Η παραλία είχε από πάνω της τα χαμόσπιτα της πόλης. Μια παράγκα φτιαγμένη με τσίγκους σέρβιρε χύμα ούζο με μεζέ στραγάλια. Το τζουκ μποξ έπαιζε το a caza di Rene που ήταν πολύ της μόδας. Ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα και οι πρώτες μαύρες BMW με καλάθι στο πλάι ήταν αραγμένα στην άμμο. Ένας πλούσιος είχε φέρει δική του ομπρέλα θαλάσσης και μια ψάθα για να ξαπλώνει από κάτω της. Τον κοιτάζαμε ξελιγωμένοι. Τα βράχια ήταν γεμάτα πεταλίδες. Τις σπούσαμε με μια πέτρα και τις τρώγαμε αμέσως. Τα καβουράκια τα βάζαμε μέσα σε τενεκάκια γεμάτα με θαλασσινό νερό και τα δείχναμε στους φίλους μας. Ένας απ’ αυτούς που είχε δική του μπάλα, ήταν ο άρχων της παρέας. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια όταν νόμιζα πως ο κόσμος ήταν αμετάβλητος και η ζωή κρατούσε εκατό αιώνες.
Η παραλία ήταν μικρή, χαμένη στην άκρη του αρχιπελάγους, προστατευμένη στις πλευρές της με πανύψηλους βράχους. Τα νερά της ήταν ήμερα, οι αέρηδες δυσκολεύονταν να φθάσουν ως εκεί κάτω με ένταση και να αναστατώσουν το μικρό της σύμπαν. Το καράβι που ήθελε δεκάξι ώρες ως το νησί και ο χωματόδρομος που απόσωνε στην άκρη της, απέτρεπε τις οικογένειες να φέρουν τα κλαψιάρικα πιτσιρίκια τους και τους κατόχους cabrio να κουβαλάνε τις αστραφτερές τους γκόμενες. Μόνο φρικιά και εξαϋλωμένοι σανδαλοφόροι κοτσιδάκηδες έφερναν τις χαμηλές σκηνές τους και τις έστηναν για βδομάδες κάτω απ’ τους χαμηλούς κέδρους. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου όταν νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένος.
Η παραλία ήταν κατάξανθη, φαρδιά και περιποιημένη ως την είσοδο του πεντάστερου, γεμάτη πολυτελή λευκά σκέπαστρα και άνετες ξαπλώστρες με παχιά υποστρώματα. Παραδόξως δεν μύριζε θάλασσα αλλά χρήμα, τουπέ και ματαιοδοξία. Ξύλινοι διάδρομοι δεν άφηναν την καυτή άμμο να ενοχλήσει τις πολύτιμες πατούσες των εκλεκτών λουομένων. Μπιτάτοι ρυθμοί τελευταίας εσοδείας σκέπαζαν τον ήχο του κύματος, γκαρσόνια με καλοκαιρινές στολές κουβαλούσαν δίσκους γεμάτους αλλόκοτα κοκτέιλς, κάνοντας ζικ-ζακ ανάμεσα σε βιζιτούδες με μπρούτζινα κορμιά. Σαπιοκοιλιάδες αραγμένοι κάτω απ’ τα κιόσκια σαν θαλάσσιοι ελέφαντες, δάγκωναν τα πούρα τους και σύγκριναν μεταξύ τους τις τιμές για κορίτσια και για κότερα. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου όταν νόμιζα πως είμαι πλούσιος.
Η παραλία είχε χαλικάκι, δυο ταβέρνες από πάνω, λίγα κακορίζικα αλμυρίκια στην επαφή της με τον δρόμο και αγροτικά αμάξια παρκαρισμένα από πάνω. Παιδάκια ούρλιαζαν κάνοντας βουτιές στα νερά από μια παμπάλαια προβλήτα στην άκρη της. Οι μανάδες τους, κάθε τόσο τους φώναζαν υστερικά να μην πνίξουν τον αδερφό τους και να βγουν απ’ την θάλασσα για να φάνε. Ψαροντουφεκάδες κοκορεύονταν για τους ροφούς τους, από την ταβέρνα ακουγόταν ο θριαμβικός χτύπος που κάνουν τα πούλια καθώς κάρφωναν τις εξάρες μέσα στο τάβλι. Στο απέναντι αλμυρίκι κάποιοι πλακώνονταν για τα πολιτικά, ο τύπος δίπλα μου ρουφούσε με θόρυβο τον φραπέ του. Δεν ξέρω αν μ’ ενοχλούσαν περισσότερο οι μπουρμπουλήθρες του ή η μυρωδιά του φυτοφάρμακου που απέπνεε το κορμί του αν και είχε βουτήξει στο νερό. Ξαδέρφια και συγχωριανοί με κοιτούσαν σαν ξενομερίτη και με ρωτούσαν «πως πάει» και «πόσα βγάζω». Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου όταν νόμιζα πως οι ρίζες μου με κάνουν ευτυχή και ισορροπημένο.
