Ο παππούς της είχε το πρακτορείο εφημερίδων της Καλαμάτας. Παιδί ακόμα διάβαζε κάθε έντυπο που έβρισκε εκεί μέσα, νιώθοντας μια ανεξήγητη για την ηλικία της έλξη για τα χρονογραφήματα. «Εγραφαν για πράγματα που δεν καταλάβαινα, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ να τα διαβάζω. Ηταν μαγικό το γεγονός πως είχα καταλάβει τη γοητεία του χρονογραφήματος. Ελεγα “για κοίτα, μπορεί κάποιος να γράφει και έτσι”. Με ανακούφιζε τόσο αυτό. Μου άρεσε ο τρόπος που χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα για να διαχειριστούν δυσάρεστα πράγματα με έναν σκωπτικό τρόπο που τους επέτρεπε να πάνε ακόμα πιο βαθιά. Αυτή είναι η αντίσταση του κοινού ανθρώπου απέναντι σε αυτό που συμβαίνει, απέναντι στην ιστορία».
Είχε αποφασίσει να γίνει χρονογράφος –ντρεπόταν όμως να το πει. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία, δούλεψε ως καθηγήτρια σε ένα σχολείο σε χωριό της Μεσσηνίας, γεγονός που σήμερα το περιγράφει ως «σκανδαλώδες!». Είχε αρχίσει όμως να δίνει κείμενα σε διάφορα έντυπα. Η επιστροφή της στην Αθήνα την οδήγησε στην μορφή της αρθρογραφίας που αγαπούσε: Ποντίκι, Βήμα, Νέα, τον τελευταίο χρόνο Athens Voice. Και μετά, κάποια δύσκολα θεατρικά κείμενα που είχε χρόνια στο συρτάρι, ανασύρθηκαν, τα πήρε στα χέρια της η Σοφία Φιλιππίδου και δυο εξ’ αυτών τα βλέπουμε στην παράσταση των sold out «Καρφίτσες στα Γόνατα» στο Από Μηχανής Θέατρο. Πρόκειται για τα μονόπρακτα «Διανυκτευρεύον» και «Η Προσπερίνα και ο ναύτης».
Δεν έχει μετανιώσει για κάποιο από τα χιλιάδες κείμενα που έχει γράψει. «Αν με ρωτάς αν νιώθω πως έχω αδικήσει κάποιον, ότι δεν υπολόγισα σωστά, θα σου πω όχι. Μεγαλύτερη αγωνία είχα όταν έγραφα κριτική βιβλίου. Γιατί εκεί είχαν έναν άνθρωπο απέναντί μου, όχι μία κατάσταση». Κάτι που δεν νιώθει, όμως, όταν γράφει με τον μοναδικό σκωπτικό, βαθύ, ξεγυμνωτικό τρόπο της για τον Αλέξη Τσίπρα. «Είναι η τεράστια αδυναμία μου, η τεράστια έμπνευσή μου. Αν δεν ήταν ο Τσίπρας τι θα έγραφα εγώ», λέει γελώντας. Ομως «ο Τσίπρας δεν είναι ένας άνθρωπος από αυτούς που λες “θα πιούμε μαζί έναν καφέ”. Είναι εκεί για να αντέχει και αυτά. Ο όποιος Τσίπρας. Πάντως, δεν είμαι τιμωρητική με αυτούς τους ανθρώπους. Καθόλου. Δεν έχω το συναίσθημα ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι ο χορός που θα την “πέσει” στους πρωταγωνιστές».
Αναλογίζεται πως ο Πρωθυπουργός παράγει απίστευτο υλικό, είναι μια αστείρευτη πηγή για χρονογράφημα και σκίτσα. «Ξέρεις, πιστεύω ότι η χώρα στέκεται χάρη στους σκιτσογράφους. Αυτοί μας σώζουν. Ευγνωμονώ τον Πετρουλάκη και τον Χαντζόπουλο. Μας δίνουν διαύγεια μέσα στην κόλαση που ζούμε. Ακριβώς για να μπορέσουμε να ζήσουμε».
