Η Φραγκογιαννού του Αλέξανδρου Παπαδιάμαντη είναι ένα «τέρας που έχει μια φωτεινότητα» για τον σπουδαίο συνθέτη Γιώργο Κουμεντάκη (υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού της Εναλλακτικής Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος). Είναι η ηρωίδα της «Φόνισσας», της όπερας που έγραψε έπειτα από επτά χρόνια εξαντλητικής έρευνας με αφετηρία το κείμενο του Παπαδιαμάντη και μετεγγραφής στην παρτιτούρα της ίδιας της βιωματικής μνήμης, μαζί με την ορμή της δημιουργίας του και την ικανότητά του να διαχειρίζεται τόσα διαφορετικά είδη μουσικής σύνθεσης, συμπεριλαμβάνοντας ισοκρατήματα, μοιρολόγια, αυτοσχεδιασμούς.
Ο Γιώργος Κουμεντάκης λίγες μέρες πριν την νέα παρουσίαση της «Φόνισσας» από την Εθνική Λυρική Σκηνή -και πάλι στο Μέγαρο Μουσικής- μίλησε στο Protagon για την διαδικασία της σύνθεσης, για τους λόγους που θέλει να δούμε το ανθρώπινο πρόσωπό της Φραγκογιαννούς, για τον τρόπο και τον χώρο όπου έγραψε τα τελευταία καθοριστικά 15 λεπτά της. Μας μιλάει όμως και για την περίπτωση του Γιαν Φαμπρ και στέλνει ένα μήνυμα στον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
Eνάμιση χρόνο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα της η «Φόνισσα» επιστρέφει. Και ξαφνικά, με όσα μεσολάβησαν, με τόση βία και αφανισμό που γευθήκαμε τους τελευταίους μήνες, μου φαίνεται λιγότερο φρικτή.
Δεν είναι όμως. Ερχεται από πολύ σκοτεινές περιοχές. Ακόμη και συντηρητικά να το δεις, έδωσε την ευκαιρία στον εαυτό της να χάσει την ανθρώπινη ισορροπία. Και αυτό ήταν δική της επιλογή. Αυτό που ζούμε γύρω μας δεν είναι επιλογή μας.
Και η περίπτωση των τρομοκρατών; Παρίσι, Βρυξέλλες, ISIS…
Εκεί υπάρχει ένα υπόβαθρο που τους ωθεί να στηρίξουν έναν χώρο που μέσα τους είναι ιερός. Είναι ένας πόλεμος. Η Φραγκογιαννού έκανε έναν εσωτερικό πόλεμο. Αυτός ο πόλεμος με τον εαυτό της είχε πολλές και διαφορετικές προεκτάσεις. Βλέπεις πως μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη έχει μια εξέλιξη: αλλιώς ξεκινάει και αλλιώς τελειώνει. Οι επιλογές της –είτε είναι κάτι που επιδιώκει, είτε είναι κάτι που έρχεται ανεξέλεγκτο από μέσα της- μεταμορφώνουν τον ίδιο της τον ψυχισμό. Είναι ένα πρόσωπο που μετουσιώνεται σε κάτι άλλο. Σαν να είναι ο καθρέπτης του εαυτού της: ο ένας είναι πολύ σκοτεινός και ο άλλος πολύ φωτεινός. Και δεν ξέρει ποιος και σε ποια στιγμή υπερέχει. Είναι σαν να μουτζουρώνει την ίδια της την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτή δε η πορεία που είναι τόσο σκοτεινή, περίεργη και εσωστρεφής την απογυμνώνει τη Φραγκογιαννού από αυτό που έχουμε συνηθίσει να είναι ο ανθρωπισμός, χάνει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Κάνοντας μια τελευταία βουτιά στον εαυτό της, μέσα σε αυτό τον τεράστιο κόσμο της μαύρης τρύπας, είναι σαν να υπάρχει μια δεσμίδα φωτός στην περιφέρεια (σχηματίζει με το χέρι έναν κύκλο). Αλλά το σκοτάδι είναι πάντα σκοτάδι.
Πώς αντιμετωπίσατε εσείς αυτό το σκοτάδι;
Είναι το κομμάτι που αγάπησα περισσότερο σε αυτήν. Είδα όλα αυτά τα πρόσωπα, την είδα απογυμνωμένη από την ίδια της την ύπαρξη στο βάθος της ψυχής της. Τώρα το βλέπω ακόμα περισσότερο: όλο αυτό το σκοτεινό κομμάτι τώρα αρχίζει να φωτίζεται μέσα μου πραγματικά. Και πια δεν είναι μόνο η συμπάθεια ενός τέρατος που καταρρέει, αλλά είναι και το τέρας που έχει μια φωτεινότητα σε ένα άλλο επίπεδο.
