1679
Μια αντισυμβατική φιγούρα. Ο Μίνο Ριαϊόλα πλάι στον Πολ Πογκμπά τη μεγάλη μεταγραφική υπόθεση του καλοκαιριού. | YouTube

Ο ατζέντης που βγάζει περισσότερα από τον Μέσι

Sportscaster Sportscaster 30 Ιουλίου 2016, 12:03
Μια αντισυμβατική φιγούρα. Ο Μίνο Ριαϊόλα πλάι στον Πολ Πογκμπά τη μεγάλη μεταγραφική υπόθεση του καλοκαιριού.
|YouTube

Ο ατζέντης που βγάζει περισσότερα από τον Μέσι

Sportscaster Sportscaster 30 Ιουλίου 2016, 12:03

 

Ατζέντης δεν γίνεσαι. Γεννιέσαι. Κανένα από τα χαρίσματα που απαιτεί το επάγγελμα -η πειθώ, η ικανότητα να διαχειρίζεσαι τους ανθρώπους, η τέχνη του να τους γίνεσαι απαραίτητος, το θράσος να πουλάς κάτι που δεν υπάρχει- δεν είναι επίκτητο. Δεν διδάσκεται. Το ‘χεις ή δεν το ‘χεις.

Ο Κάρμινε «Μίνο» Ραϊόλα, ο μάνατζερ ποδοσφαιριστών που -σύμφωνα με την Corriere dello Sport- κερδίζει περισσότερα χρήματα από τον Μέσι, είναι γεννημένος γι’ αυτή τη δουλειά. Ο προορισμός του ήταν να διαδεχθεί τον πατέρα του στην οικογενειακή τους επιχείρηση. Αλλά, σήμερα, αντί να ψήνει πίτσες, «ψήνει» το μεγαλύτερο deal στα ποδοσφαιρικά χρονικά: τη μετεγγραφή του Πολ Πογκμπά από τη Γιουβέντους στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Πριν από μερικές εβδομάδες πούλησε -στον ίδιο σύλλογο- τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς και τον Χένριχ Μχιταριάν.

Οπως εκτιμούν οι Sunday Times, μόλις ολοκληρωθεί και η μετακίνηση του γάλλου μέσου, ο Ραϊόλα θα έχει αυξήσει τον τραπεζικό του λογαριασμό κατά περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ. Στις 21 Ιουλίου, η Corriere dello Sport έκανε τη «σούμα»: από τις συμφωνίες που έχει κλείσει στην καριέρα του, έχει βάλει στην τσέπη πάνω από 300.000.000 ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας από τους δυο πιο επιτυχημένους μεσάζοντες των γηπέδων. Οπως συνηθίζει να λέει ο ίδιος χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης (τη θεωρεί ελάττωμα), «ένας αθλητικός διευθυντής που δεν γνωρίζει τον Μίνο Ραϊόλα, μάλλον πρέπει να αλλάξει δουλειά».

Αν υπάρχει μια ιστορία που τα λέει όλα γι’ αυτόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο «τρύπωσε» σε έναν κόσμο που του ήταν εντελώς άγνωστος. Τακτικός πελάτης στην πιτσαρία του πατέρα του -μετανάστη από το Σαλέρνο της Ιταλίας στο Χάαρλεμ της Ολλανδίας- ήταν ο πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδας της περιοχής, HFC Haarlem. Κάθε Παρασκευή βράδυ έτρωγε εκεί με την οικογένειά του. Ο δαιμόνιος Μίνο, χωρίς να έχει ιδέα από μπάλα, καθόταν στο τραπέζι τους και του έδινε συμβουλές, για το πώς έπρεπε να διευθύνει την επιχείρησή του. Οταν η κουβέντα έφτασε στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ολλανδικός σύλλογος, ο Ραϊόλα είχε τη λύση: «Εχω άκρες στη Νάπολι. Είναι η οικογένειά μου από ‘κει. Μια συνεργασία μαζί της, θα σας σώσει».

Ακόμη κι αν δεν… το ‘φαγε το παραμύθι, ο πρόεδρος της HFC Haarlem εντυπωσιάστηκε από την ευστροφία και την ικανότητα του «μικρού» να πλασάρει εξαιρετικά το οτιδήποτε. Τον έκανε αθλητικό διευθυντή στην ομάδα του, σε ηλικία μόλις 19 ετών. Αν και δεν κατάφερε να μακροημερεύσει σε αυτή τη θέση (τσακώθηκε άσχημα με μέλη της διοίκησης του συλλόγου και αποχώρησε), ο Ραϊόλα είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το ποδόσφαιρο εκ των έσω. Ηταν η απαρχή μιας χρυσοφόρου καριέρας.

