-
Financial Times
Τα δύσκολα γερμανικά ερωτήματα για πρόσφυγες και μετανάστες
«Είναι νόμιμο τα ιδιωτικά σκάφη να προβαίνουν στη διάσωση ανθρώπων που βρίσκονται σε κίνδυνο στα νερά της Μεσογείου; Ή μήπως πρέπει, όπως το θέτει λακωνικά η Die Zeit, να τους αφήνουμε;» διερωτάται στους Financial Times ο Φρέντερικ Στούντεμαν, μαζί με δύο γερμανίδες συναδέλφους του.
Σε άρθρο της έγκριτης εβδομαδιαίας γερμανικής εφημερίδας μία δημοσιογράφος τάχθηκε υπέρ της αρωγής των προσφύγων και των μεταναστών. Υποστήριξε πως όταν αποτυγχάνει η πολιτική, τότε θα πρέπει να αναλαμβάνουν πρωτοβουλία ιδιωτικές οργανώσεις με στόχο τη διάσωση ανθρώπινων ζωών. Μια άλλη δημοσιογράφος υποστήριξε πως η εμπλοκή μη κυβερνητικών οργανώσεων στην πράξη εξυπηρετεί τα συμφέροντα των διακινητών.
«Αλλά η αντίδραση της γερμανικής κοινής γνώμης υπήρξε άμεση και καταδικαστική. Μερικές ώρες μετά τη δημοσίευση μια καταιγίδα ξέσπασε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης» με πολιτικούς και ειδικούς αναλυτές να κάνουν λόγο για «ανεύθυνη δημοσιογραφία» και να επισημαίνουν πως και μόνον το ερώτημα αντιτίθεται σε βασικές ανθρωπιστικές αρχές που είναι κατοχυρωμένες από το γερμανικό Σύνταγμα. Το περιστατικό, σημειώνει ο Στούντεμαν, αποδεικνύει «πως η δημόσια δυσφορία για το μέγεθος και τον ρυθμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, και η απουσία μιας πολιτικής για την αντιμετώπιση του ζητήματος, είτε σε εθνικό είτε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, συγκρούεται με την πεποίθηση ότι η αρωγή (των αδύναμων) αποτελεί βασικό καθήκον, δεδομένης της ταραχώδους ιστορίας» της Γερμανίας.
Οσον αφορά την εξέλιξη της αντιπαράθεσης, αρκετοί αναλυτές δεν παρέλειψαν να επισημάνουν πως εάν ακόμα και αυτό το «προπύργιο του φιλελευθερισμού», η Die Zeit, δηλαδή, παρασύρεται από λαϊκιστικά αντανακλαστικά και τη ρητορική που τα συνοδεύει, τότε αυτό σημαίνει πως κάτι αλλάζει στον δημόσιο διάλογο. Η εφημερίδα, από την πλευρά της, υπερασπίστηκε την απόφασή της να δημοσιεύσει το επίμαχο άρθρο, αλλάζοντας, στη συνέχεια, ελαφρώς τον τίτλο. Αλλά κάποιοι συνάδελφοι της Μάριαμ Λάου, της δημοσιογράφου που τάχθηκε κατά της εμπλοκής ΜΚΟ, έσπευσαν να διαφοροποιήσουν τη θέση τους.
Εκείνη θέλησε να επισημάνει πως φυσικά και δεν αποδέχεται να εγκαταλείπονται άνθρωποι να πεθάνουν στη θάλασσα. Αλλά θεωρεί πως η δράση των ΜΚΟ, παρά τις καλές προθέσεις, επιδεινώνει το πρόβλημα. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η Λάου γεννήθηκε στην Τεχεράνη και πως ο ακαδημαϊκός πατέρας της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει δύο φορές την πατρίδα του, και πριν και μετά την ισλαμική επανάσταση. Υποστηρίζει επίσης πως το κύριο πρόβλημα είναι η απουσία μιας συνεκτικής ευρωπαϊκής πολιτικής, γεγονός που υπονομεύει τη δημοκρατία. «Ο αγώνας αφορά τη μέση οδό», τόνισε, αναφερόμενη σε όλους όσοι δεν αντιτίθενται καταρχήν στη μετανάστευση, αρκεί να υπάρχει μια ξεκάθαρη στρατηγική.
