Γήπεδα ασφυκτικά γεμάτα. Ματς χορταστικά – χαλάλι το ακριβό εισιτήριο. Γκολ, δυνατές μονομαχίες, θορυβώδεις εξέδρες, σασπένς, ανατροπές στο σκορ, «διπλά», εκπλήξεις όσες πουθενά αλλού. Και ψιλόβροχο (αλλά ποιος νοιάζεται;). Οι παραστάσεις της Premier League για τη σεζόν 2017-2018 άρχισαν χθες -για πρώτη φορά Παρασκευή- με ένα συναρπαστικό παιχνίδι στο «Emirates» (Αρσεναλ – Λέστερ 4-3), λίγες μέρες προτού το πιο δημοφιλές πρωτάθλημα στον Κόσμο συμπληρώσει 25 χρόνια ζωής, τον Δεκαπενταύγουστο.
Επί εννέα μήνες, η εικόνα του κορυφαίου ποδοσφαιρικού θεάματος θα φτάνει παντού όπου υπάρχει τηλεοπτικός δέκτης. Θα μεταδοθούν παγκοσμίως οι μισοί από τους 380 αγώνες, ενώ οι κάτοικοι της Βρετανίας θα παρακολουθήσουν «ζωντανά» στην TV μόνον το 1/3 των αναμετρήσεων. Η δυνητική τηλεθέαση του αγγλικού πρωταθλήματος συναγωνίζεται εκείνες των Ολυμπιακών Αγώνων και των Παγκοσμίων Κυπέλλων. Το ίδιο και οι εισπράξεις του από τα τηλεοπτικά δικαιώματα.
Γιατί τόση ζήτηση; Ο κυριότερος λόγος είναι η μεγάλη του παράδοση. Για τον περισσότερο κόσμο, Αγγλία και ποδόσφαιρο είναι έννοιες ταυτόσημες. Ενας άλλος είναι η πολυπολιτισμικότητά του. Μία μέρα πριν από την έναρξη της σεζόν, στα ρόστερ των 20 ομάδων του υπήρχαν παίκτες 65 διαφορετικών εθνικοτήτων – οι περισσότεροι ξένοι που μπορείς να συναντήσεις σε οποιαδήποτε επαγγελματική κατηγορία, οποιουδήποτε σπορ, στην Ευρώπη. Αυτό το στοιχείο μαρτυρά και την αλματώδη πρόοδό του. Το 1992-1993, που η Football League First Division μετατράπηκε σε Premier League (γνωστή και ως Premiership), όλοι οι σύλλογοι μαζί μετρούσαν μόλις 13 αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές. Ο Γάλλος Ερίκ Καντονά και ο Δανός Πέτερ Σμάιχελ ήταν οι πιο αναγνωρίσιμοι.
Είναι και το μάρκετινγκ, που έχει απογειώσει το αγγλικό πρωτάθλημα. Παρά την εκτόξευση των εσόδων τους οι 20 εταίροι της Premier δεν παύουν να αναζητούν τρόπους, ώστε να κάνουν το προϊόν τους πιο ελκυστικό, πιο κερδοφόρο. Οι εφετινοί νεωτερισμοί είναι δύο: η ενίσχυση της παρουσίας των οπαδών της φιλοξενούμενης ομάδας στα γήπεδα (θα τους διατίθεται, υποχρεωτικώς, από την εκάστοτε γηπεδούχο τουλάχιστον μία Θύρα), και η δυνατότητα κάθε συλλόγου να έχει και δεύτερο χορηγό φανέλας (το λογότυπό του θα εμφανίζεται στο μανίκι της). Η πρώτη από τις δύο καινοτομίες μοιάζει με φάρσα, σε μία χώρα που στο παρελθόν πλήρωσε πολύ ακριβά τη βία στα γήπεδα.
Σε ένα πρωτάθλημα που αναδεικνύει διαφορετικό πρωταθλητή κάθε χρόνο από το 2009 κι έπειτα -μέχρι και η Λέστερ το πήρε- κάθε πρόβλεψη για την ομάδα που στις 13 Μαΐου θα κατακτήσει το τρόπαιο θεωρείται εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Οι «μπουκς» δίνουν έξι φαβορί, με πρώτο τη Σίτι του Πεπ Γκουαρντιόλα. Πίσω της, την άλλη ομάδα του Μάντσεστερ -τη Γιουνάιτεντ του Μουρίνιο- και την κάτοχο του τίτλου, Τσέλσι. Η Λίβερπουλ, η Τότεναμ και η Αρσεναλ συνθέτουν το δεύτερο γκρουπ, με κάπως λιγότερες πιθανότητες. Αλλά, η εφετινή κούρσα θα είναι ακόμη πιο απρόβλεπτη από πέρυσι, επειδή καμία ομάδα δεν θα είναι απαλλαγμένη από ευρωπαϊκές υποχρεώσεις, όπως συνέβαινε με την Τσέλσι και τη Λίβερπουλ την περασμένη σεζόν.
