δίνουμε καμία σημασία και τους προσπερνάμε, όπως συνηθίζουμε να προσπερνάμε ό,τι μας ενοχλεί. Φόβοι μικροί, φόβοι μεγάλοι. Αν απλώσουμε το χέρι, θα πέσουν από τη μασχάλη. Και τότε, θα βρεθεί το πρόσωπο που αναζητάμε.

Πληροφορίες: Τηλεφωνείστε στο 2310-535614

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News