Ποιο είναι αυτό το επίπεδο;
Δεν ξέρω. Το επίπεδο του εαυτού της; Του θεού; Της κοινωνίας; Η τελευταία πράξη της όπερας για μένα έχει αυτή τη δύναμη. Είναι κάτι που συνεχώς περνάει από το μυαλό μου. Είναι σαν να συνομιλεί με τον ίδιο της τον εαυτό. Υπάρχει μια προσωπικότητα επί σκηνής, με όλα αυτά που έχει κάνει, όλους τους φόνους, όλη τη σκοτεινή διαδρομή, το έρεβος και ξαφνικά υπάρχει ένας άλλος εαυτός που βρίσκεται έξω από αυτήν και έρχεται σαν εφιάλτης. Αυτή η συνομιλία των δύο κόσμων στην τελευταία της κατοικία πριν φύγει ήταν για μένα και το τελικό νεύμα σε σχέση με το έργο, με τον Παπαδιαμάντη, με τη μουσική και με το γιατί η όπερα αυτή έπρεπε να γίνει.
Αρα ήταν το τέλος αυτό που σας οδήγησε στη συνολική σύλληψη και σύνθεση;
Εκεί κατάλαβα πως η Φραγκογιαννού ήταν δύο πρόσωπα. Δύο διαφορετικές οντότητες. Υπήρχε ένας διχασμός. Είναι σαν να μην βρήκε ποτέ τη γαλήνη μέσα της, σαν να μην ταυτίστηκαν ποτέ οι δύο εαυτοί της.
Μέσα από ποια διαδικασία χτίσατε την τελευταία σκηνή που είναι υψηλής έντασης, σχεδόν καθηλωτική;
Το έκανα μέσα από μια ιδέα που μου ήρθε όταν ήμουν με τον πατέρα μου στο νοσοκομείο και καθόμουν τα βράδια μαζί του σε έναν θάλαμο. Οταν πέφτει το φως, όταν νυχτώνει και όλοι ξεκουράζονται, δημιουργείται μια περίεργη ηρεμία. Είναι η ησυχία της σιωπής που δεν ξέρεις αν θα ξημερώσει η ίδια μέρα με πριν. Είναι μια ησυχία πολλή πηχτή. Το σκοτεινό μέρος της ψυχής της Φραγκογιαννούς έχει μια τέτοια περίεργη σιωπή, του σκοταδιού που νομίζεις ότι είναι ήσυχα αλλά από κάτω υπάρχουν δονήσεις. Εκεί που καθόμουν και έγραφα την τελευταία σκηνή -γιατί εκεί έγραψα το τελευταίο δεκαπεντάλεπτο της Φόνισσας- άκουγα όλες αυτές τις φοβερές φωνές ανθρώπων που κάτι κακό τους συνέβαινε. Κάποιος πέθαινε, κάποιον έφερναν με ασθενοφόρα, ποδοβολητά, τρεξίματα, κραυγές, βαθιές αναπνοές. Και όμως όλο αυτό δεν ήταν σε αντιπαράθεση με τη σκοτεινή σιωπή του θαλάμου.
Δηλαδή;
Απλώς ήταν σαν -θεατρικά το λέω- να παίρνει μια άλλη διάσταση αυτή η πυκνή σιωπή. Του θαλάμου. Γινόταν μια κραυγή. Ηταν σαν να εκφραζόταν ο μέσα κόσμος από τον εξωτερικό κόσμο. Δεν ήταν αντίθεση, ήταν καθρέφτισμα του ίδιου πράγματος: το ένα στην απόλυτή του ένταση αφού το κακό είχε συμβεί και έπρεπε ο άλλος να ουρλιάξει για να φτάσει σε ένα σημείο να το βγάλει από μέσα του και το άλλο, το μέσα, που προσπαθούσε να βρει την ευκαιρία, να βρει τη ρωγμή για να το εκτινάξει προς τα έξω. Αν σε αυτό το θάλαμο συνέβαινε κάτι δραματικό, αν κάποιος πέθαινε το μέσα θα γινόταν έξω.
