Οι φασιστικοί χαιρετισμοί, τα καδρόνια και οι μολότοφ, που εκσφενδόνισαν μαθητές του ΕΠΑΛ Σταυρόπουλης κατά φοιτητών που διαδήλωναν έξω από το Λύκειό τους, συντάραξαν την κοινή γνώμη, μόλις έναν χρόνο μετά και την καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως δολοφονικής οργάνωσης.
Οι δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας που ακολούθησαν, καταδίκασαν τη βία «από όπου και αν προέρχεται». Οταν ελέγχθηκαν ως «ίσων αποστάσεων», η κυρία υπουργός επανήλθε αναφέροντας πως δεν θα ανεχθεί τη ναζιστική βία, ζήτησε την παρέμβαση του τοπικού εισαγγελέα και διέταξε τη διενέργεια ΕΔΕ.
Οι υπηρεσιακοί εκπαιδευτικοί παράγοντες διαβεβαίωσαν ότι η διοίκηση έχει «επιληφθεί του θέματος και θα γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες» και ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειές της για «ένα καλύτερο σχολείο». Αν το γεγονότα δεν ήταν τραγικά, οι δηλώσεις τους θα προκαλούσαν μόνο ειρωνικά μειδιάματα.
Γιατί είναι δυστυχώς γνωστό ότι, μετά την παρέμβαση του εισαγγελέα που ορθώς υπήρξε, τις συλλήψεις στελεχών της ναζιστικής οργάνωσης που ευτυχώς έγιναν αυτή τη φορά, την απόσυρση των ΜΑΤ και το κλείσιμο του «κύκλου» των αντιφασιστικών συγκεντρώσεων στην ευρύτερη περιοχή, ουδείς θα ασχοληθεί με τον έλεγχο κάθε μορφής βίας, που εκδηλώνεται στο σχολείο και πέριξ αυτού, από και σε μαθητές.
Εδώ και χρόνια, αποτελεί κοινό μυστικό ότι μεγάλος αριθμός σχολείων –ιδιαίτερα ΕΠΑΛ σε ευαίσθητες περιοχές– λειτουργούν ως χώροι εκκόλαψης βίας πολιτικού ή μη χαρακτήρα. Βία που η πλέον αποτρόπαια μορφή της είναι αναμφισβήτητα η φασιστική.
Αυτό πιστοποιεί η πικρή εμπειρία όσων εκπαιδευτικών νοιάζονται για το τι πραγματικά συμβαίνει στο σχολείο (όλο και λιγότεροι πλέον). Αυτό υποδεικνύει και η διαχρονική αδιαφορία των ηγεσιών του υπουργείου Παιδείας μπρος στο ενδημικό φαινόμενο των καταλήψεων – καταστροφών αλλά και στο να ελέγξουν κατά πόσο οι νέοι μας διαπαιδαγωγούνται στα σχολεία με τις αρχές της δημοκρατίας, του διαλόγου και του σεβασμού του «άλλου».
Στόχοι διακηρυγμένοι βέβαια, που όμως δεν επιτυγχάνονται απλώς με την εγγραφή τους στα Αναλυτικά Προγράμματα/Εγχειρίδια ή την περιστασιακή υλοποίηση ειδικών προς τούτο «προγραμμάτων», αλλά πρωτίστως διαμέσου όσων επικοινωνούν καθημερινά οι εκπαιδευτικοί στους μαθητές τους. Αν και εφόσον, βέβαια, αυτοί είναι πεπεισμένοι για την αξία τους και εμπράκτως λειτουργούν ως φορείς και πρότυπα υλοιποίησής τους.
