Είναι στελέχη επιχειρήσεων στη Μεγάλη Βρετανία, γιατροί στη Γερμανία, ακαδημαϊκοί στην Αμερική, μηχανικοί στο Κατάρ… στη χώρα τους πάλι, στην Ελλάδα, είναι άνεργοι ή στην καλύτερη περίπτωση ανακυκλώνουν την επισφάλειά τους σε πεντάμηνα κακοπληρωμένα voucher. Γι’ αυτό φεύγουν. Η νέα γενιά της Ελλάδας συνωστίζεται στα αεροδρόμια μ’ ένα εισιτήριο οικονομικής θέσης στη τσέπη και μια νωπή εμπειρία απογοήτευσης στον νου, πραγματοποιώντας τη δική της μεγάλη έξοδο. Το brain drain, ως κωδικοποίηση που χρησιμοποιήθηκε για να αποτυπώσει τη φυγή ταλέντων από τη μεταπολεμική Ευρώπη στις ΗΠΑ, αναβιώνει στον ευρωπαϊκό Νότο της οικονομικής κρίσης με την Ελλάδα να βρίσκεται ξανά στον πυρήνα του ζητήματος. Δεν είναι πλέον ένα σκιάχτρο που μπορούμε να αποφύγουμε, ούτε απλώς ένα νέο πεδίο προβληματισμού για τους δημοσιολογούντες αλλά το δικό μας συντελεσμένο Grexit. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ICAP εκτιμάται ότι περίπου 200.000 νέοι έφυγαν από την Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής ύφεσης. Περσινή έρευνα της Κάπα Research έδειξε ότι επτά στους δέκα έλληνες αποφοίτους επιθυμούν να φύγουν στο εξωτερικό για να εργαστούν και ομολογουμένως δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι η τάση αυτή κάμφθηκε. Αντίθετα ολοένα και πιο συχνά κάνουμε μια παύση αμηχανίας στο τηλέφωνο όταν ένας νέος φίλος μας λέει ότι σκέφτεται να φύγει, μαθαίνουμε για γνωστούς μας που βρίσκονται στο εξωτερικό, χαζεύουμε στα social media φωτογραφίες από τους νέους τόπους διαμονής τους. Πιστεύω ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι κάτω των 35 έχουν μια τέτοια νοητή πλάστιγγα στη σκέψη τους, ζυγίζοντας τους λόγους για να μείνουν ή να φύγουν.
Αυτό που διαφοροποιεί το σύγχρονο μεταναστευτικό ρεύμα σε σχέση με τα παλιότερα που έχει τροφοδοτήσει η χώρα, είναι ότι πρόκειται για ένα άρτια καταρτισμένο και ταλαντούχο δυναμικό. Το 73% έχουν μεταπτυχιακό ή/και διδακτορικό και αποτελούν προσωπικό υψηλής εξειδίκευσης και προσόντων. Η φυγή αφορά στο 10% του πανεπιστημιακά εκπαιδευμένου προσωπικού της χώρας, όπως έχει εκτιμήσει ο Λόης Λαμπριανίδης, καθηγητής οικονομικής Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας. «Generation G» (young, talent, greek) , είχε αποκαλέσει ο Guardian σ’ ένα σχετικό του αφιέρωμα τους νέους , μορφωμένους Ελληνες που αναζητούν μια καλύτερη προοπτική στο εξωτερικό. Σύμφωνα με την έρευνα της ICAP η αναξιοκρατία (σε ποσοστό 37%) και η ανεργία (σε ποσοστό 35%) είναι οι βασικοί λόγοι που ωθούν τους νέους ανθρώπους εκτός συνόρων. Η χώρας μας ούτως η άλλως έχει κατοχυρώσει τα τελευταία χρόνια μια πανευρωπαϊκή πρωτιά στη νεανική ανεργία με ποσοστά που προσεγγίζουν το 60% αλλά και οι θέσεις εργασίας που προσφέρονται συνήθως είναι επισφαλείς και υπαμειβόμενες, με αποτέλεσμα να μη δημιουργούν για τους νέους και τις νέες συνθήκες ανεξαρτησίας, ανέλιξης και αυτοπεποίθησης.
Οι σημερινοί 25αρηδες και 30αρηδες είναι αναγκασμένοι να ζουν ακόμα στα παιδικά τους δωμάτια παρέα με τα πτυχία τους και τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες των φοιτητικών τους χρόνων. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με μια γενικευμένη αίσθηση (και πρακτική) αναξιοκρατίας μετατρέπει σταδιακά την Ελλάδα σ’ έναν αφιλόξενο τόπο για τη νέα γενιά.