Πλέον, ήταν έτοιμος να δοκιμάσει «τι ψάρια έπιανε» ως μεσάζων. Πουλώντας αυτή την ελάχιστη εμπειρία του, προσελήφθη στην «Sport-Promotion», ένα γραφείο μάνατζερ με επικεφαλής τον Ρομπ Γιάνσεν, το οποίο εκπροσωπούσε ολλανδούς ποδοσφαιριστές. Το 1992 έκανε την πρώτη του μετεγγραφή (του Μπράιαν Ρόι στη Φότζια) και το 1993 συμμετείχε -ως απλός διερμηνέας- στο deal που μετακίνησε τον Ντένις Μπέργκαμπ και τον Βιμ Γιόνγκ από τον Αγιαξ στην Ιντερ, έναντι συνολικού ποσού 10.400.000 λιρών.

Εκεί, στα γραφεία της Ιντερ, βρήκε μια δικαιολογία για να μείνει μόνος στην αίθουσα των διαπραγματεύσεων. Πήρε όλα τα συμβόλαια και τα άλλα έγγραφα που βρήκε στο τραπέζι, και τα φωτοτύπησε. Μελετώντας τα προσεκτικά, έμαθε όλα τα μυστικά του επαγγέλματος. Πολύ σύντομα αισθάνθηκε έτοιμος να κάνει… σόλο καριέρα. Το πρώτο από τα τρία γραφεία που άνοιξε, το ονόμασε «Intermezzo».

Είχε τον τρόπο του. Πολύ «μπλα μπλα». Το είχε καταλάβει και ο πατέρας του, ο οποίος του ανέθεσε τις δημόσιες σχέσεις της πιτσαρίας. Ο «μικρός» μιλούσε καλύτερα τα Φλαμανδικά, ενώ -με τον καιρό- έμαθε άλλες πέντε: Γερμανικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Πορτογαλικά και Αγγλικά. Τα Αγγλικά τα διδάχθηκε παρακολουθώντας ταινίες της Disney. Βεβαίως, μιλούσε και τη μητρική του, τα Ιταλικά. Η επιχείρηση μεγάλωσε ραγδαία, κι έγινε αλυσίδα με 24 καταστήματα σε όλη την Ολλανδία. Στο μεταξύ, ο Μίνο κατάλαβε οτι τα πολλά λεφτά δεν είναι στις πίτσες. Ούτε στη Νομική, την οποία παράτησε. Κι έπεσε με τα μούτρα στο ποδόσφαιρο.

Η πρώτη του μεγάλη δουλειά δεν άργησε να έρθει. Μετά τις εντυπωσιακές εμφανίσεις του με την εθνική ομάδα της Τσεχίας στο Euro ’96, ο Πάβελ Νέντβεντ έφυγε από την Σπάρτα Πράγας για τη Λάτσιο. Πίσω από αυτή τη μετεγγραφή, που έκλεισε στις 1,2 εκατ. λίρες, βρισκόταν ο Ραϊόλα. Πέντε χρόνια αργότερα, ο ίδιος παίκτης πήγε στη Γιουβέντους, έναντι 25 εκατ. λιρών. Πάλι με την καθοδήγηση του ιταλο-ολλανδού ατζέντη.

Mino-Raiola-Zlatan-Ibrahimovic-2
Ο Ραϊόλα με τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς, τον οποίο περιέφερε μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων

Ο τρόπος με τον οποίο κατάφερε να προσεγγίσει τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς -τον καλύτερο πελάτη του πριν από τον Πογκμπά- και να τον πείσει να γίνει ο μάνατζέρ του, είναι «όλα τα λεφτά». Η αρχική πρόταση έγινε μέσω ενός συμπαίκτη του στον Αγιαξ, του Μάξουελ, όμως ο Ζλάταν δεν… τσίμπησε. Τότε, ο Ραϊόλα έκανε το απίθανο: διεμήνυσε στον Ιμπραΐμοβιτς, να πάει να γ@μ@θ@@. Ο σουηδός άσος τσατίστηκε τόσο πολύ, ώστε θέλησε να γνωρίσει αυτόν τον θρασύτατο «κύριο τίποτα» που τον έβρισε. Και του έδωσε ραντεβού σε κεντρικό ξενοδοχείο του Αμστερνταμ.

