Η αριστοτεχνική ερμηνεία ενός μεγάλου ηθοποιού, του Γκάρι Όλντμαν, το επιδέξιο άγγιγμα ενός ικανού σκηνοθέτη, του Τζο Ράιτ, και μία από τις πιο δύσκολες «στιγμές» στην Ιστορία: «Η Πιο Σκοτεινή Ωρα», φράση με την οποία βάφτισε ο ίδιος ο Ουίνστον Τσόρτσιλ τους 12 δύσκολους μήνες κατά τους οποίους η Μεγάλη Βρετανία ήταν η μοναδική ισχυρή δύναμη που αντιστεκόταν στον Αξονα, προβάλλεται ήδη στις κινηματογραφικές οθόνες —το ξέρετε.
Αυτό που ίσως δεν ξέρετε είναι ότι η ταινία έχει τα δικά της, μικρά μυστικά και ψέματα, έχει τον τρόπο της —σκηνοθετική αδεία— να υπερκεράσει την ιστορική αλήθεια και να ταξιδέψει όπως μόνο μια ταινία του είδους μπορεί.
Και είναι στα αλήθεια πειρασμός για τους γνώστες της Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου να συγκρίνουν πρόσωπα, εκδοχές και καταστάσεις, σκηνή-σκηνή, όπως το επιχειρεί η βρετανική Telegraph, βουτώντας στο παρελθόν για να ανασύρει την πραγματικότητα.
Είναι πρόκληση για τους απανταχού λεπτολόγους που αναζητούν μικρές ιστορικές ασυνέπειες στα φιλμ του σήμερα —ως γνωστόν, ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες.
Οι «ψείρες» θα τρίβουν τα χέρια τους και με τις σκηνογραφικές αστοχίες. Οπως αυτή στη σκηνή, κατά την οποία ο Τσόρτσιλ γευματίζει με συνδαιτυμόνα τον βασιλιά, και πίσω τους φιγουράρει ο πίνακας «Γουιστλτζάκετ» του Τζορτζ Σταμπς, δεξιοτέχνη στην απεικόνιση αλόγων. Διότι το έργο ουδέποτε κοσμούσε τους τοίχους του παλατιού του Μπάκιγχαμ.
Τουλάχιστον το ζωγραφικό καθαρόαιμο του Σταμπς δεν έχει αποχωριστεί τον φυσικό του χώρο, το Wentworth Woodhouse, στο Γιόρκσιρ, όπου οι «ψείρες» θα γνωρίζουν ότι γυρίστηκε η ταινία… Παρόμοια μικρά ατοπήματα είναι τόσο καλά ενσωματωμένα σε αυτή την υπέροχη ταινία, που δύσκολα θα τα εντοπίσετε.
Αλήθεια ή ψέμα;
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει να κάνει με τις σκηνές που αναζητούν το είδωλο τους στον ιστορικό καθρέφτη. Πόσο αληθινή μπορεί να είναι η πολιτικά απελπιστική κατάσταση εν μέσω της οποίας ο Τσόρτσιλ παίρνει την εξουσία; Ο πολιτικός έχει βρεθεί στην κορυφή, σε κλίμα μπολιασμένο με καχυποψία, ακόμη και από το ίδιο του το κόμμα, αντιμέτωπος με την αδυσώπητη κριτική που του ασκούν οι βασικοί του αντίπαλοι, και θα ήταν εύκολο να πιστέψει κανείς ότι ο σεναριογράφος —ο χαρισματικός Αντονι Μακ Κάρτεν— βολεύτηκε στην άνεση που προσφέρουν τα αδιέξοδα στον κινηματογράφο.
Και όμως: η απελπισία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Ηταν Μάιος του 1940, εποχή κατά την οποία ο Νέβιλ Τσάμπερλεϊν (Ρόλαντ Πίκαπ) είχε παραιτηθεί, ο λόρδος Χάλιφαξ (Στίβεν Ντιλέιν) είχε αρνηθεί την Πρωθυπουργία και ο Τσόρτσιλ είχε πάρει τα ηνία της χώρας, χωρίς κανένας ουσιαστικά να τον θέλει στη θέση αυτή. Ούτε ο βασιλιάς Γεώργιος ΣΤ’ (Μπεν Μέντελσον).
