Είναι από αυτές τις στιγμές που η δικαιολογία για το έγκλημα είναι χειρότερη από το ίδιο το έγκλημα. Διότι αν το «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» της Νίνας Κασιμάτη στο Facebook είναι μεν κατακριτέο αλλά εντάσσεται στη γενικότερη σαχλαμάρα που κυκλοφορεί στα social media και υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να διαγραφεί ως μια αστοχία της στιγμής –εδώ ολόκληρος υπουργός Εθνικής Αμυνας της χώρας αναρτούσε γραβάτες με πέη–, η απάντηση της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ στις διαμαρτυρίες των αστυνομικών, σε τρομάζει.
Για να εξηγούμαστε. Δεν είναι αθώα μια ανάρτηση στο Facebook, αλλά η περίπτωση της κυρίας Κασιμάτη εντάσσεται στον γενικότερο εκφυλισμό του πολιτικού λόγου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Δεν θα έπρεπε, αλλά οι πολιτικοί είναι και αυτοί τύποι με ένα smartphone στο χέρι και συχνά υποκύπτουν στον πειρασμό να γράψουν κάτι που σε μια στιγμή ευφορίας θεωρούν πνευματώδες ή αποστομωτικό αλλά τελικά είναι απαράδεκτο.
Δεν συμβαίνει άλλωστε μόνο στην Ελλάδα, ο πιο ισχυρός άνθρωπος του πλανήτη γράφει αλλοπρόσαλλα tweets τα ξημερώματα, και ένας Θεός ξέρει σε τι κατάσταση είναι όταν τα γράφει. Και μεταξύ μας είναι κάπως άκομψο να ηγείται της σταυροφορίας για την αποπομπή της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος που καθώς καβαλούσε το νεοδημοκρατικό κύμα ονειρευόταν, επίσης στα social media, τανκς να εισβάλλουν στην ΕΡΤ.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι τόσο το τι έγραψε στο Facebook, σε μια στιγμή εξαλλοσύνης, η κυρία Κασιμάτη, ασχέτως αν αυτές οι έξι λέξεις έρχονται σκοπίμως να χαϊδέψουν τα αυτιά των Συριζαίων που ονειρεύονται αστυνομοκρατία, χούντες, σύγκρουση στους δρόμους και άλλα τέτοια ηρωικά που τους ετεροπροσδιορίζουν ελλείψει άλλου ιδεολογικού στίγματος.
Το πρόβλημα είναι η απάντησή της στα όσα της καταλόγισαν τα συνδικαλιστικά όργανα των Αστυνομικών. Εδώ πια δεν υπάρχει η βιασύνη του Facebook, δεν υπάρχει η ροπή που στέλνει το χέρι να γράψει μια ανοησία. Η επιστολή της κυρίας Κασιμάτη προς την Ενωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Πειραιά, με κοινοποίηση στην ΠΟΑΣΥ, φέρει το έμβλημα της Βουλής των Ελλήνων.
Σε αυτήν λοιπόν την προσεκτικά γραμμένη επιστολή η βουλευτής διαμαρτύρεται κατ’ αρχάς επειδή οι αστυνομικοί της περιφερείας της –εκλέγεται πρώτη σε σταυρούς στη Β’ Πειραιώς– την κατηγορούν «για μια γνωστή στερεοτυπική φράση, η οποία έχει καθιερωθεί στην ελληνική κοινωνία, και ειδικότερα στις νεότερες γενιές». Σωστό. Είναι μια φράση που «έχει καθιερωθεί». Ομως μπορώ να σκεφτώ πάρα πολλές άλλες φράσεις «καθιερωμένες» και πολλά στερεότυπα – για τις μειονότητες, τις γυναίκες, τους Εβραίους, τους γκέι– που θα έκαναν την κυρία Κασιμάτη να βγει από τα κομψά ρούχα της αν τα διάβαζε σε τοίχους συναδέλφων της.
Το Facebook είναι δημόσιος χώρος εδώ και πολλά χρόνια. Και η κυρία Κασιμάτη, ως μέλος της Εθνικής Αντιπροσωπείας, δεν εκπροσωπεί μόνο τον εαυτό της ή τους 18.457 που τη σταύρωσαν τον Ιούλιο. Εκπροσωπεί όλους μας.
Αλλά και πάλι αυτό που είναι πιο ανησυχητικό είναι ένα άλλο σημείο στην επιστολή της. Είναι εκεί όπου υπερθεματίζει για το πόσο έχει «υπερασπιστεί εμπράκτως τα δίκαια των βιοπαλαιστών αστυνομικών» και σπεύδει να υπενθυμίσει «ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρξε κανένας νεκρός από καμία πλευρά, πολίτης ή αστυνομικός, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν άλλων κυβερνήσεων».
Είναι η στιγμή που θέλει η Νίνα να κρυφτεί αλλά η ιδεοληψία δεν την αφήνει. Στην κοσμοαντίληψη της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ, η Ελλάδα του 2019 εξακολουθεί να είναι χωρισμένη σε «πλευρές» και μάλιστα όχι σε όρους πολιτικών παρατάξεων, πράγμα ενδεχομένως αποδεκτό. Σύμφωνα με την κυρία Κασιμάτη από τη μία «πλευρά» βρίσκονται οι πολίτες και από την άλλη οι αστυνομικοί, δύο στρατόπεδα που από τη στιγμή που ορίζονται στην καταμέτρηση νεκρών δεν μπορεί παρά να βρίσκονται σε πόλεμο. Στην κοσμοαντίληψη της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ η Αστυνομία είναι απέναντι στον πολίτη και όχι προστάτης του, στον ενδιάμεσο χώρο υπάρχουν θύματα. Ή πολίτες ή… «μπάτσοι».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News