Ενόσω οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι εξακολουθούν να αναζητούν μία κοινά αποδεκτή λύση για τη διαχείριση των προσφύγων και των μεταναστών, κάποιοι ευχαριστούν τον Θεό που εξακολουθούν να είναι ζωντανοί. Φωτογραφία: Reuters/ Jon Nazca
-
The Guardian
Πέτυχε το πείραμα του τετραήμερου στη Νέα Ζηλανδία
Το τόλμησαν τελικά στη Νέα Ζηλανδία, τα αφεντικά της Perpetual Guardian, μιας εταιρείας διαχείρισης καταπιστευμάτων, διαθηκών και ακινήτων. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο οι υπάλληλοι της εταιρείας εργάζονταν τέσσερις αντί για πέντε ημέρες την εβδομάδα, δίχως, όμως, να δουν τις απολαβές τους να μειώνονται. Σχεδόν οχτώ στους δέκα από τους 250 εργαζόμενους και εργαζόμενες της εταιρείας – μας πληροφορεί ο βρετανικός Guardian – δήλωσαν πως κατάφεραν να μοιράσουν καλύτερα το χρόνο τους μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.
Η ιδέα του ιδρυτή του Perpetual Guardian Άντριου Μπαρνς ήταν να παράσχει στους υφιστάμενούς του την ευκαιρία να επιτύχουν την πολυπόθητη ισορροπία ανάμεσα σε εργασιακή και προσωπική ζωή. Πώς; Ενθαρρύνοντάς τους να αφοσιώνονται πλήρως στη δουλειά τους για οχτώ ώρες την ημέρα επί τέσσερις ημέρες την εβδομάδα, και βοηθώντας τους να διαχειριστούν καλύτερα τις προσωπικές και οικογενειακές υποθέσεις τους κατά το ρεπό τους.
Ο Τζάροντ Χάαρ, καθηγητής διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Οκλαντ, ένας από τους πολλούς ακαδημαϊκούς που συνέλεξαν ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εφαρμογή του μέτρου, διαπίστωσε ότι το 78% των εργαζόμενων λάμβανε μεγαλύτερη ικανοποίηση τόσο στην εργασιακή όσο και στην προσωπική του ζωή και σε όλα τα μέτωπα. Διαπίστωσε επίσης (και αυτό είναι το πιο σημαντικό για τα αφεντικά) ότι οι υπάλληλοι της Perpetual Guardian όχι μόνο απολάμβαναν περισσότερο τη δουλειά τους αλλά ήταν και αποδοτικότεροι.
Το περασμένο Νοέμβριο σε θέση να ανταποκριθεί ικανοποιητικά και στις εργασιακές και στις προσωπικές/ οικογενειακές υποχρεώσεις του ήταν το 54% των υπαλλήλων ενώ μετά την εφαρμογή του τετραημέρου το ποσοστό εκτινάχτηκε στο 78%, σημειώνοντας αύξηση 24%. Ταυτόχρονα μειώθηκαν τα επίπεδα του άγχους μεταξύ του προσωπικού κατά 7%.
Σύμφωνα με τον ιδρυτή της Perpetual Guardian το νέο εργασιακό μοντέλο που εφαρμόστηκε στην εταιρεία του θα μπορούσε να επηρεάσει βαθιά – προς το καλύτερο, φυσικά, – την κοινωνία. Φωτογραφία:
-
The TakeOut
Το Σικάγο και ο πόλεμος του κέτσαπ
Το κέτσαπ είναι ένα από τα κατεξοχήν αμερικανικά προϊόντα – σχεδόν όσο και η Κόκα Κόλα. Αλλά δεν το λατρεύουν όλοι οι Αμερικανοί. Κάποιοι, μάλιστα το απεχθάνονται. Οι κάτοικοι της Πόλης των Ανέμων, του Σικάγου, δίνουν αγώνα εδώ και χρόνια για περιορίσουν, αν όχι να εξαλείψουν, τη χρήση του
Αλλά όχι για λόγους υγιεινής. Πρόκειται περισσότερο για έναν «πολιτισμικό» πόλεμο το οποίο διεξάγουν οι κάτοικοι του Σικάγου με στόχο να διατηρήσουν αμετάβλητη τη δική τους εκδοχή του hotdog, μεταξύ των συστατικών του οποίου δεν περιλαμβάνεται σε καμιά περίπτωση η πυκνή γλυκόξινη σάλτσα με βάση την ντομάτα. Και φαίνεται πως η απέχθειά τους είναι τόσο μεγάλη που η υπηρεσία μεταφορών του Ιλινόι, της Πολιτείας στην οποία ανήκει το Σικάγο, έφτασε στο σημείο να υπενθυμίζει στους οδηγούς μέσω των ενημερωτικών πινακίδων στους πολιτειακούς αυτοκινητοδρόμους να μην αποστέλλουν γραπτά μηνύματα με το κινητό τους, να μην αναπτύσσουν μεγάλη ταχύτητα αλλά και να μην καταναλώνουν κέτσαπ – No Texting, No Speeding, No Ketchup.