Ως προς τη διαχρονική αδιαφορία του υπουργείου Παιδείας και των υπηρεσιών του να ασχοληθούν με την καταπολέμηση τουλάχιστον της φασιστικής βίας στα σχολεία, το πλέον χαρακτηριστικό είναι ότι τρία και πλέον χρόνια μετά την εκδήλωση των καταλήψεων «νέου τύπου» στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το «Μακεδονικό», οπότε και αποκαλύφθηκε η δράση της Χρυσής Αυγής σε Γυμνάσια και Λύκεια, δεν ίδρωσε το αφτί κανενός. Βουλευτές και τοπικοί άρχοντες –συμπολιτευόμενοι ή μη–, υπηρεσιακοί παράγοντες, εκπαιδευτικοί κάθε πολιτικής τάσης αλλά και οι Ομοσπονδίες τους, καθώς και οι διανοούμενοι στην πλειονότητά τους, σιώπησαν και σιωπούν. Εχουμε ήδη εθιστεί στη βία; Η σχολική εκδοχή της δεν είναι διαχειρίσιμη για την ώρα, οπότε «απορία ψάλτου βηξ» ή απλώς το θέμα δεν «πουλάει» μακροπρόθεσμα;
Η σχολική βία ως παγκόσμιο και διαταξικό φαινόμενο
Η εξάπλωση της βίας στα σχολεία δεν είναι βέβαια αποκλειστικά ελληνικό, αλλά διεθνές φαινόμενο. Μάλιστα, στις πλέον αναπτυγμένες εκπαιδευτικά χώρες συχνά προσλαμβάνει έως και φονικά χαρακτηριστικά. Επίσης, δεν αφορά αποκλειστικά σχολεία «υποβαθμισμένων» περιοχών και μαθητές που ζουν σε συνθήκες υψηλής διακινδύνευσης. Είναι φαινόμενο παγκόσμιο και διαταξικό. Επιπλέον, φωτογραφίζει και βαθιές αλλαγές που έχουν επέλθει και στη δική μας κοινωνία, στην οικονομία, στην κουλτούρα και στο αξιακό μας σύστημα.
Η εξάπλωσή της αποδίδεται χονδρικά στην αύξηση της φτώχειας, που πλήττει όλο και όλο και περισσότερα μεγάλα στρώματα πληθυσμού, σε συνδυασμό με την απουσία προοπτικής βελτίωσης της ζωής διαμέσου της επιτυχίας του νέων στο σχολείο (κίνητρα επιτυχίας). Σωστά, αλλά αυτή η αναγωγικού περιεχομένου διαπίστωση δεν ερμηνεύει την αύξηση της σχολικής βίας, κυρίως με τη μορφή του εξατομικευμένου bullying αλλά και τη συγκρότηση «συμμοριών» μαθητών και σε περιοχές μεσοαστικές ή και προνομιούχες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αύξηση της βίας στο σχολείο κατανοείται –και πάλι γενικά– είτε ως αντίδραση των εφήβων της μεσαίας τάξης στην οικογενειακή πίεση που τους ασκείται για επιτυχία στο σχολείο «με κάθε κόστος», διαμέσου της «ατομικής επίδοσης», είτε στην περίπτωση των γόνων προνομιούχων στρωμάτων, ως εκδήλωση «επίδειξης δύναμης», ένα είδος «παιχνιδιού» που τους προετοιμάζει για τον μελλοντικό ρόλο τους ως «επικυρίαρχων» και ως τούτο αυθαίρετων πολιτών.
Οπότε, οι προηγούμενες διαπιστώσεις μας οδηγούν στην ανάγκη λεπτομερούς διερεύνησης των αλλαγών που έχουν προκύψει συνολικά στην ψυχοδομή, την αυτοαντίληψη και την ενσυναίσθηση των νέων ανθρώπων που διαμορφώνονται στη σύγχρονη απαιτητική και πολλαπλώς βίαια μεταβιομηχανική κοινωνία μας. Οπου οι αποφασιστικού χαρακτήρα επιρροές που ασκούσαν παλαιότερα στην κοινωνικοποίησή τους οι θεσμοί της οικογένειας και του σχολείου υποχωρούν εμπρός στην όλο και αυξανόμενη επιρροή της ψηφιακής εικόνας και των ΜΚΔ, που συχνά παίζουν τον ρόλο της «ομάδας συνομηλίκων» για καθένα έφηβο ξεχωριστά. Τεράστιο θέμα, αδύνατο να προσεγγιστεί στα όρια ενός άρθρου.