Αυτό το καλοκαίρι οι σύλλογοι της Premier ξεπέρασαν, όλοι μαζί, το δισεκατομμύριο (στερλίνες) για μετεγγραφές. Εάν, στις 18 μέρες που απομένουν μέχρι να ολοκληρωθεί το παζάρι, ξοδέψουν 80 εκατομμύρια ακόμη -που θα τα ξοδέψουν με το παραπάνω- θα έχουν καταρρίψει κάθε προηγούμενο ρεκόρ στο Νησί. Τα περισσότερα, μέχρι στιγμής, τα έχει δαπανήσει η Μάντσεστερ Σίτι. Περίπου 220 εκατομμύρια. Ακολουθούν η Γιουνάιτεντ (150) και η Τσέλσι (130). Ο Ζοσέ Μουρίνιο, όμως, με τα εφετινά του ψώνια, έγινε ο πρώτος προπονητής στα χρονικά του ποδοσφαίρου που έχει αγοράσει παίκτες συνολικής αξίας άνω του ενός δισεκατομμυρίου λιρών σε όλη του την καριέρα: στην Μπενφίκα, στη Λεϊρία, στην Πόρτο, στην Τσέλσι (δύο φορές), στην Ιντερ, στη Ρεάλ Μαδρίτης και στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Για την ακρίβεια, σε 17 χρόνια έχει ξοδέψει 1,1 δισεκατομμύριο στερλίνες. Ο Γκουαρντιόλα έχει δώσει 859 εκατ. λίρες, αλλά σε εννέα χρόνια.
Οι Γκλέιζερς έδωσαν (και) εφέτος λευκή επιταγή στον Μουρίνιο, ο οποίος χρεώνεται την ακριβότερη -μέχρι στιγμής- μετεγγραφή του καλοκαιριού στην Αγγλία: του Ρομέλου Λουκάκου, με 75 εκατ. λίρες. Αγόρασε, επίσης, τον Νεμάνια Μάτιτς (40) και τον Βίκτορ Λίντελεφ (31). Του λείπει ακόμα ένας αλλά, όπως δήλωσε ο ίδιος, δεν θα… κλάψει εάν, τελικώς, η ομάδα του δεν κάνει άλλη προσθήκη. Σε κάθε περίπτωση, είναι υποχρεωμένος να παρουσιάσει ομάδα για τίτλο. Είναι αδιανόητο, η Γιουνάιτεντ των 12 τίτλων σε 20 σεζόν να μην έχει καταφέρει -μετά την αποχώρηση του σερ Αλεξ- ούτε, καν, να διεκδικήσει πραγματικά το Πρωτάθλημα. Πέρυσι, στην ουσία είχε… σχολάσει από τα μέσα Οκτωβρίου. Πάντως, είναι γνωστό ότι ο Πορτογάλος στις δεύτερες σεζόν του τα πηγαίνει πολύ καλύτερα απ’ ό,τι στις πρώτες.
Ο Γκουαρντιόλα φαίνεται πως έπαθε και έμαθε. Η περυσινή του προσέγγιση (η Σίτι να πετυχαίνει περισσότερα γκολ απ’ όσα δέχεται, κι όλα θα πάνε καλά) αποδείχτηκε καταστροφική. Ετσι, τα περισσότερα από τα χρήματα που ξόδεψε για μετεγγραφές, τα διέθεσε για (πανάκριβους) αμυντικούς. Αυτό είναι το μεγάλο του στοίχημα: να μάθει την ομάδα του (και) να αμύνεται. Μέχρι τον Οκτώβριο, που η Σίτι έχει να δώσει δέκα σημαντικά ματς στη Λίγκα, θα έχουν κριθεί πολλά.