Και η τέχνη; Η τέχνη πρέπει να μιλήσει για αυτό που συμβαίνει τώρα; Να γραφτούν κείμενα για αυτό που γεννιέται αυτή τη στιγμή, όπως έχει κάνει ο ΝτεΛίλο, για παράδειγμα; Οχι είναι η απάντησή της. Οχι πάνω στη «βράση» της ιστορίας. «Μόνο οι νέοι μπορούν να το κάνουν αυτό. Αν ήμουν νέα θα είχα γράψει για αυτό που συμβαίνει τώρα. Για έναν νέο αυτό που συμβαίνει τώρα είναι η αιωνιότητα που θα μείνει για πάντα», λέει η Ρούλα Γεωργακοπούλου. «Υπολογίζεις διαφορετικά τον χρόνο όταν μεγαλώνεις. Ο νέος είναι του “εδώ και τώρα”. Νομίζει ότι θα είναι για πάντα. Είναι αναγκαστικά ο άνθρωπος του παρόντος του. Για μένα όμως αυτό δεν είναι το παρόν, είναι ένα πράγμα που συμβαίνει και εξελίσσεται.»
Δεν μπορώ να συγχωρήσω το να τραβήξεις μια αποκήρυξη στην πραγματικότητα. Είναι νοσηρό. Πρέπει να παίρνεις θέση
Ο μεγαλύτερος φόβος που έχει –πέρα από τον προφανή για την υγεία- είναι η βία. Η τυφλή βία. Βία είναι για την Ρούλα Γεωργακοπούλου αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. «Με τρομάζει το παρανοϊκό κομμάτι που έχουν μέσα τους οι άνθρωποι. Που έχω μέσα μου κι εγώ. Με φοβίζει το γεγονός πως τείνει να νομιμοποιηθεί η παράνοια. Ναι, σε λίγο συνομιλητής μας θα είναι η παράνοια».
Προσπαθεί να μετουσιώνει το θυμό της σε χιούμορ. Λαχταρά να ακούσει κάτι έξυπνο, κάτι πρωτογενές, κάτι καινούργιο. Εχει καταπιαστεί με μια νέα μετάφραση –βρίσκει συναρπαστική την αναμέτρηση με την γλώσσα. Χαίρεται τόσο πολύ που η Ιωάννα Παππά, η πρωταγωνίστρια του θεατρικού της έργου «Μαρία Πολυδούρη» είναι υποψήφια για το βραβείο «Μελίνα Μερκούρη», αν και ξεκαθαρίζει πως δεν θέλει να αισθανθεί παράγοντας της ευτυχίας του άλλου. «Η Ιωάννα είναι ξεχωριστή. Δεν είναι άνθρωπος που εκβιάζει την οικειότητα του άλλου, που θέλει να έχει επαφές από ανασφάλεια ή ιδιοτέλεια».
Παρακολουθεί με ενδιαφέρον, τον τρόπο με τον οποίο η ενασχόληση με το facebook κάνει πολλούς που είχαν να γράψουν από τα φοιτητικά τους χρόνια, να ασχολούνται ξανά με τα κείμενα. Συντάσσουν παραγράφους, προσέχουν την ορθογραφία, το νόημα. Εκθέτουν τη γνώμη τους. «Δεν μπορώ να φανταστώ ένα σπίτι χωρίς χαρτί και μολύβι. Α ναι, και χωρίς μουσικά όργανα ακόμα και αν δεν ξέρει κάποιος μουσική. Μπορώ να φανταστώ ένα σπίτι χωρίς κατσαρόλες, αλλά όχι χωρίς μολύβι και χαρτί» λέει γελώντας. «Το γράψιμο συγκροτεί. Αποκτά εαυτό ο άλλος», παρατηρεί.
Δεν συγχωρεί την κουταμάρα. Τους ανθρώπους που ζουν ερήμην της πραγματικότητας. «Αυτούς που στην πρώτη φρίκη έφτιαξαν γύρω τους έναν πύργο με ωραία πράγματα. Βιβλία, φαγιά, λουλούδια, βόλτες, ηλιοβασιλέματα, θέατρα, συναυλίες. Κλείστηκαν και ζουν εκεί, χωρίς μια τρυπούλα για να βλέπουν έξω. Δεν μπορώ να συγχωρήσω το να τραβήξεις μια αποκήρυξη στην πραγματικότητα. Είναι νοσηρό. Πρέπει να παίρνεις θέση.»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News