Πρώτη στη λίστα των προορισμών τους φιγουράρει η Βρετανία απορροφώντας μεγάλο εύρος ειδικοτήτων από τους τομείς της Πληροφορικής και των Οικονομικών. Ακολουθεί η Γερμανία με έμφαση κυρίως στα ιατρικά επαγγέλματα. Στην πραγματικότητα στη Γερμανία έχει δημιουργηθεί μια μικρή αποικία νέων ελλήνων γιατρών, αφού στην Ελλάδα ο χρόνος αναμονής για ειδικότητα ξεκινά από τα δύο χρόνια και μπορεί να φτάσει στα δέκα. Υπολογίζονται περίπου στους 6000 και στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας έφτιαξαν πέρσι το δικό τους σύλλογο , «Γένεσις». Η Αμερική επίσης αποτελεί έναν προσφιλή προορισμό ειδικότερα στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας, ενώ νέους έλληνες επιστήμονες βρίσκεις ακόμα και στα όχι και τόσο μαγευτικά κράτη του Κόλπου. Ειδικά στο Κατάρ εν όψει και της διοργάνωσης του Μουντιάλ 2022 έχουν βρει καταφύγιο αρκετοί έλληνες μηχανικοί και στελέχη με τεχνογνωσία στη διοργάνωση μεγάλων αθλητικών γεγονότων. «Η Ελλάδα κινδυνεύει να εξαντλήσει το ανθρώπινο της κεφάλαιο» σημείωνε για το φαινόμενο τον περασμένο Μάιο το Marketwatch. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε – παρότι αρκετά συμπυκνωμένο σε πολιτικά και οικονομικά γεγονότα – τίποτα δεν φαίνεται να βελτιώθηκε. Η χώρα εξακολουθεί να βαδίζει σε υφεσιακή τροχιά και η στρατηγική της λιτότητας παραμένει ανέγγιχτη από τις υπερφίαλες διακηρύξεις που κατά καιρούς αρθρώθηκαν. Κι ενώ όλοι συνομολογούν ότι η αποψίλωση της χώρας από νεανικό επιστημονικό προσωπικό οδηγεί σε μαρασμό και οικειοποιούνται μια αφήγηση για το αδιέξοδο της νέας γενιάς –ακόμη κι όσοι της το κληροδότησαν-, ο ορίζοντας παραμένει φραγμένος. Το 30% στην έρευνα της ICAP δηλώνει πως δεν προβλέπει να επιστρέψει στη χώρα, ενώ στην διεθνή δημοσιογραφική έρευνα δεδομένων «Generation E», το 55% που συμμετείχε δηλώνει πως ελπίζει στην επιστροφή. Σε όλες τις μετρήσεις πάντως που έχουν γίνει μέχρι τώρα η βελτίωση του οικονομικού κλίματος και η συνακόλουθη αποκατάσταση των εργασιακών σχέσεων αξιολογείται ως η βασικότερη αιτία για να φτιάξει κάποιος αποσκευές για πίσω. Επειδή, όμως, η αυθεντικότητα κι η δυναμική του βιώματος πάντα διαφεύγουν από τις έρευνες και τα δημοσιεύματα, όσο άρτια τεκμηριωμένα κι αν είναι, ζήτησα από τους ίδιους και τις ίδιες να μιλήσουν για την επιλογή τους να φύγουν, αναζητώντας κι εγώ μαζί τους εκείνα τα ίχνη που μπορεί να διατηρήσουν ανοιχτό τον δρόμο της επιστροφής. Τμήμα μιας γενιάς που πασχίζει να δραπετεύσει από τον προσδιορισμό της «χαμένης», είναι πάντα πρόθυμοι και πρόθυμες να συζητήσουν, παρακολουθούν με προσοχή τα θλιβερά μας – συνήθως- μαντάτα, νοσταλγούν τον ήλιο αλλά αποφεύγουν το μελό και μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο.