Πώς το επεξεργαστήκατε όλο αυτό;
Αυτό μου έδωσε την ιδέα να περάσω όλες τις εσωτερικές φωνές της Φόνισσας εκτός σκηνής. Ετσι έβαλα τη χορωδία έξω από τη σκηνή. Δεν μου αρκούσε να είναι μόνη της. Μόνη της η Φόνισσα, η Φραγκογιαννού, είναι αυτό που ξέρουμε. Ομως αυτό που ήταν μέσα της έχει μετακομίσει ήδη σε έναν χώρο που δεν γνωρίζω. Αρα γιατί να μην το βγάλω εκτός σκηνής; Και μάλιστα μέσα από τη χορωδία για να υπάρχει μια ανάπτυξη: ένας άνθρωπος που γίνεται το σύνολο, γίνεται πια ο κόσμος όλος, γίνεται το σύμπαν. Είναι η ίδια και το σύμπαν της.
Και ακούγοντας τον όγκο των φωνών της χορωδίας χωρίς να τη βλέπουμε, ένα κύμα ανατριχίλας διαπερνούσε τους θεατές από τις πρώτες σειρές ως τα θεωρεία.
Αυτή η ανατριχίλα βοηθούσε να την δεις κάποια στιγμή με ανθρώπινο πρόσωπο. Κατέρρεε, αλλά ταυτοχρόνως στον δίπλα χώρο αναδυόταν στο υπερπέραν. Ηταν η διαφορά δύο κλιμάκων που έβλεπες την μία και άκουγες την άλλη.
Την έβλεπες πιο ανθρώπινα. Το θέλετε αυτό, θέλετε να δούμε την Φραγκογιαννού σαν άνθρωπο.
Το θέλω, ναι. H διαδρομή που έκανα με έπεισε. Ξεκίνησα με το να δω τι είναι αυτό το πρόσωπο. Επειδή ήταν εξαιρετικά πολύπλοκο κάποια στιγμή την άφησα στην άκρη. Περισσότερο ταξίδευα με τον Παπαδιαμάντη που πολλές φορές ταυτιζόταν μέσα μου μαζί της. Κάπως έτσι οι σκέψεις της άρχισαν να φεύγουν και να κατακλύζονται από μουσική.
Αρχισαν οι νότες να μπαίνουν στη θέση της σκέψης της;
Ακριβώς. Οταν έγινε αυτό κατάλαβα ότι από αλλού ξεκίνησα και αλλού πήγαινα. Αναρωτιόμουν: Τι είναι ο Παπαδιάμαντης; Τι είναι η Φόνισσα; Τι είμαι εγώ που γράφω την όπερα; Πλέον δεν είμαι εγώ μέσα στο έργο, είναι οι ερμηνευτές, οι χαρακτήρες, η ερμηνεία του Βασίλη Χριστόπουλου που την έχω διαρκώς στα αυτιά μου. Και το σκηνικό τώρα φαίνεται ακόμα πιο καθοριστικό για το έργο.
Δεν τελείωσε όμως η «Φόνισσα» για εσάς με την πρώτη της παρουσίαση, έτσι δεν είναι;
Δεν είναι ένα κομμάτι που έληξε, που τέλειωσε τον Νοέμβριο του 2014. Δεν έβαλα τελεία, αλλά αποσιωπητικά. Και συνεχίζω μαζί τους. Αν ποτέ αυτή η όπερα γίνει ρεπερτόριο, τότε κάθε φορά που θα παρουσιάζεται θα έχει πιο έντονο τον λόγο για τον οποίο μπορεί να υπάρξει. Κάθε φορά θα είναι και πιο ώριμη μέσα από τις συνεχείς επαναλήψεις, τις συνεχείς ερμηνείες, καθώς θα περνά σε άλλους μαέστρους, μουσικούς…
Εχω ακούσει πως έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για τη «Φόνισσα» ο διευθυντής της Metropolitan Opera.
Ναι, είναι αλήθεια. Μακάρι να καρποφορήσει. Θα ήταν υπέροχο να φύγει, να γίνει συμπαραγωγή με άλλες Οπερες στο εξωτερικό. Τα έργα πρέπει να ταξιδεύουν. Εργα μου παίζονται συχνά στο εξωτερικό και σας διαβεβαιώ δεν με ενδιαφέρει τόσο αν θα παιχτούν σωστά. Ακόμη και κακά να παιχτεί ένα έργο βλέπεις πως παραμένει ένας ζωντανός οργανισμός. Για μένα είναι τρομερή τύχη ότι μέσα σε ενάμιση χρόνο παρουσιάζεται ξανά η Φόνισσα. Αυτό σημαίνει ότι κάποια πράγματα που είχαμε ψηλαφίσει, τώρα υπάρχει η περίπτωση να τα δούμε πιο ολοκληρωμένα, πιο ανάγλυφα.