Δεν χρειάζεται, όμως, να είναι κάποιος ειδικός για να αντιληφθεί ότι πολλά ΜΜΕ και ΜΚΔ προβάλλουν άμεσα και απροκάλυπτα κάθε μορφή βίας και καλλιεργούν, λόγω ακροαματικότητας και επισκεψιμότητας, στερεότυπα, που η αναπαραγωγή τους ενισχύει διαμέσου του εφηβικού ναρκισσισμού τη βία, όχι μόνο ως τρόπο επίλυσης προβλημάτων, αλλά και ως μέθοδο προβολής του ατόμου.
Σχολική βία και διαμόρφωση ταυτότητας
Εκκινώντας από τη βία που ασκεί στους έφηβους/ες η εικόνα διαμόρφωσης ενός «τέλειου» εαυτού, που πόρρω απέχει από την πραγματικότητα, ποικίλα στερεότυπα που σχετίζονται με το φύλο, τη σεξουαλική έκφραση, το χρώμα του δέρματος κ.ο.κ. συμβάλλουν αποφασιστικά στη μετατροπή των σχολείου σε θέατρο βίας, διαμέσου των διαδικασιών διαμόρφωσης της ταυτότητας των νεαρών εφήβων, αν δεν καταπολεμηθούν και δεν ανατραπούν συστηματικά στον χώρο του. Γιατί είναι στο σχολείο όπου οι διαδικασίες διαμόρφωσης ταυτότητας συναντούν την πραγματική «ιδεολογία» με την οποία αυτό εμποτίζει τους μαθητές του. Ιδεολογία που, πέρα από τις επίσημες προθέσεις και τα Αναλυτικά Προγράμματα, εκπορεύεται και διαμορφώνεται, όπως ήδη σημειώσαμε, κυρίως από τον τρόπο λειτουργίας του σχολείου (καθημερινή τήρηση κανόνων, δραστηριότητες, τελετές κ.λπ.) και τους εκπαιδευτικούς. Ιδιαίτερα για αυτούς, η στάση που έχουν αναπτύξει οι ίδιοι απέναντι στο Σχολείο, τη χρησιμότητα και τον ρόλο του, αλλά και η καθημερινή ρητορική τους, οι πρακτικές τους και πάνω από όλα το είδος και η ποιότητα της σχέσης που αυτοί αναπτύσσουν με τους μαθητές τους, είναι παράγοντες καθοριστικοί για το αν σε ένα σχολικό περιβάλλον αναπτύσσονται ή όχι βίαιες συμπεριφορές από τους μαθητές του.
Ειδικά για τους νεαρούς εφήβους που προέρχονται από περιθωριοποιημένες οικονομικά και κοινωνικά συνοικίες και από οικογένειες με σύνθετα προβλήματα (φτώχεια, ανύπαρκτες γονεϊκές δεξιότητες, βίαια οικογενειακά περιβάλλοντα, απουσία κινήτρων και προοπτικής ζωής) αποτελεί κοινοτοπία να σημειώσουμε ότι είναι ευεπίφοροι σε βίαιες, αντιδραστικού τύπου συμπεριφορές, που σκοπό έχουν τους καταστήσουν «ήρωες» στα μάτια των συμμαθητών τους. Στην περίπτωσή τους, όμως, είναι κυρίως ο «τρόπος» έκφρασης των ψυχολογικών και κοινωνικών αδιεξόδων που τα οδηγεί στην ομαδική βία και όχι η συνειδητή «επιλογή» κάποιας ιδεολογίας που την αποδέχεται.
