Ο Φαίδων Γεωργίτσης ήταν ένας ηθοποιός μπαλαντέρ. Ακροβατούσε εντυπωσιακά ανάμεσα στη στόφα του «ζεν πρεμιέ» και του «ζεν κομίκ». Μπορεί να είχε το αψεγάδιαστο πρόσωπο με το καταγάλανο βλέμμα που σε όσους αγαπούν τους παραλληλισμούς θα μπορούσαν κάλλιστα να τον χαρακτηρίσουν «Αλέν Ντελόν της Ελλάδας», όμως σε αντίθεση με άλλους εξίσου ωραίους συναδέλφους του, εκείνος δεν είχε κανένα πρόβλημα να τσαλακωθεί, να γίνει ο ωραίος γκαφατζής.
Στο μιούζικαλ «Γοργόνες και μάγκες» για παράδειγμα, άδικα ξεροσταλιάζει κάνοντας καντάδες με τρανζιστοράκι στη μπλαζέ Μαίρη Χρονοπούλου. Και στο «Ενας ιππότης για τη Βασούλα», φοράει ποδιά και πετάει στον τοίχο μακαρόνια για να διαπιστώσει αν είναι έτοιμα.
Η λυπηρή είδηση του θανάτου του, ξύπνησε πολλές κινηματογραφικές μνήμες, που στην ουσία λαγοκοιμούνταν, αφού οι ταινίες στις οποίες είχε πρωταγωνιστήσει παίζονται κάθε τρεις και λίγο στην τηλεόραση.
Ο συχνότερος τίτλος που είδα να συνοδεύει τα αφιερώματα στην καριέρα του ήταν «Ο ηθοποιός που χαστούκισε τη Ζωή Λάσκαρη». Στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Οι θαλασσιές οι χάντρες», εκείνος είναι μπουζουξής και εκείνη «μοντέρνα» ποπ τραγουδίστρια που έρχεται με αέρα ντίβας στη γειτονιά.
«Αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι» τον προειδοποιούν οι καλοθελητές, που τον βλέπουν να κινδυνεύει να ευνουχιστεί από την ξανθομαλλούσα. Οντως το ξυρίζει. Και όταν πηγαίνει γεμάτος χαρά να της δείξει το νέο του πρόσωπο, εκείνη ξεστομίζει ένα «Πώς έγινες έτσι;;», βάζει κάτι τρανταχτά γέλια και προτού το καταλάβει, ο ταπεινωμένος άνδρας της αστράφτει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι.
Ακολουθεί το αθεράπευτο κλισέ του «παλιού καλού ελληνικού κινηματογράφου»: εκείνη σοβαρεύει απότομα, πιάνει το μάγουλό της, εκείνος φεύγει, εκείνη τον ερωτεύεται τρελά. Λες και ο ήχος του χαστουκιού πυροδοτεί την αρχή κάθε μεγάλου έρωτα. Λες και όλα έμπαιναν στη θέση τους με έναν δυνατό φούσκο.
Πάνω σε αυτό το μοτίβο έχουν βασιστεί πολλές ελληνικές ταινίες εκείνης της εποχής και αρκετές πιο σύγχρονες. Σε μία συνέντευξή του, ο Φαίδων Γεωργίτσης είχε περιγράψει με την έμφυτη ευγένεια που τον διέκρινε, πόσο είχε δυσκολευτεί στο συγκεκριμένο γύρισμα.
Ο Δαλιανίδης τον είχε πιέσει να το κάνει και να το κάνει μάλιστα «στα αλήθεια», χωρίς ηχητικό εφέ, ώστε να έχει την αυθόρμητη αντίδραση της Λάσκαρη on camera.
Η σκηνή πέτυχε και απέκτησε μία δική της θέση στην κινηματογραφική Ιστορία. Είναι όμως άδικο να θυμόμαστε τον Φαίδωνα Γεωργίτση μόνο, ή κυρίως για αυτή τη σκηνή, έτσι μοχθηρό και ντροπιασμένο, να σηκώνει το χέρι και να το κατευθύνει με θυμό στην κατά τα λοιπά γυναίκα που αγαπάει.
Αυτό το χαστούκι, ας μην πάει στον παράδεισο. Ας μείνει εδώ κάτω, ως γραφική (και επικίνδυνη;) αναπαράσταση μιας άλλης εποχής, που δυστυχώς στοίχειωσε την καθημερινότητα των προηγούμενων γενιών και έχει αφήσει κατάλοιπα και στη δική μας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News