Ο Ιμπραΐμοβιτς… έσκασε μύτη με την Πόρσε του, ντυμένος στην τρίχα. Αλλά ο άνθρωπος που ήθελε να τον κάνει πελάτη του, εμφανίστηκε με το τζιν και ένα άθλιο μπλουζάκι. Τα υπόλοιπα, τα περιγράφει στην αυτοβιογραφία του ο ίδιος ο σουηδός άσος: «Οταν ήρθε η ώρα να παραγγείλουμε, τι νομίζετε οτι παρήγγειλε; Μερικές φέτες από σούσι με αβοκάντο και γαρίδες; Οχι. Ζήτησε φαγητό που αρκούσε για να χορτάσουν πέντε άνθρωποι, το οποίο άρχισε να καταβροχθίζει μόνος του».

Και – το χειρότερο; Την ώρα που έτρωγε, ο Ραϊόλα εξαπέλυσε στον Ιμπραΐμοβιτς μια επίθεση που τον άφησε άφωνο: «Κοίτα να δεις. Ο Βιέρι έχει βάλει 25 γκολ σε 27 ματς, ο Ιντσάγκι 20 σε 25 ματς, ο Τρεζεγκέ 20 σε 24. Ο Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς έχει πετύχει μόλις 5 γκολ σε 25 ματς. Νομίζεις ότι, με τέτοια στατιστικά, μπορώ να σε πουλήσω;».

Οπως λέει ο Ζλάταν, για κάποιο περίεργο λόγο δεν τον έστειλε στον διάβολο. Το αντίθετο. Τον εντυπωσίασε η ειλικρίνεια του συνομιλητή του. Κι άρχισε να σκέφτεται, πόσο δίκιο είχε. Και να αλλάζει. «Ηταν αλήθεια. Δεν είχα πετύχει πολλά γκολ, ήμουν πολύ τεμπέλης. Δεν είχα αρκετά κίνητρα. Τότε το κατάλαβα, κι άρχισα να τα δίνω όλα, στις προπονήσεις και στα ματς».

Οι δυο άνδρες, όχι μόνο συνεργάστηκαν, αλλά έγιναν και φίλοι. Η γνωριμία τους αποδείχτηκε «χρυσάφι», και για τους δυο. Ο Ραϊόλα πούλησε τον Ιμπραΐμοβιτς, το 2004 στη Γιουβέντους έναντι 16 εκατομμυρίων ευρώ, το 2006, στην Ιντερ με 24,8 εκατομμύρια ευρώ, το 2009 στην Μπαρτσελόνα με 69,5 εκατ. ευρώ, ένα χρόνο αργότερα στη Μίλαν με 30 εκατ. ευρώ, και το 2012 στην Παρί Σεν Ζερμέν με 24 εκατομμύρια ευρώ, προτού μετακινηθεί φέτος (ως ελεύθερος παίκτης) στη Γιουνάιτεντ. Σύνολο, 169,1 εκατομμύρια ευρώ. Μόνον ο Ανχελ ντι Μαρία έχει κάνει μεγαλύτερο τζίρο με τις μετακινήσεις του από σύλλογο σε σύλλογο (179 εκατ. ευρώ). Στην αυτοβιογραφία του, ο Ζλάταν περιγράφει τον Ραϊόλα ως ιδιοφυία.

Χάρη στο όνομα του Ιμπραΐμοβιτς, το πελατολόγιο του Ραϊόλα εκτοξεύθηκε, περιλαμβάνοντας αστέρες όπως ο Μάριο Μπαλοτέλι, ο Ρομπίνιο και, πιο πρόσφατα, ο Πολ Πογκμπά. Μαζί, μεγάλωσε και η ιδέα του για τον εαυτό του. Τσακώθηκε με τον Πεπ Γκουαρντιόλα, με τον σερ Αλεξ Φέργκιουσον (για τον Πογκμπά), χαρακτήρισε μπάσταρδο τον Γιόχαν Κρόιφ, καθυστερημένο δικτάτορα τον Ζεπ Μπλάτερ και ανίκανο τον Μισέλ Πλατινί.