Δημήτρης Καρύδης (29 ετών, Μηχανικός Η/Υ, από τον Σεπτέμβρη στο Κόβεντρι της Βρετανίας)
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα και αυτό που με ανάγκασε να ψάξω το δρόμο μου στο εξωτερικό είναι η γενικότερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα που υπάρχει στην Ελλάδα γύρω από το εργασιακό κομμάτι. Εξαντλητικοί ρυθμοί δουλειάς για ελάχιστη αμοιβή, χωρίς ιδιαίτερη προοπτική εκτός ελαχίστων περιπτώσεων και φυσικά συνήθως η δουλειά αυτή δεν είναι και συναφής με το αντικείμενο των σπουδών σου. Κάποια στιγμή έτυχε να πω σε έναν από τους συγκατοίκους μου, Άγγλο στην καταγωγή, ότι θα χρειαστεί να βρω μια περιστασιακή δουλειά για να καλύψω τα έξοδά μου. Μου είπε ότι μπορεί να μου προτείνει κάτι αλλά πως ο μισθός θα είναι σχετικά κακός, λίγο κάτω από 8 λίρες την ώρα. Οταν του απάντησα ότι στην Ελλάδα δούλευα το λιγότερο 50 ώρες την εβδομάδα, για λιγότερο από 3 λίρες την ώρα, απάντησε με έκπληξη «Αυτό είναι ντροπή». Με αυτό το παράδειγμα θέλω να δείξω και τι είναι αυτό που με ενοχλεί περισσότερο: ότι οι νέοι αντιμετωπίζουν είτε την ανεργία, είτε ένα τέτοιο εργασιακό καθεστώς με το οποίο δεν μπορούν να είναι οικονομικά ανεξάρτητοι. Εχει τεράστια επίδραση στην ψυχολογία των περισσότερων νέων το ότι μπορεί και μετά τα 30 να αναγκάζονται να ζουν στο πατρικό τους σπίτι και δεν μπορούν να χτίσουν την δικιά τους ζωή. Σε πολιτικό επίπεδο με ενοχλεί η άνοδος φασιστικών αντιλήψεων. Στο εξωτερικό το επίπεδο διαβίωσης είναι σίγουρα πιο υψηλό αλλά η κουλτούρα των ανθρώπων τελείως διαφορετική από αυτά που έχω συνηθίσει στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα πίσω έχω τους φίλους μου, την οικογένειά μου. Προφανώς λοιπόν εάν μπορούσα να εργάζομαι και να ζω αξιοπρεπώς από αυτό στην Ελλάδα, θα επέστρεφα πίσω χωρίς δεύτερη σκέψη».
Άκης Ποτάρης (26 ετών, σπούδασε Μάρκετινγκ και Επικοινωνία, από τον Αύγουστο του 2013 στο Αμστερνταμ, εργάζεται στο τμήμα marketing πολυεθνικής εταιρείας μόδας και ρουχισμού)
«Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχα τάσεις να ανακαλύψω το τι υπάρχει εκεί έξω. Η κρίση ήρθε να ενισχύσει την επιθυμία μου να φύγω, εφόσον δεν μπορούσα να εργαστώ στο αντικείμενο που επιθυμούσα. Οπότε την επιλογή μου να φύγω, δεν θα την χαρακτήριζα δύσκολη, παρά μονόδρομο. Η μόνη δυσκολία ήταν όταν οι φίλοι μου έλεγαν και ξαναέλεγαν ότι μετά τις σπουδές δεν θα επιστρέψω ξανά και εγώ -λέγοντας ψέματα και στον εαυτό μου ακόμα- τους απαντούσα «ανοησίες». Στην Ολλανδία υπάρχουν ευκαιρίες για όλους, ακόμα και αν δεν μιλάς την γλώσσα. Κι ακόμα και αν ο τομέας εργασίας σου χρειάζεται τα ολλανδικά, ο δήμος σε πολλές περιπτώσεις σου παρέχει μαθήματα δωρεάν. Στις συνεντεύξεις που με κάλεσαν, οι εργοδότες κοίταξαν το βιογραφικό μου και τις ικανότητές μου – δεν ένιωσα απόρριψη για κανέναν λόγο παρά την ύπαρξη καλύτερων ικανοτήτων από άλλο υποψήφιο. Πουθενά δεν ένιωσα αναξιοκρατία, πουθενά δε μου ζήτησαν να δουλέψω «μαύρα» και σε όλες τις περιπτώσεις με μεταχειρίστηκαν με επαγγελματισμό, κάτι που δεν το συνάντησα παντού στην Ελλάδα. Κοινωνικά είμαι σίγουρος ότι οι χώρες της δυτικής Ευρώπης προσφέρουν σε μεγάλο βαθμό ισότητα, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, εθνικότητας, σεξουαλικού προσανατολισμού, θρησκείας. Και για να μην παρεξηγηθώ, ανισότητες φυσικά