Οταν μιλούσαμε τον Νοέμβριο του 2014 μου είχατε πει πως με τη «Φόνισσα» αρχίζει μια νέα εποχή για εσάς.
Ναι ήδη διαγράφεται. Ηδη έχω γράψει δύο έργα και ξεκινώ την έρευνα μου για κάτι πολύ διαφορετικό που την επόμενη πενταετία θα είναι μια νέα όπερα, πάλι τέτοιων διαστάσεων. Δεν μπορώ να πω όμως το θέμα, μόνο ότι είναι εξαιρετικά ιδιαίτερο αλλά καθόλου στη γραμμή της Φόνισσας. Εκεί θα τελειώσει η Φόνισσα, όταν θα έρθει το επόμενο έργο θα κλείσει για μένα ο κύκλος της.
Στα προτερήματα της όπερας σας είναι και η ελληνικότητα που διαθέτει, χωρίς να την εκβιάζει, να την επιβάλλει. Την προσλαμβάνεις από τις διαδρομές της μουσικής, τα θροΐσματα της Σκιάθου που ακούς, την ψυχή του Παπαδιαμάντη…
Τα ακούς όλα αυτά γιατί ότι έρχεται από την παράδοση εντός μου, ξαναβγαίνει στη σύνθεση, δουλεμένο όμως μέσα από τη μνήμη. Η μνήμη γίνεται εμπειρία. Με έναν τρόπο αρκετά ήπιο και διακριτικό, με σεμνότητα. Μετά από πολλή σπουδή και έρευνα βρήκα έναν τρόπο να το αποδίδω αυτό, μέσα από τη μνήμη. Είναι αυτό που έρχεται και ξαναγεννιέται χωρίς να είναι το ίδιο. Είναι απόλυτα αφομοιωμένη παράδοση.
Ερχεται με τόσο φυσικό τρόπο.
Ναι, διότι αν δεν ήταν απόλυτα φυσικός ο τρόπος θα ήταν φολκλόρ. Γιατί αν έπαιρνα το ατόφιο -στα πολυφωνικά ή οπουδήποτε αλλού- θα ήταν εντελώς ξένο. Ενώ τώρα ξαναγράφεται όπως μου το υπαγορεύει η μνήμη μου. Ερχεται ακριβώς με την ίδια λογική που λειτουργεί η όσφρηση. Πως μυρίζοντας κάτι σου έρχεται η μνήμη; Ακούγοντας κάτι σου έρχεται η μνήμη.
Ισχύει πως ασχοληθήκατε επτά χρόνια με την έρευνα και τη δημιουργία της όπερας αυτής;
Απολύτως. Θα σας πω ένα παράδειγμα: ένα κομμάτι σημαντικό της παράδοσης είναι ο αυτοσχεδιασμός. Επρεπε να βρω έναν τρόπο να τον εντάξω μέσα στη γλώσσα μου, έτσι γραμμένο, ώστε να σου δίνει πάντα την εντύπωση ότι παίζεται για πρώτη φορά, ότι ο μουσικός αυτοσχεδιάζει. Αυτό για να αποδοθεί στην παρτιτούρα θέλει ένα ολόκληρο σύστημα. Δεν είναι απλό, ούτε είναι εύκολο να βρεις τον τρόπο ώστε κάτι που παίζεται κάθε φορά ίδιο, να σου δίνει την εικόνα ότι εκείνη τη στιγμή που το ακούς προκύπτει από αυτοσχεδιασμό. Κατάλαβα τι είναι το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, όπως κατάλαβα τι είναι το στοιχείο του ισοκρατήματος. Τα έφερα στην επιφάνεια από έναν άλλο δρόμο, όχι από τον δρόμο της απόλυτα πιστής παραδοσιακής απόδοσης. Ηταν αυτό που συνεχώς παρέκκλινε. Αρα έπαιρνα μόνο το άρωμά του. Αντιλαμβάνεσαι μέσα από αυτή τη διαδικασία ότι είναι κάτι πολύ αναγνωρίσιμο, ξέρεις από πού έρχεται, αλλά σου αφήνει και όλα τα μυστήρια ορατά.
Μιλώντας για ελληνικότητα δεν μπορώ να μη σας ζητήσω να σχολιάσετε το φιάσκο με τον Φαμπρ στο Ελληνικό Φεστιβάλ.