Η φωτογραφία που πιστοποιεί το γεγονός αναρτήθηκε, αρχικά, στο Twitter και, στη συνέχεια, στο The Take Out από τον Κέβιν Πανγκ και έγινε αμέσως viral με τον αμερικανό δημοσιογράφο να λαμβάνει πλήθος ευφάνταστων μηνυμάτων, όπως, για παράδειγμα, «Μη βάζετε (κέτσαπ) στα χοτ ντογκ σας, διαφορετικά θα απελαθείτε από την πόλη».
Πάντως αποτελεί γεγονός πως στο Σικάγο υπάρχουν εστιατόρια που έχουν ακόμα και πινακίδες αναρτημένες που ενημερώνουν τους πελάτες ότι δεν διαθέτουν κέτσαπ, ούτε καν ως άρτυμα που συνοδεύει τις τηγανιτές πατάτες.
Το μήνυμα τραβάει σίγουρα την προσοχή των οδηγών. Φωτογραφία: The Takeout/ Kevin Pang
-
Financial Times
Πώς οι πλουτοκρατικές πολιτικές έφεραν τον Τραμπ στην εξουσία
Αφότου ο Ντόναλντ Τραμπ έδειξε ακόμη μια φορά και με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τις προθέσεις του κατά το πρόσφατο ταξίδι του στην Ευρώπη, πολλοί είναι εκείνοι που διερωτήθηκαν πώς αυτός ο άνθρωπος κατέληξε να είναι ο ηγέτης του πιο ισχυρού κράτους στον κόσμο. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Μάρτιν Γουλφ των Financial Times, ο οποίος υποστηρίζει πως «η άνοδος του Τραμπ στην εξουσία αποτελεί εν μέρει ένα ατύχημα, αλλά όχι μόνον».
Ξεκινά την ανάλυσή του έχοντας το βλέμμα του στραμμένο προς την Κίνα και επισημαίνοντας ότι η εκρηκτική ανάπτυξή της είχε ως αποτέλεσμα να πάρει η αγωνία, κατά μήκος ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, «από τη δεξιά έως την αριστερά», τη θέση της «υβριστικής ευφορίας» που ακολούθησε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Οπότε προ της ανόδου των Κινέζων αναβίωσε ο εθνικισμός, και ο Γουλφ μας υπενθυμίζει πως ούτε η Χίλαρι Κλίντον τασσόταν υπέρ του ελεύθερου εμπορίου.
Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος. Εδώ και πολλά χρόνια οι αμερικανικές κυβερνήσεις δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της πλειονότητας των πολιτών. Γιατί η συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Γιατί διευρύνονται οι οικονομικές ανισότητες. Γιατί παρατηρείται αύξηση της θνησιμότητας ακόμα και μεταξύ των λευκών Αμερικανών. «Η άθλια κατάσταση τόσο πολλών Αμερικανών είναι το αποτέλεσμα πλουτοκρατικών πολιτικών, μιας διαρκούς και συστηματικής αφοσίωσης στα συμφέροντα των υπερπλουσίων». Την ευθύνη για την απώλεια της ανοιχτής, δημοκρατικής και φιλελεύθερης Αμερικής, «της “δικής” μας Αμερικής», τη φέρουν, κυρίως, τα μέλη της αμερικανικής ελίτ, ειδικά οι Ρεπουμπλικανοί, με τον Τραμπ να αποτελεί το τίμημα για την περικοπή των φόρων στους δισεκατομμυριούχους.
«Εσπειραν ανέμους, και τώρα ο κόσμος θερίζει θύελλες». Ο «πλουτο-προστατευτισμός» του Τραμπ που «δίνει στους πλούσιους ό,τι επιθυμούν, προσφέροντας ταυτόχρονα τον προστατευτισμό και τον εθνικισμό που θέλει η βάση των Ρεπουμπλικανών» δεν θα ωφελήσει τους ψηφοφόρους του, υποστηρίζει ο Γουλφ. Στα μάτια τους, ωστόσο, «είναι ένας πραγματικός ηγέτης». Και τα πράγματα δεν πρόκειται να αλλάξουν «έως ότου κάποιος βρει μια πιο επιτυχημένη πολιτική για να απαντήσει στις ανάγκες και στις ανησυχίες των απλών ανθρώπων».
Ο «πραγματικός ηγέτης» μαζί με τη «μοιραία» σύζυγό του. Φωτογραφία: Reuters/ Joshua Roberts
Οι Financial Times για το προσφυγικό και την «ανεύθυνη δημοσιογραφία» / Ο Guardian για μερικούς Νεοζηλανδούς που δουλεύουν λιγότερο αλλά αποδίδουν περισσότερο / Το The TakeOut για τον πόλεμο κατά του κέτσαπ στο Ιλινόις / Και ξανά οι Financial Times για...