και υπάρχουν, αλλά σε πολύ μικρότερο βαθμό απ’ ότι στην Ελλάδα, που ακόμα γίνεται συζήτηση για θέματα αυτονόητα (βλέπε διαχωρισμός θρησκείας – κράτους, θρησκευτικά στα σχολεία, ιθαγένεια, ομόφυλα ζευγάρια κλπ). Οι νέοι θα επιστρέψουν όταν η χώρα τους επιτρέψει να δημιουργήσουν και να ονειρευτούν ένα αξιοπρεπές μέλλον. Δεν χρειάζεται η χώρα να γίνει Ελβετία για να επιστρέψουν οι Ελληνες, αλλά ο κόσμος χρειάζεται να νιώσει ασφάλεια για να επιστρέψει. Απ’ τη μία αρκεί να μειωθεί όλη η αβεβαιότητα για το μέλλον, που δεν γνωρίζεις αν θα μπορέσεις να πληρώσεις το ενοίκιο σου τον επόμενο μήνα. Απ’ την άλλη πρέπει να νιώσει ο κόσμος ότι το κράτος είναι εκεί για να στηρίξει την προσπάθειά να χτίσει τα όνειρά του, και ότι δεν είναι ο αντίπαλος που βρίσκεται εκεί για να εισπράττει φόρους, οι οποίοι δεν αντικατοπτρίζονται σε κανένα έργο, καμία επιδότηση, καμία παροχή. Τα περισσότερα Ελληνόπουλα που γνώρισα στην Ολλανδία αγαπάνε την Ελλάδα, αρκεί μόνο να τους δείξει και η Ελλάδα την αγάπη της για να επιστρέψουν. Και όταν η Ελλάδα το κάνει, τότε όλα αυτά τα παιδιά θα επιστρέψουν με τεχνογνωσία, ανοιχτή κουλτούρα, και όρεξη για δουλειά».
Δήμητρα Δημητροπούλου (26 ετών, από το 2009 στην Αγγλία πρώτα για σπουδές και τώρα εργάζεται ως web developer)
«Δεν ένιωθα ποτέ μου ιδιαίτερα άνετα στην Ελλάδα και ήθελα πάντα να βγω έξω για ταξίδια. Η απόφαση να φύγω, και μάλιστα στη μέση των σπουδών μου στη σχολή Οπτικοακουστικών Τεχνών στην Κέρκυρα, βεβιάσθηκε καθαρά λόγω κρίσης. Το Πανεπιστήμιο πήγε από ελαφρά ανοργάνωτο σε πλήρως χαοτικό, καθηγητές δεν ερχότανε, οι καταλήψεις πέφτανε σύννεφο, προοπτικές για δουλειά εξαφανιζόταν. Από τη μια πλευρά βέβαια ήμουν τυχερή που σπούδαζα στο χώρο των τεχνών, στον οποίο είδαμε την κρίση να έρχεται πιο νωρίς από τους άλλους τομείς. Τα πράγματα έγιναν πολύ πιο δύσκολα για παιδιά που έφυγαν 2-3 χρόνια μετά από εμένα, από την άλλη δεν θα είχα ποτέ επιλέξει να φύγω εν μέσω σπουδών και με προορισμό την Αγγλία χωρίς την πίεση της κρίσης. Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι Ελληνες είναι το θέμα εργασιακής κουλτούρας και διαπροσωπικών σχέσεων. Στην σημερινή συντηρητική Αγγλία και την Ευρώπη που έχει αρχίσει να κομματιάζεται υπό την πίεση κρίσεως και πολιτικών συμφερόντων, δεν υπάρχει περιθώριο για τη νεποτιστική κουλτούρα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Οσο πιο γρήγορα αρχίζει το άτομο που θέλει να φύγει έξω για δουλειά να κοιτάει ρεαλιστικά τι ανοίγματα υπάρχουν στο χώρο του και τι επιπλέον πρέπει να σπουδάσει για να προληφθεί, τόσο το καλύτερο. Δεν θα ήθελα να επιστρέψω στην Ελλάδα που βλέπω κάθε φορά που επιστρέφω για τις 4 μέρες διακοπών μου. Υπάρχει ένας διάχυτος θυμός, και ακόμα και όταν μια ομάδα ατόμων επιχειρεί να κάνει κάτι θετικό, ακούγονται μόνο κριτικές από τα άτομα που δεν κάνουν κάτι. Αυτό το μόνιμο συναίσθημα αδικίας και μιζέριας έχει πραγματικά αλλάξει την κάθε πλευρά τις Ελλάδας που βλέπω και εγώ και όσοι γνωστοί μου επισκέπτονται. Και ναι, είναι αδύνατο να μην είσαι θυμωμένος με την αδικία, το χρέος που δεν είναι δικό σου, τις ευκαιρίες που σου υποσχέθηκαν σαν παιδί… Αλλά έχουν περάσει 5, 6 χρόνια θυμού και αδράνειας. Αυτή είναι η κατάσταση, και είναι στα χέρια αυτών που μένουν Ελλάδα, και λένε πως την αγαπάνε, να αλλάξουν το σήμερα».
