Η Μάντσεστερ Σίτι αποδείχτηκε πολύ λίγη για να εμποδίσει τη 14η συμμετοχή της Ρεάλ Μαδρίτης σε τελικό Champions League/Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Το βράδυ της Τετάρτης -στο «Μπερναμπέου»- κάποια σκόρπια, τρομαγμένα εκατομμύρια είχαν να αντιμετωπίσουν την τεχνογνωσία των δέκα τροπαίων. Ενα αυτογκόλ (σέντρα – σουτ του Μπέιλ που κόντραρε στον Φερνάντο, στο 20′) χάρισε στη Ρεάλ την πρόκριση. Πολύ πιο εύκολα απ’ όσο δείχνει το τελικό σκορ (1-0), αφού η Σίτι έκανε δυο φάσεις όλες κι όλες. Ο Πεπ Γκουαρντιόλα θα κατάλαβε -παρακολουθώντας τον ημιτελικό από την τηλεόραση- πόση πολλή δουλειά τον περιμένει στο Μάντσεστερ.
Προηγουμένως, όμως, τον Ζινεντίν Ζιντάν και τον Ντιέγο Σιμεόνε τους περιμένει η Μεγάλη Κούπα, στις 28 Μαΐου, στο «Σαν Σίρο» του Μιλάνο. Η Μαδρίτη πανηγυρίζει -ήδη- το ενδέκατο τρόπαιό της, αφού και οι δυο φιναλίστ είναι δημότες της. Είτε η Ρεάλ το σηκώσει είτε η Ατλέτικο, εκείνο το βράδυ θα γίνει η πρωτεύουσα της ποδοσφαιρικής ευρώπης. Η πόλη με τις περισσότερες (11) κατακτήσεις, ξεπερνώντας κατά μια την οικοδέσποινα του τελικού.
Μεγάλο παράσημο για το ισπανικό ποδόσφαιρο. Αλλά για ποιο ποδόσφαιρο; Της επιθετικής μηχανής του Ρονάλντο και των λοιπών αστέρων ή των πιστών στρατιωτών του άρχοντα της καταστροφής και της αμυντικής σκοπιμότητας; Διότι αυτή η επανάληψη του τελικού του 2014 δεν θα είναι απλώς μια αναμέτρηση δυο ομάδων. Θα είναι η σύγκρουση δυο αντίθετων ποδοσφαιρικών κόσμων.
Η συζήτηση πυροδοτήθηκε -στα social media- από τα μεσάνυχτα, αμέσως μόλις «κλείδωσε» αυτό το αταίριαστο ζευγάρι. Ποιος αξίζει περισσότερο την Κούπα; Το θέαμα ή η τακτική; Η ποιότητα ή το πάθος; Η ανωτερότητα ή η ευφυία; Ο «άγγελος» του κανονικού ποδοσφαίρου -ο Ζιντάν- ή ο «διάβολος» του αντιποδοσφαίρου, ο Σιμεόνε;
Η Ρεάλ είναι το «κανονικό ποδόσφαιρο». Μια ομάδα προγραμματισμένη να παίζει την μπάλα της -εξαιρετική ή μέτρια, αναλόγως με τα φεγγάρια της- με τον ίδιο τρόπο ασχέτως αντιπάλου, η οποία προσπαθεί να εκμεταλλευθεί την ατομική ανωτερότητα των πανάκριβων «παιχταράδων» της. Με τις ντρίμπλες τους, τους συνδυασμούς, τους αυτοματισμούς και όλα τ’ άλλα -τα γνωστά- μαγικά κόλπα τους. Οπως εξήγησε προσφάτως ο Τσάβι στην ισπανική τηλεόραση, «οι μεγάλες ομάδες όπως η Ρεάλ και η Μπαρτσελόνα δεν μπορούν -και δεν θέλουν- να παίζουν όπως η Ατλέτικο. Οφείλουν να αφήνουν στην άκρη τις σκοπιμότητες και να μένουν προσκολλημένες στο δικό τους αγωνιστικό στιλ».
Η Ατλέτικο είναι το «αντιποδόσφαιρο». Δασκαλεμένη από τον εκνευριστικό και προκλητικό μαυροντυμένο προπονητή της, για να καταστρέφει τις προσπάθειες των αντιπάλων και να χαλάει τον ρυθμό του παιχνιδιού. Με παίκτες που δεν διστάζουν να κλωτσούν και τους συναδέλφους τους απέναντι -εκτός από την μπάλα- να παίζουν θέατρο, να κάνουν καθυστερήσεις, να προσπαθούν να «κλέψουν» τη νίκη με οποιονδήποτε τρόπο. Με όποια πονηριά μπορεί να κατεβάσει το κεφάλι τους. Είναι οι καταστροφείς της χαράς του παιχνιδιού.