Η πρόθεση ήταν σίγουρα καλή, όμως μάλλον δεν υπήρξε ο συντονισμός της πολιτείας με τον Φαμπρ. Αυτή η απόσταση της συνεννόησης φαίνεται πως δημιούργησε την εκρηκτική κατάσταση που ζήσαμε. Πιαστήκαμε όλοι μας και αποκωδικοποιήσαμε με μεγάλη ταχύτητα αυτά που έλεγε ο Φαμπρ, ο οποίος με εντελώς ανάρμοστο τρόπο αφιέρωσε το Φεστιβάλ στον ίδιο και στην πατρίδα του. Δεν ήξερε σε τι Φεστιβάλ ερχόταν.
Είναι persona non grata o Γιαν Φαμπρ;
Όχι, δεν είναι πρόσωπο ανεπιθύμητο. Αυτό ήταν μια υπερβολή. Ομως και ο ίδιος ήταν υπερβολικός. Χωρίς να ξέρει τίποτα από την ιστορία του Φεστιβάλ άρχισε με τους συνεργάτες του να παραδίδουν μαθήματα σε πρώτο επίπεδο. Φαινόταν ότι κάτι είχε οραματιστεί βέβαια.
Κάτι είχε «αυνανιστικά» οραματιστεί.
Ναι, αλλά είναι αυτού του είδους η τέχνη του. Σε όλα τα έργα του που έχω δει, ο Φαμπρ είναι το κέντρο του έργου. Παράγεται τέχνη από το πώς είναι ο ίδιος. Είναι η προβολή του εαυτού του. Ομως, απαξίωσε την ελληνική πραγματικότητα και με έκανε να αισθανθώ αποκλεισμένος. Σκεφτόμουν συνέχεια «έκλεισε άλλος ένας υγιής χώρος, άλλο ένα πεδίο έκφρασης». Εκλεισε άλλο ένα κομμάτι πολιτισμού. Και τα τελευταία χρόνια όλα κλείνουν στον πολιτισμό, δεν ανοίγει κάτι νέο. Υπάρχει μια φθορά. Αυτό ήταν πολύ ατυχές. Δεν έπρεπε να το αφήσουμε να συμβεί.
Και το στοίχημα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, του νέου καλλιτεχνικού διευθυντή;
Ξέρω ότι είναι ένα αδιανόητα δύσκολο πεδίο. Με την προϊστορία του Γιώργου Λούκου, με αυτό που έγινε στο ενδιάμεσο και με τον ελάχιστο χρόνο που έχει νομίζω μόνο υποστηρικτικοί μπορούμε να είμαστε, προκειμένου για να μη διαλυθεί η ιδέα «Φεστιβάλ Αθηνών» που είναι κάτι πολύτιμο.
Θα ήταν τόσο κακό να μη γίνει φεστιβάλ μια φορά;
Ναι. Θα ήταν τρομακτικό. Οταν κλείνει μια πόρτα στην Ελλάδα δεν ξέρεις ποτέ αν θα ξανανοίξει και πώς θα ξανανοίξει. Δεν θέλω μια πόρτα μισάνοιχτη. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν ξέρω τι σχεδιασμό θα κάνει ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής, αλλά ελπίζω να μην αποκλειστεί η μουσική. Το Φεστιβάλ αυτό ξεκίνησε, ανδρώθηκε, έφτασε σε αυτό το τεράστιο πεδίο επειδή στηριζόταν από την έννοια μουσική. Μετά ήταν ο χορός, η όπερα, το θέατρο. Τώρα έχουν αντιστραφεί τελείως τα πράγματα. Η μουσική είναι ανύπαρκτη. Αν η μουσική μείνει εκτός τότε η αντίδραση μου θα είναι απουσία και περιφρόνηση. Δεν μπορεί να γίνει η μουσική διακοσμητικό στοιχείο. Και αν δεν ξέρουν να το κάνουν ας ρωτήσουν αυτούς που ξέρουν να το κάνουν.
Info
Η Φόνισσα
Ποιητικό κείμενο: Γιάννης Σβώλος, βασισμένο στο ομώνυμο “κοινωνικόν μυθιστόρημα” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης
15, 16, 17, 20 Απριλίου 2016
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών – Αίθουσα Α. Τριάντη
Ώρα έναρξης: 20.00
Σκηνικά: Πέτρος Τουλούδης
Κοστούμια: Πέτρος Τουλούδης – Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι
Διεύθυνση Χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση Παιδικής Χορωδίας: Μάτα Κατσούλη
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News