Ο Τσόρτσιλ, προτού καλά-καλά εγκατασταθεί στον θώκο του, έπρεπε να αναμετρηθεί με την απειλή εισβολής του πιο αδίστακτου αλλά και ισχυρού εχθρού, της Γερμανίας, στη χώρα του∙ με τη Γαλλία να καταρρέει, με ασφυκτική πίεση για παράδοση της χώρας, με τον στρατό του σε δύσκολη θέση, στη Δουνκέρκη.
Σήμερα υποκλινόμαστε στην πολιτικά μεγαλοφυή προσωπικότητα του βρετανού πολιτικού, τότε όμως ήταν πολλοί εκείνοι, ειδικά από τους Συντηρητικούς, που τον θεωρούσαν οπορτουνιστή και πριμοδοτούσαν τον Χάλιφαξ.
«Είναι αδύνατο να χωρέσει το μυαλό μου το φορτίο που βάσταξε στις πλάτες του, τον Μάιο του 1940», έχει δηλώσει ο εγγονός του Τσόρτσιλ Νίκολας Σόαμς. «Τουλάχιστον μέχρι ο Χάλιφαξ και ο Τσάμπερλεϊν να αποφασίσουν ότι δεν υπήρχε λύση με τους Ιταλούς…».
Αλήθεια ή ψέμα;
Θυμηθείτε τη σκηνή στην οποία ο Τσόρτσιλ επιβιβάζεται στο μετρό του εμπόλεμου Λονδίνου. Στο βαγόνι όλοι τον αναγνωρίζουν. Σηκώνονται όρθιοι, του δίνουν το χέρι, συστήνονται. Ο ίδιος αποφασίζει να μιλήσει στους πολίτες δίχως περιστροφές: οι Γάλλοι είναι έτοιμοι να συνθηκολογήσουν, οι ναζιστές έχουν το βλέμμα τους στραμμένο προς τη Βρετανία. Πρέπει να διαπραγματευτούμε; «Never, never», «ποτέ», «ποτέ», ουρλιάζουν εν χορώ. Και τι πρέπει να κάνουμε, τότε; «Fight», «να αγωνιστούμε»!
Ο Τσόρτσιλ όντως περιφερόταν συχνά στον υπόγειο του Λονδίνου, όταν ήθελε να μετακινηθεί μεταξύ του Ουέστμινστερ και της πρωθυπουργικής κατοικίας, πλην όμως το επεισόδιο αγγίζει τη σφαίρα της σκηνοθετικής φαντασίας. Μη το ψάξετε παραπάνω, απλώς απολαύστε το. Το συναίσθημα απογειώνει την ταινία.
Αλήθεια ή ψέμα;
Στο φιλμ, η αρχικώς παγερή φιγούρα του βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’, εξελίσσεται γρήγορα σε μια ζεστή, υποστηρικτική, σχεδόν παρηγορητική, παρουσία για τον Τσόρτσιλ, και μάλιστα όταν εκείνος βρίσκεται στο ναδίρ. Η σχέση τους, όπως σκιαγραφείται με τα πονηρά χαμόγελα, τα νεύματα, τα κλεισίματα του ματιού είναι απείρως γοητευτική μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου, απέχει όμως μακράν από την πραγματικότητα.
Διότι, ως γνωστόν, ο βασιλιάς δεν ήταν φαν του Τσόρτσιλ. και πολύ θα ήθελε τον Χάλιφαξ στη θέση του, μετά την παραίτηση του Τσάμπερλεϊν. Δεν μπορεί ωστόσο να αγνοήσει κανείς ότι οι δύο άνδρες είχαν πολλά κοινά —και όχι μόνο την ανατροφή τους από λαμπερές μητέρες και δύσθυμους πατέρες. Σε ένα λανθάνον επίπεδο, τους συνέδεε το στοιχείο της γενναιότητας, που είχαν επιδείξει κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Θα κατέληγαν ύστερα από όλα όσα πέρασαν να τρέφουν σεβασμό και μια ιδιότυπη τρυφερότητα ο ένας για τον άλλο. Καλύτερη απόδειξη, η επιστολή του βασιλιά στον πολιτικό με την οποία σχεδόν του απαγόρευε να συνοδεύσει τα στρατεύματα κατά την απόβαση στη Νορμανδία, προκειμένου να μη θέσει εαυτόν σε κίνδυνο.