Ανδρέας Αγουρίδης (26 ετών, κοινωνιολογία στο Πάντειο και μεταπτυχιακό στο Εδιμβούργο, τώρα στέλεχος ιδιωτικής εταιρείας στο Λονδίνο)
«Ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό. Επηρεάζεται έντονα από το περιβάλλον του, θετικά ή αρνητικά. Το περιβάλλον στην Ελλάδα μόνο αρνητική επιρροή ασκεί και από άποψη καριέρας και από άποψη προσωπικής ζωής. Είναι ένα περιβάλλον τοξικό που σε τραβάει πίσω αντί να σε σπρώξει μπροστά. Δυστυχώς η νέα γενιά στην Ελλάδα δεν γνωρίζει τι συμβαίνει σε άλλες χώρες. Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό δεν έχει ζήσει ή ταξιδέψει στο εξωτερικό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να νομιμοποιούνται καταστάσεις που απέχουν πολύ από την κανονικότητα σε άλλες χώρες. Στα περισσότερα μέρη της Αμερικής και της Ευρώπης, αλλά και σε αρκετές αναπτυσσόμενες χώρες δεν νοείται νέος που επενδύει χρόνο και κάνει προσπάθεια να βρει δουλειά να μη βρίσκει ή να πληρώνεται 300 ευρώ και να αναγκάζεται να μένει με τους γονείς του. Η Ελλάδα βάζει στους νέους περιορισμούς στη ζωή τους. Θεωρώ πως η κατάσταση δεν έχει βελτιωθεί και δεν θα βελτιωθεί σύντομα. Εκτιμώ πως θα βελτιωθεί μακροπρόθεσμα και υπό προϋποθέσεις. Μου αρέσει ή ζωή μου εδώ. Βασικός όρος για να γυρίσω πίσω είναι μια Ελλάδα που μπορεί να προσφέρει καλύτερο επίπεδο ζωής: εκπαίδευση, υγεία, εργασία, οικονομικός και πολιτισμικός πλούτος».
Ιωάννα Μερκουριάδη (31 ετών, σπούδασε Ωκεανογραφία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πήρε διδακτορικό στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι και από τον Ιανουάριο θα εργάζεται ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Τρόμσο της Νορβηγίας)
«Αυτή τη χρονική περίοδο στην Ευρώπη, και δη στη Σκανδιναβία, υπάρχουν σαφώς καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες για τους νέους. Προσωπικά, δε γνωρίζω κανένα Φιλανδό που να μην ασχολείται με το αντικείμενο σπουδών του, το κράτος έχει εμφανώς φροντίσει για αυτό. Δε θα ήθελα όμως να γενικεύσω το Σκανδιναβικό μοντέλο στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο, καθώς δεν απέχει μόνο από την Ελλάδα αλλά και από τα περισσότερα Ευρωπαϊκά Κράτη. Σε καμία περίπτωση δε δηλώνω ακόλουθος της γερμανικής νόρμας που τείνει να επιβληθεί εντός, εκτός και επί τα αυτά. Παρακολουθώ τις εξελίξεις συνεχώς στην Ελλάδα. Είναι τουλάχιστον απογοητευτικό να παρατηρείς έναν λαό τόσο δοτικό και ικανό, να διοχετεύει την ενέργεια και τις αξίες του σε τόσο λάθος κατευθύνσεις. Θέλω όμως να πιστεύω πώς τα χειρότερα τα έχουμε αφήσει πίσω μας και κρατώ αισιόδοξη στάση. Πιστεύω πως θα βοηθούσε αν το Ελληνικό Κράτος στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων και αναλάμβανε την ευθύνη των επιλογών του. Η χώρα αυτή χρήζει ριζικής ανασυγκρότησης και αυτό μπορεί να γίνει μόνο συλλογικά και μέσα από την εξομάλυνση της σχέσης κράτους-πολίτη. Προσωπικά, συνεχίζω να βρίσκομαι εκτός από επιλογή και όχι από ανάγκη, και θα βρισκόμουν εντός την επόμενη στιγμή εάν αυτό αποζητούσα. Όσο για το κίνητρο, θα το δημιουργούσα».