Η πρωταθλήτρια Τσέλσι θα είναι, στην ουσία, μία εντελώς νέα ομάδα (έφυγαν 15 παίκτες), και θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν και πόσο θα της στοιχίσουν, εφέτος, οι υποχρεώσεις της στο Champions League. Στις μετεγγραφές, πάντως, η Τσέλσι δεν κινήθηκε τόσο δυνατά όσο οι ομάδες του Μάντσεστερ, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι με τα δεκάδες εκατομμύρια που δαπάνησε για τον Μοράτα, ο Αντόνιο Κόντε πήρε ένα μεγάλο ρίσκο.
Φτηνά την έβγαλε και η Τότεναμ, όμως είχε τους λόγους της. Το νέο της γήπεδο, 61.000 θέσεων, το οποίο θα είναι έτοιμο σε 12 μήνες (στη θέση όπου έστεκε το «Ουάιτ Χαρτ Λέιν» επί 118 χρόνια), θα της κοστίσει περίπου 800 εκατομμύρια λίρες. Ομάδα έχει καλή, με μέσον όρο ηλικίας τα 24 χρόνια. Το ζήτημα είναι εάν στο «Ουέμπλεϊ», όπου θα αγωνίζεται προσωρινά, θα κατορθώσει αυτό που πέτυχε πέρυσι στην έδρα της: να μην ηττηθεί από κανέναν αντίπαλο στο Πρωτάθλημα. Επίσης, το γεγονός ότι ο αγωνιστικός χώρος έχει κατά 8% μεγαλύτερη επιφάνεια, μπορεί να δυσκολέψει το διαρκές πρέσινγκ που ο Ποκετίνο απαιτεί από τους παίκτες του.
Στη Λίβερπουλ, ο Γιούργκεν Κλοπ θα πρέπει να λύσει, επιτέλους, το πρόβλημα της αγωνιστικής αστάθειας. Επίσης, να δει τι θα γίνει με τον Κοουτίνιο. Εάν ο Βραζιλιάνος επιμείνει να αποχωρήσει από το «Ανφιλντ», τέτοια μονάδα ο Γερμανός δεν πρόκειται να βρει στην αγορά. Μέχρι τη μέρα που η Λίβερπουλ θα επιστρέψει στους τίτλους (έχει 27 χρόνια να πάρει Πρωτάθλημα), θα το έχει αυτό το πρόβλημα. Οι καλύτεροί της παίκτες θα θέλουν να συνεχίσουν αλλού – κι αυτός ο φαύλος κύκλος θα τη βασανίζει. Πέρυσι έπαιξε καλή μπάλα, η μεσοεπιθετική της γραμμή «πετάει», όμως στο κέντρο της άμυνάς της και στη θέση του τερματοφύλακα, που «φωνάζουν» για ενίσχυση, μέχρι τώρα δεν έχει προχωρήσει σε κάποια κίνηση.
Τέλος, η Αρσεναλ -η οποία θα συνεχίσει για ακόμη έναν χρόνο με τον Αρσέν Βενγκέρ- μάλλον δεν πείθει ότι μπορεί να ανέβει στην κορυφή. Μπορεί, όμως, να πρωταγωνιστήσει. Εάν της βγει και ο Λακαζέτ (που χθες άνοιξε λογαριασμό στα γκολ), τίποτα δεν αποκλείεται. Για την Αγγλία μιλάμε…
Η Νιούκαστλ, μία από τις πιο δημοφιλείς ομάδες στη Βρετανία, επέστρεψε στην Κατηγορία που της αξίζει. Το αφεντικό του συλλόγου, ο Μάικ Ασλεϊ, είχε υποσχεθεί -την Ανοιξη- μετεγγραφές ύψους τουλάχιστον 70 εκατομμυρίων ευρώ. Αντ’ αυτών, ακολούθησε μία περίοδος ανεξήγητης λιτότητας, η οποία συνεχίζεται, παρά τα περίπου 200 εκατ. ευρώ που έχει λαμβάνειν ως έπαθλο για την κατάκτηση της Championship (Β’ Κατηγορίας).
Στα 25 χρόνια της Premier League, έχουν συμμετάσχει σε αυτήν 47 ομάδες. Εφέτος θα γίνουν 49, αφού πέρυσι προβιβάστηκαν από τη Β’ Κατηγορία δύο «σταχτοπούτες»: η Μπράιτον από τον αγγλικό Νότο, και η Χάντερσφιλντ που… μυρίζει αυθεντική βρετανική επαρχία. Είναι και οι πρώτες υποψήφιες για υποβιβασμό, στο τέλος της σεζόν. Αλλά τα ίδια έλεγαν, πρόπερσι, και για τη Λέστερ…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News