Γι’ αυτό και στη Σταυρόπουλη και πολλά άλλα λύκεια της χώρας, οι «φασίστες» μαθητές είναι ταυτόχρονα και χούλιγκαν κάποιας ομάδας ή γενικά «μπαχαλάκηδες». Μάλιστα, όσο και να ενοχλεί τον «προοδευτικό λυρισμό» της γενιάς μου, το αν τα παιδιά αυτά ενταχθούν τελικά σε χρυσαυγίτικους πυρήνες ή σε αναρχικά βίαια σχήματα, σχετίζεται περισσότερο με την περιρρέουσα, συγκυριακά ατμόσφαιρα και τις πολιτικές «μόδες» και πολύ λιγότερο με ιδεολογικές «επιλογές» τους. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι στη Βόρεια Ελλάδα, όπου το «Μακεδονικό» έστρωσε το χαλί στην Ακροδεξιά, η συγκρότηση τέτοιων ομάδων σε περιοχές με σύνθετα προβλήματα είναι κυρίαρχη.
Οπως δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι παρόμοιες επιλογές ενδέχεται να πραγματοποιούνται και απλώς ως αντίδραση στην κυρίαρχη ρητορική της «αριστερής επαναστατικότητας» των εκπαιδευτικών μας, που στην πλειονότητά τους ανήκουν στη γενιά της Μεταπολίτευσης και ο λόγος τους εμπεριέχει συχνές αναφορές στην αντίσταση κατά της χούντας και τη συνεχή μνημόνευση του ένδοξου παρελθόντος της Αριστεράς. Ας μην ξεχνάμε ότι οι έφηβοι αυτοπροσδιορίζονται απορρίπτοντας εν συνόλω τους «σημαντικούς ενήλικες» ως πρόσωπα και φορείς συγκεκριμένων ιδεών, στάσεων και τρόπου ζωής. Πολλοί συνομήλικοί μου το έχουν βιώσει ήδη ως γονείς, κυρίως διαμέσου της ένταξης των παιδιών τους σε σχήματα που προκρίνουν τη βία και χλευάζουν την «ειρηνικότητα» της «συστημικής» Αριστεράς.
Τέλος, είναι γνωστό ότι συχνά μαθητές μετατρέπονται από λάθος χειρισμούς των εκπαιδευτικών σε «μαύρα πρόβατα» της σχολικής αίθουσας. Ως απόρροια και συνέχεια των αρνητικών εμπειριών που αυτοί βίωσαν από νωρίς στην επαφή τους με το σχολείο και τους καταπιεστικούς, είμαι αλήθεια, κανόνες του. Συνήθως, τα παιδιά αυτά έχουν έντονα και ευδιάκριτα προβλήματα κοινωνικοποίησης και καταφεύγουν σχεδόν συνειδητά στον ρόλο «αυτών που ενοχλούν». Γίνονται έτσι κι αυτά –ανεξαρτήτως οικογενειακής καταγωγής– για λίγο οι «ήρωες» των συμμαθητών τους, ώσπου να απορριφθούν κι από αυτούς ως εμπόδια στη δική τους πορεία προς την «επιτυχία».
Σχολική βία, ποιότητα σχολικού περιβάλλοντος και εκπαιδευτικών
Σήμερα, σειρά ερευνών έχει επιβεβαιώσει ότι η ποιότητα του σχολικού περιβάλλοντος και πρωτίστως αυτή της διοίκησής του και των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε κάθε συγκεκριμένο σχολείο σχετίζεται καθοριστικά με την εξέλιξη των μαθητών ως προσωπικότητες και το χτίσιμο της ταυτότητάς τους. Με δυο λόγια, αδιάφοροι για το επάγγελμά τους εκπαιδευτικοί με ανύπαρκτες ή φτωχές παιδαγωγικές δεξιότητες και έλλειψη ιώβειας υπομονής (απολύτως αναγκαία στο «ανοιχτό στην κοινωνία» σημερινό, με ό,τι θετικό ή αρνητικό ο όρος συνεπάγεται) σε συνδυασμό με γραφειοκράτες διευθυντές, αδιάφορους εκπαιδευτικούς αλλά και κάποιους –μεμονωμένους έστω– ανάμεσά τους, οι οποίοι προπαγανδίζουν εντός του σχολείου πολιτικές επιλογές που προκρίνουν τη βία, διαδραματίζουν καθοριστικά αρνητικό ρόλο για την εξέλιξη και πορεία των μαθητών και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη της βίας στο σχολικό περιβάλλον.
