Με έναν τρόπο, η συζήτηση για την περίφημη προοδευτική διακυβέρνηση έχει καταντήσει σαν την πανδημία. Οπου τηρούνται οι αποστάσεις και η λογική, η έξαρση της πανδημίας είναι ελάχιστη, ενώ όπου αυτά παραβιάζονται, φουντώνει. Το ίδιο, μεταφορικά, συμβαίνει και με την προοδευτική διακυβέρνηση. Εκεί που πάει να κλείσει η συζήτηση, γιατί αναδεικνύεται η ανεδαφικότητά της και υπάρχει το αναγκαίο πολιτικό… social distancing, κάποιος χαλαρώνει, λέει ένα ωραίο και έτσι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το δεύτερο και τρίτο κύμα –«εμβόλιο» προς το παρόν δεν υπάρχει.
Καμβάς για την όλη συζήτηση είναι η ιδεολογική και πολιτική αντίθεση με τη κυβέρνηση της ΝΔ και κυρίως τον Κυριάκο Μητσοτάκη που έχει στήσει πολιτικά προγεφυρώματα στον μεσαίο χώρο. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και κάποιοι από το Κίνημα Αλλαγής επαναφέρουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα την κουβέντα στο όνομα μιας προοδευτικότητας, που όμως δεν μπορεί να μονοπωλείται.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στο όνομα μιας αδιαμφισβήτητης πολιτικής αξίας –αυτής της «προόδου»– διεξάγεται η πλέον απλουστευτική και επιφανειακή συζήτηση: ο ΣΥΡΙΖΑ να συνεργαστεί με το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο μέχρι τώρα απορρίπτει αυτό το ενδεχόμενο. Καμία αναφορά και καμία ουσιαστική συζήτηση στο περιεχόμενο. Στο τι είναι και τι δεν είναι προοδευτική διακυβέρνηση, σε ποια κοινωνικά στρώματα απευθύνεται και τι τέλος πάντων προτείνει για την πορεία της χώρας.
Με αναχρονιστικούς όρους, ο Αλέξης Τσίπρας και οι άλλοι στον ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν «προοδευτική διακυβέρνηση», ως κάτι με το οποίο «θα πάμε κόντρα στον Μητσοτάκη» –ο φόβος ότι στις επόμενες εκλογές η ΝΔ θα κυριαρχήσει πάλι είναι κυρίαρχος. Ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, από την πλευρά του, μιλά συχνά –και γενικά– για την προοδευτική διακυβέρνηση, εννοώντας ότι όσοι εμφανίζονται προοδευτικοί από τον χώρο της ΝΔ είναι μειοψηφία, επειδή δεν πήραν αποστάσεις από την πενταετία Καραμανλή που έφτασε τη χώρα σε χρεοκοπία και ότι σε κάθε περίπτωση ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι ο μόνος προοδευτικός παράγοντας στη χώρα, παρά την επίμονη επικοινωνιακή προβολή που απολαμβάνει.
Κάπου στη μέση η Φώφη Γεννηματά επιμένει ότι μόνο με ανατροπή των συσχετισμών ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, μπορεί μια προοδευτική διακυβέρνηση να προχωρήσει. Ετσι, επαναλαμβάνει εμφατικά ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει, αλλά και θα έχει αυτόνομη στρατηγική.
Τι συνιστά όμως τελικά προοδευτική διακυβέρνηση; Πολύ απλά, είναι η διατύπωση και η εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων εκσυγχρονισμού, με στόχο την άμβλυνση των οικονομικών ανισοτήτων και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής προς όφελος του συνόλου των ελλήνων πολιτών. Με διαφάνεια και λογοδοσία. Μία πρόταση εξουσίας σαν τη φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία με άλλα λόγια.