2016-07-10T213059Z_111187859_MT1ACI14477680_RTRMADP_3_SOCCER-EURO-POR-FRA
Ο Πολ Μπογκμπά στο Euro 2016, το τρόπαιο του οποίου έχασε στον τελικό από την Πορτογαλία. Τώρα έχει το «τρόπαιο» του μεταγραφικού deal της χρονιάς

Τον μεγάλο του αντίπαλο, τον Ζόρζε Μέντες (ατζέντη του Μουρίνιο, του Μέσι και του Κριστιάνο Ρονάλντο), τον… σφάζει με το γάντι: «Ο καλός ατζέντης είναι κάτι περισσότερο από μεσάζων σε διαπραγματεύσεις συμβολαίων. Εξασφαλίζει την προστασία και τα δικαιώματα των πελατών του. Θα επιλύσω κάθε ζήτημα που απασχολεί τους παίκτες μου, όπως έκανα με τον πατέρα μου. Είμαι η οικογένειά τους, αυτός που θα τους υποδείξει τον σωστό δρόμο. Με τον Μέντες, έχουμε εντελώς διαφορετική αντίληψη στις δουλειές μας. Εκείνον τον ενδιαφέρει το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Εγώ νοιάζομαι αποκλειστικά για τους παίκτες μου. Είμαι αλτρουιστής, ενώ εκείνος, εγωιστής. Ενδιαφέρομαι για τους παίκτες μου, ενώ ο Μέντες μόνο για τον εαυτό του. Ισως επειδή αυτός ασχολείτο με night clubs, ενώ εγώ γαλουχήθηκα στα εστιατόρια του πατέρα μου».

Σήμερα, στα 49 του, μένει κοντά στο καζίνο του Μόντε Κάρλο μαζί με τη γυναίκα του και τα δύο τους παιδιά. Οπως ο ίδιος διευκρινίζει, στο σπίτι κατοικεί η οικογένειά του. Διότι εκείνος, 300 ημέρες τον χρόνο βρίσκεται στον δρόμο για να βλέπει παίκτες. «Πάντα θέλω να ασχολούμαι προσωπικά με τους πελάτες μου. Δεν έχω πρακτορείο, όπως ο Μέντες. Δουλεύω μόνο με τον βοηθό και τη δικηγόρο μου. Δεν υπάρχουν σκάουτερ, να ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο για μένα. Οι παίκτες βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο. Θα τους τηλεφωνήσω ή θα με καλέσουν εκείνοι. Θέλω να ξέρω αν είναι καλά στις ομάδες τους, αλλά και να παρακολουθώ τις εξελίξεις στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Για παράδειγμα, ποιος χρειάζεται επιτελικό μέσο ή εξτρέμ το ερχόμενο καλοκαίρι. Πρέπει να ξέρω τι θέλουν οι σύλλογοι, προτού το γνωστοποιήσουν. Μία καλή μετεγγραφή είναι σαν τον γάμο. Προχωράει, επειδή ο ένας θέλει τον άλλον».

Στο γήπεδο δεν θα τον δει κανείς, σχεδόν ποτέ. Προτιμά την τηλεόραση. Διαφορετικά, θα έπρεπε κάθε βράδυ να βρίσκεται σε άλλη πόλη, προκειμένου να παρακολουθήσει τους παίκτες του. Εξακολουθεί να κάνει τα ραντεβού του με εκπροσώπους των μεγάλων ευρωπαϊκών συλλόγων φορώντας τζιν και μπλουζάκια. Συνήθως κυκλοφορεί με φόρμες. Δεν τον νοιάζει, τι λένε γι’ αυτόν. «Είμαι σε αυτόν τον κόσμο, όχι για να με αγαπούν, αλλά για να κάνω το σωστό για τους παίκτες μου. Είμαι στην υπηρεσία τους», λέει. Παραδέχεται ότι είναι αντιπαθής, οτι δεν έχει κανέναν φίλο πέρα από τους πελάτες του. Μαζί τους θα απολαύσει μια χαλαρωτική βουτιά στην πισίνα ή ένα γεύμα, στο οποίο θα παραγγείλουν πολλά και φάει τα περισσότερα.

Οταν βρίσκεται στο Μόντε Κάρλο, αν δεν μιλάει στο τηλέφωνο, θα παίζει με τα παιδιά του Playstation ή θα πίνει το αγαπημένο του τσάι. Αυτές τις ημέρες… τρέχει και δεν φτάνει, για να βγει αληθινή μια προφητεία του. Οταν η Γιουνάιτεντ είχε αφήσει τον Πογκμπά να πάει στη Γιουβέντους με μόλις 950.000 ευρώ, ο διάσημος ατζέντης είχε παρομοιάσει τον γάλλο παίκτη με τον Βαν Γκογκ, και είχε προβλέψει οτι σύντομα θα πουληθεί πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό το «σύντομα», έφτασε.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...