Κώστας Αλέξης (31 ετών, διδακτορικό στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών στο Πανεπιστήμιο Πατρών, δούλεψε ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ETH Zurich της Ελβετίας ενώ σήμερα είναι καθηγητής στο University of Nevada, Reno στις ΗΠΑ)
«Κάθε άλλο παρά ήθελα να φύγω. Ήταν κάτι που σταθερά δεν δεχόμουν ότι θα κάνω και είχα απορρίψει προτάσεις και κατά τη διάρκεια του διδακτορικού μου. Δεν θα έλεγα ότι έφυγα ακριβώς με την έννοια της Κρίσης ως το φαινόμενο που κωδικοποιούμε και έχει χρονική αναφορά από το 2010 και μετά. Θα έλεγα ότι σχετίζεται κύρια με την ορισμένη παραγωγική υστέρηση που ιστορικά έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας, παραγωγική υστέρηση που εντούτοις βρίσκεται σε αντίθεση και με την εκπαίδευση στα πανεπιστήμια μας και με την ψευδεπίγραφη και μόνο κατ’ επίφαση κατεύθυνση της μέχρι σήμερα πολιτικής ηγεσίας. Σε αυτά τα πλαίσια κάπου εκεί στα 27 μου σκέφτηκα ότι με αυτά τα δεδομένα αν θέλω να επενδύσω στον ερευνητικό τομέα που αγαπώ θα πρέπει να πάρω την επιλογή του εξωτερικού. Μέσα στη χώρα δεν βρισκόταν κάποια ευκαιρία, από λεφτά που είχα κερδίσει από δικές μου προτάσεις στο διδακτορικό μου δώσανε τα μισά από όσα όφειλαν (με εκπληκτικές καθυστερήσεις που ακυρώνανε μήνες πληρωμών) ,ενώ από την άλλη είχα έτοιμη προσφορά στα χέρια από την Ελβετία. Εκείνη τη στιγμή επέλεξα να πάω. Στον ακαδημαϊκό χώρο, η υποδοχή που τουλάχιστον εγώ παρατήρησα ήταν θερμή και γρήγορα κανείς μπορεί να κατοχυρώσει τον επαγγελματικό του ρόλο και να ανοίξει περαιτέρω δυνατότητες μπροστά του. Κοινωνικά φυσικά η κατάσταση είναι αντίστροφη. Αν δεν είσαι “μετανάστης από άποψη”, τότε η χώρα σου, η ζωή σου εκεί, οι εμπειρίες σου και οι άνθρωποι σου, σου λείπουν σταθερά. Είναι στιγμές που νιώθεις άδειος και ενίοτε η υπερεργασία είναι η μόνη ορατή “θεραπεία”. Η νέα γενιά πίστεψε στον ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη και όπως φάνηκε, υπήρξε σημαντικότατη ροή νέων ψηφοφόρων από το εξωτερικό. Το δημοψήφισμα ήταν η κορυφή της ελπίδας αλλά σήμερα είμαστε στον πάτο της απογοήτευσης. Μάλιστα μιας απογοήτευσης χωρίς νεύρο. Μια αφασία γιατί δεν έχει απαντηθεί πως θα υπάρξει εκ νέου ελπίδα. Το ότι οι πολιτικές στη χώρα μας, ήταν και εξακολουθούν να είναι πολιτικές εξάρτησης της πατρίδας είναι το στοιχείο που οδηγεί στην αντίδραση της νέας γενιάς. Δεν πρέπει κανείς να ζητά από τη χώρα του να τον φέρει πίσω με θαύμα. Αυτό που κανείς πρέπει να ζητά είναι να υπάρχει η προσπάθεια για παραγωγική ανασυγκρότηση. Ιδίως αν υπάρχει αυτό, τότε είναι ευθύνη μας να βοηθήσουμε. Είναι ούτως ή άλλως ευθύνη μας αλλά ειδικά τότε θα είναι καθοριστικό. Δεν μπορώ να εκτιμήσω τώρα το πότε θα πάρω την επιλογή της επιστροφής. Ξέρω όμως ότι μου λείπει»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News