Η αλήθεια της ταινίας δεν απέχει πολύ από την αλήθεια της Ιστορίας. Με τη διαφορά ότι η ταινία τρέχει, πραγματοποιεί άλματα ως προς την πορεία της σχέσης αυτού του παράξενου ζευγαριού∙ οι διαβασμένοι ίσως εκτιμήσουν καλλιτεχνικά τη σκηνή της επίσκεψης του βασιλιά, δεν θα βγάλουν όμως και πολύ νόημα, από χρονολογικής απόψεως. Τα ‘χουν αυτά οι βιογραφικές ταινίες.
Αλήθεια ή ψέμα;
«Είναι ένας άντρας, όπως όλοι» λέει στην αρχή της ταινίας, η Κλημεντίνη Τσόρτσιλ (Κριστίν Σκοτ Τόμας) σε μια ενδιαφέρουσα ατάκα, αναφερόμενη στον σύζυγό της, Ουίνστον. Η ηθοποιός υποστηρίζει ότι πίεσε την παραγωγή ώστε να δοθεί περισσότερος κινηματογραφικός χρόνος στην περσόνα της Κλημεντίνης, εξαιρετικά σημαντικής στη ζωή, και όχι μόνο την προσωπική, του πολιτικού. Πόσο αληθινό είναι άραγε το τρυφερό πορτραίτο του ζεύγους που βρίσκει τον εαυτό του στο ζενίθ της δημόσιας ζωής τη στιγμή της μεγαλύτερης του κρίσης;
Η σωστή απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο υπερβολής στην αποτύπωση αυτής της αγάπης. «Je t’aime passionnement», «σ’ αγαπώ με πάθος», είχε γράψει το 1908 στον Τσόρτσιλ η Κλήμη. Και ναι, τον αποκαλούσε «Γουρούνι», κάποιες φορές και «Μπουλντόγκ» (για την ακρίβεια «Pug», παρεμφερή ράτσα), την εποχή που κι εκείνη «άκουγε» μέσα στο σπίτι, στο προσωνύμιο «Γάτα». Όσο αληθινά είναι όλα αυτά, άλλο τόσο είναι και το γεγονός ότι ο πολιτικός εγωϊσμός που κουβαλούσε ο Τσώρτσιλ κατάπινε ώρες-ώρες την οικογενειακή ζωή τους — το περιγράφει πολύ ωραία η Κλημεντίνη τη μέρα που ο άνδρας της γίνεται Πρωθυπουργός.
Απολύτως ακριβής είναι και η καταγραφή της δικής της επιρροής στην επαγγελματική συμπεριφορά του Τσόρτσιλ απέναντι στους συνεργάτες του. Με τις παρεμβάσεις της προσπαθούσε να τον αποτρέπει από τυραννικές συμπεριφορές, ακόμη και επιστολή επίπληξης του είχε απευθύνει προκειμένου να τον «μαζέψει».
Και κάτι τελευταίο, μια λεπτομέρεια σχεδόν ανατριχιαστική στο φιλμ που δεν πρέπει να χάσετε: Η χαρακτηριστική κίνηση του χεριού του Τσόρτσιλ στο μπράτσο της πολυθρόνας, στις Αίθουσες Πολεμικού Συμβουλίου, κάτω από τη γη του Λονδίνου, στη διάρκεια της σύγκρουσης με τον Χάλιφαξ. Αν τύχει και επισκεφθείτε τον μουσειακό χώρο, πλησιάστε στο έκθεμα της πολυθρόνας —είναι πίσω από τζάμι. Θα δείτε πάνω της τις γρατζουνιές που κατάφερε κάποτε το σκάλισμα στο signet (με σφραγίδα) δαχτυλίδι του πολιτικού. Θα νιώσετε, σχεδόν μεταφυσικά, την αγωνία του.
* Η «Πιο Σκοτεινή Ωρα» («Darkest Hour») σε σκηνοθεσία Τζο Ράιτ προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους από την Πέμπτη, 18 Ιανουαρίου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News