Η παραλία απλωνόταν ως εκεί που φτάνει το μάτι. Ελάχιστοι λουόμενοι είχαν απλώσει τις πετσέτες τους πάνω στην χοντρή αμμούτσα της, σε απόσταση πενήντα μέτρων ο ένας απ’ τον άλλον. Ξαπλωμένοι ανάσκελα διάβαζαν Ντοστογιέφσκι και Σιοράν. Η τουριστική αξιοποίηση προς το παρόν είχε ισοπεδώσει στην άλλη πλευρά του νησιού, τούτη εδώ είχε παραδοθεί στους ψαγμένους. Η παραλία ήταν ανοικτή από παντού, όλοι οι αέρηδες του στερεώματος ξεσπούσαν πάνω της. Τα μελτέμια του Αυγούστου την γέμιζαν αφρούς και έφερναν ντουζίνες θαλασσοπούλια που προσπαθούσαν να ισορροπήσουν πάνω στα ρεύματα του ανέμου. Τις σπάνιες φορές που η πλάση ησύχαζε, η παραλία ήταν ιδανική για μοναχικό περπάτημα και στοχασμό. Να σκεφτείς δίχως τους περισπασμούς της πλέμπας ποιος είσαι και που πας, τι μπορείς να κάνεις για τον εαυτό σου και τι για τους άλλους. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια όταν νόμιζα πως είχα εξουσία.
Η παραλία άκουγε τις διαλέκτους από όλες οι φυλές του Ισραήλ μαζί. Εγγλέζικα, φραντσέζικα, ιταλιάνικα, σπανιόλικα, ρούσικα. Η βαριά βιομηχανία του μαζικού τουρισμού σ’ όλη της την μεγαλοπρέπεια ήταν ξαπλωμένη στην υπόξανθη άμμο της. Βραχιολάκια φωσφόριζαν στους καρπούς πιωμένων Γερμαναράδων και ανέκφραστων Νορβηγών. Φιλιππινέζοι πηγαινοέρχονταν πουλώντας μασάζ για μια χούφτα δολάρια, ένας κεντροευρωπαίος πιτσιρικάς πρόσφερε στην καλή του μια επιχρυσωμένη αλυσιδούλα που αγόρασε από έναν πλανόδιο μαυρούλη κι αυτή στρίγκλιζε από χαρά. Θα πηδούσε ο νεαρός εκείνο το βράδυ. Τα μεσημέρια τρώγανε φρούτα που έπαιρναν κρυφά απ’ το πρωινό του ξενοδοχείου, τα άμαθα δέρματα τους ήταν καμένα απ’ τον μεσογειακό ήλιο. Κανένας δεν γνώριζε κανέναν, ούτε μιλούσε σε κανέναν. Εκεί περνούσα τα καλοκαίρια όταν νόμιζα πως δεν ήθελα ή δεν είχα ανάγκη κανέναν.
Η παραλία είναι μουχλιασμένη. Εκεί που σκάει το κύμα δεν έχει άμμο αλλά χώμα. Όταν μπω στο νερό, νιώθω το πόδι μου να χώνεται ως τον αστράγαλο σε μια παχιά απαίσια λάσπη. Το χρώμα της θάλασσας δεν είναι ούτε μπλε, ούτε πράσινο, ούτε τουρκουάζ. Είναι μολυβί. Σα να με καλεί να μπω μέσα της και να με μετατρέψει δια παντός σε ποντισμένο άγαλμα του βυθού της. Στις παρυφές της κυκλοφορούν μόνο λίγα ανθρώπινα ερείπια. Έρχονται νωρίς το πρωί σαν όλους αυτούς που δεν έχουν ύπνο και ξαναφεύγουν πριν πιάσει μεσημέρι και κάψει ο ήλιος. Γιαγιάδες με παραμορφωμένα απ’ την αρθρίτιδα δάκτυλα και παππούδες που φοβούνται πως το κρύο νερό θα τους σκοτώσει μ’ ένα ακαριαίο έμφραγμα. Άνθρωποι που δεν έχουν πια μήτε έρωτες, μήτε λεφτά, μήτε εξουσία, μήτε παραξενιές, μήτε όνειρα, μήτε ψευδαισθήσεις. Μόνο αναμνήσεις. Που κι αυτές μπερδεύονται ολοένα, μέχρι να γίνουν ένα μηδενικό. Εκεί περνώ τώρα τα καλοκαίρια μου και είναι η πρώτη φορά που δεν νομίζω πως κάποιος έρχεται καλπάζοντας να με συναντήσει. Πραγματικά έρχεται.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News