Αυτά είναι τα στερεότυπα. Λογικά, ως έναν βαθμό. Ακόμα και οι ίδιοι οι οπαδοί της Ατλέτικο θα προτιμούσαν, η ομάδα τους να παίζει σαν τη Ρεάλ. Αλλά υπάρχει και ο αντίλογος: Αν η Ατλέτικο έπαιζε σαν τη Ρεάλ (χωρίς τους ποδοσφαιριστές που διαθέτει η Ρεάλ), θα είχε φτάσει μέχρι εδώ; Θα είχε καταφέρει να αποκλείσει την Μπαρτσελόνα και την Μπάγερν; Θα μπορούσε ποτέ, η οποιαδήποτε Ατλέτικο, να κοιτάξει στα μάτια μια ομάδα ανώτερη, παίζοντας το ίδιο -χωρίς σκοπιμότητες- ποδόσφαιρο; Δεν είναι κι αυτή, μια χαρά του παιχνιδιού; Το να μπορεί -πού και πού- ο Δαυίδ να νικήσει τον Γολιάθ, και να μην είναι όλα προβλέψιμα;
Η Ρεάλ, η οποία τις τελευταίες ημέρες του Ράφα Μπενίτεθ στον πάγκο της θρηνούσε μια χαμένη σεζόν, «αναστήθηκε» με τον Ζιντάν, κυρίως χάρη στον πιο συντηρητικό τρόπο παιχνιδιού που της επέβαλε ο νέος προπονητής
Το ρεαλιστικό αντιποδόσφαιρο είναι αποκρουστικό, ως θέαμα, αλλά κρύβεται -λίγο ώς πολύ- πίσω από όλα αυτά που αποκαλούμε «θαύματα των γηπέδων». Από το ελληνικό έπος του 2004, από το απίθανο φετινό κατόρθωμα της Λέστερ και, τώρα, από τη δεύτερη παρουσία της Ατλέτικο σε τελικό Champions League την τελευταία τριετία. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, δηλαδή, που η Μπάγερν -η οποία έπαιξε μεγάλη μπάλα επί Γκουαρντιόλα- αποκλείστηκε ισάριθμες φορές στα ημιτελικά. Και που κοτζάμ Μπαρτσελόνα και Ρεάλ τα κατάφεραν μόνο μία φορά.
Το έσχατο επιχείρημα, για όποιον θέλει να παραστήσει τον συνήγορο του διαβόλου, είναι η ίδια η σύγχρονη ιστορία της Ατλέτικο. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, για να υποστηρίζεις αυτή την ομάδα θα έπρεπε να είσαι… χτυπημένος. Η μισή Μαδρίτη πανηγύριζε τους τίτλους της Ρεάλ, ενώ η άλλη μισή ζούσε στη βαριά σκιά της «Βασίλισσας». Ακόμα και στις πολύ μεγάλες δόξες της (1960-1980), η Ατλέτικο πήρε μόλις τέσσερις τίτλους. Σε αυτή την εικοσαετία, η Ρεάλ κατέκτησε 14 Πρωταθλήματα. Η Ατλέτικο ήταν μία ομάδα soft, συμφιλιωμένη με την αποτυχία. Η… πριγκίπισσα του «δε βαριέσαι». Μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011, που κατέφθασε ο Σιμεόνε. Επί των ημερών του, η σκοτεινή πλευρά της Μαδρίτης φωταγωγήθηκε. Ο Αργεντινός τεχνικός της έδωσε χαρά και περηφάνεια. Με τον δικό του, αντιτουριστικό τρόπο, που έκανε τους εχθρούς του να τον μισούν. Αλλά και να τον θαυμάζουν, είναι αλήθεια.
Η ίδια η Ρεάλ, η οποία τις τελευταίες ημέρες του Ράφα Μπενίτεθ στον πάγκο της θρηνούσε μια χαμένη σεζόν, «αναστήθηκε» με τον Ζιντάν, κυρίως χάρη στον πιο συντηρητικό τρόπο παιχνιδιού που της επέβαλε ο νέος προπονητής. Επαψε να είναι αφελής στην άμυνα, έγινε πιο συμπαγής, πιο «κυνική». Οι περισσότεροι δεν θα το έχουν προσέξει, όμως οι «Μερένχες» είναι η ομάδα που μετράει τα περισσότερα ματς (εννέα, πιο πολλά και από την Ατλέτικο) με μηδέν παθητικό στο φετινό Champions League. Η Ρεάλ δεν έγινε Ατλέτικο -ούτε γι’ αστείο- όμως αναγκάστηκε να γίνει λιγότερο θεαματική και πιο αποτελεσματική, στον βωμό του αποτελέσματος.
Προτού καν γίνει… προπονητής, ο Ζιντάν κατάφερε με την ποδοσφαιρική ευφυία του (και την εύνοια της κλήρωσης) να οδηγήσει την ομάδα του εκεί που απέτυχαν να φτάσουν η Μπαρτσελόνα και η Μπάγερν. Μάλιστα, η Ρεάλ ισοφάρισε το ρεκόρ της Μπαρτσελόνα, με τους περισσότερους ευρωπαϊκούς τελικούς (18). Και ο Ζιντάν έγινε ο πρώτος Γάλλος τεχνικός που θα εμφανιστεί σε τελικό Champions League, μετά τον Βενγκέρ το 2006.
Αν κατακτήσει την κούπα, θα γίνει ο έβδομος τεχνικός που θα την έχει σηκώσει και ως ποδοσφαιριστής. Οι έξι της λίστας είναι, ο Μουνιόθ, ο Τραπατόνι, ο Κρόιφ, ο Αντσελότι, ο Ράικαρντ και ο Γκουαρντιόλα. Αν όχι, θα έχει να λέει οτι τα κατάφερε καλύτερα από τον Γκουαρντιόλα και τον Λουίς Ενρίκε, αλλά και οι τρεις τους νικήθηκαν από τον προπονητή που πούλησε την (ποδοσφαιρική) ψυχή του στον διάβολο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News