Αν στη Σταυρούπολη έγιναν γνωστά τα κενά, τα λάθη και οι παραλείψεις της διοίκησης του σχολείου και ο ρόλος φασίστα καθηγητή που στρατολογούσε μαθητές, παρόμοιες καταστάσεις συμβαίνουν και αλλού χωρίς να έρχονται στη δημοσιότητα ή να ελέγχονται άμεσα και αποφασιστικά. Αλλάζοντας το ιδεολογικό πρόσημο ή μετακινούμενοι στο είδος της σχολικής βίας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι εδώ και δεκαετίες δεν μας απασχόλησε καθόλου παρόμοιος ρόλος καθηγητών που εμμέσως ή αμέσως στρατολογούν μαθητές σε πολιτικές νεολαίες, υποθάλπουν καταλήψεις και καταστροφές του σχολείου κι ανέχονται ή αδιαφορούν για την εκδήλωση σκληρών μορφών bullying στα σχολεία τους. Πολύ περισσότερο για τα ποικίλα στερεότυπα των μαθητών τους, που λειτουργούν ως προϋποθέσεις για την ανάπτυξη βίαιων συμπεριφορών του, όταν δεν τα καλλιεργούν κι ίδιοι συστηματικά.
Μπορεί να ανακοπεί η εξάπλωση της βίας στα σχολεία;
Το μεγάλο ερώτημα είναι ένα και παραμένει: μπορεί να ανακοπεί το φαινόμενο της εξάπλωσης της βίας στα σχολεία, που δυναμιτίζει τα θεμέλια του Σχολείου και της κοινωνίας μας ή θα παραμείνουμε άβουλοι θεατές της μεγέθυνσής του;
Η απάντηση μπορεί ενδεχομένως να δοθεί αρχικά αν ανατρέξουμε σε όσα σημειώθηκαν προηγουμένως. Και αν για τα θεμελιώδη ζητήματα, όπως είναι η αντιστροφή της συνεχούς αύξησης της διαφοράς φτωχών πλουσίων, είναι κάτι που μόνο η πολιτική μπορεί να πετύχει σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, στο Σχολείο –στο σχολείο μας– μπορεί να γίνουν πολλά, ξεκινώντας από το αν «μας νοιάζει τι γίνεται στο Σχολείο». Ολες οι προσπάθειές μας οφείλουν να επικεντρωθούν – πέρα από την αυτονόητη συνεχή βελτίωση των υλικών διαστάσεων της εκπαίδευσης και των διδακτικών εργαλείων της, στην ποιότητα του σχολικού περιβάλλοντος και των εκπαιδευτικών μας. Στην καθοδήγηση, στήριξη, εκπαίδευση και το κοινωνικό κύρος που αυτοί απολαμβάνουν, ώστε ως φορείς δημοκρατικών αξιών, ορθολογισμού και πολιτισμένου διαλόγου να οικοδομούν ανάλογη, ποιοτική σχέση με τους μαθητές τους. Γιατί η εκπαίδευση, όσα μέσα και να διαθέτει ή να μη διαθέτει, με όποιας ποιότητας βιβλία και προγράμματα κι αν υποστηρίζεται, αποτελεί πριν από όλα και πάνω από όλα «παιδαγωγική σχέση» μεταξύ του δασκάλου και του μαθητή του. Σχέση που καθορίζει, πολλές φορές και ως θαύμα ή καταστροφή, την πορεία ζωής των νέων.
Και αυτή η σχέση συνήθως διαφεύγει από οποιαδήποτε μορφή τυπικής αξιολόγησης κι αν υφίσταται στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι θέμα πραγματικής φροντίδας απ’ όλους μας: πολιτεία, εκπαιδευτικούς και γονείς. Πόσο μάλλον που στη χώρα μας απουσιάζει κάθε μορφής σοβαρή αξιολόγηση και, δυστυχώς, θα απουσιάζει για πολλά χρόνια ακόμα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News