Υπήρξαν τις τελευταίες δεκαετίες τέτοιες προσπάθειες διακυβέρνησης; Η απάντηση είναι ότι ναι, υπήρξαν. Το εκσυγχρονιστικό πρόσημο της οκταετίας του ΠΑΣΟΚ, το 1996-2004, με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, είναι αναμφίβολα θετικό –ασχέτως αν στη διαφάνεια δεν τα πήγε και τόσο καλά (άλλες εποχές όμως). Και η δύσκολη και κατασυκοφαντημένη διετία 2010-2011, επί πρωθυπουργίας ΓΑΠ, επίσης. Εγιναν δεκάδες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις επί Σημίτη για τον εκσυγχρονισμό της χώρας, και τη διετία 2010-2012, για να εξισορροπηθεί το καταναγκαστικό, λόγω άτυπης αλλά υπαρκτής χρεοκοπίας, μνημόνιο λιτότητας. Τότε μπήκαν οι βάσεις της ΗΔΙΚΑ, της Διαύγειας, ο «Καλλικράτης» και άλλες, πάνω στις οποίες σήμερα, μέσα στην πανδημία, πραγματοποιούνται θεαματικές εφαρμογές.
Μάλιστα η στάση της Αριστεράς δεν ήταν πάντα η ίδια. Επί Σημίτη, για παράδειγμα, ο τότε Συνασπισμός της Αριστεράς (και της Προόδου, που, όμως, σημειολογικό και αυτό, κάπου το παράτησαν) δεν είχε μηδενιστική γραμμή. Ο ΣΥΝ ψήφισε και στήριξε, για παράδειγμα, τη Συμφωνία του Ελσίνκι, την εμβληματική μεταρρύθμιση του Καποδίστρια, ενώ ακόμη και το Σχέδιο Αναν αποδέχθηκε. Αντιθέτως, ο κ. Τσίπρας, από το 2008 που έγινε αρχηγός, και οι συν αυτώ δεν στήριξαν καμία σημαντική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Παπανδρέου τη διετία 2010-11 . Αντιθέτως τις λοιδόρησαν, χαϊδεύοντας ακατάπαυστα τους Αγανακτισμένους. Και τις ξήλωσαν όταν ανέλαβαν την κυβέρνηση το 2015.
Το λάθος είναι ότι όσοι μιλούν για την ανάγκη προοδευτικής διακυβέρνησης, αντί να απευθύνονται σε εκείνα τα στελέχη που μπήκαν μπροστά και προώθησαν τις μεταρρυθμίσεις του 2010-11 και τώρα είναι αδρανοποιημένα και αποστασιοποιημένα για πολλούς λόγους, στρέφονται αντανακλαστικά προς όσους πήγαν στον ΣΥΡΙΖΑ –οι οποίοι, και εδώ υπάρχει μια εμφανής ειρωνεία, διαφωνούσαν σε εκείνες τις προοδευτικές και αναγκαίες αλλαγές!
Στο όνομα της προοδευτικής διακυβέρνησης, οι θιασώτες της επιμένουν να απευθύνονται εμμονικά σε εκείνους που από την αρχή την αμφισβήτησαν. Και δεν έκαναν μόνο αυτό. Ανέχθηκαν και υπηρέτησαν την εξαμβλωματική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, από το 2015 μέχρι τον Ιούλιο του 2019, η οποία ξήλωσε σχεδόν τα πάντα: έδωσε τη χαριστική βολή στη μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου και αμφισβήτησε ακόμη και τη Διαύγεια! Αυτό δεν είναι πρόοδος, είναι μια βαθιά αριστερή συντήρηση.
Υπάρχει βέβαια μια αλήθεια. Το μέρος της λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ που τους ακολουθεί είναι επίσης βαθιά συντηρητικό. Οι λεγόμενοι «Πασοκογενείς» δεν θέλησαν μεταρρυθμίσεις γιατί ξεβολεύουν καταστάσεις.
Τούτων δοθέντων, ποιους αφορά μια «προοδευτική διακυβέρνηση» –που δεν είναι και τόσο προοδευτική στην πραγματικότητα– πλην όσων δηλώνουν, εξ αρχής και ό,τι και αν σημαίνει αυτό, αντιδεξιοί; Οσοι είναι πραγματικά μεταρρυθμιστές του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς άλλα περιμένουν.
Και κάτι τελευταίο. Η «προοδευτική διακυβέρνηση», με πολιτικούς όρους και φρασεολογία δεκαετίας του ’80, μπορεί να γοητεύει κάποιους που τη θυμούνται. Σε μια χώρα, όμως, όπου σύντομα θα ψηφίζουν όσοι γεννήθηκαν τη χρονιά τού «Αθήνα 2004», όλα αυτά ακούγονται αναχρονιστικά και παλιομοδίτικα.
Απαιτείται νέος, ελκυστικός και αυτή τη φορά ειλικρινής πολιτικός λόγος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News