Διάβασα την είδηση σε κάποιο site και είπα «ωχ». Αυτό το «ωχ» που μας έρχεται όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό όταν μαθαίνουμε ότι κάποιος γνωστός μας, κοντινός η μη, κόλλησε, νόσησε ή πέθανε από κορονοϊό.
Αυτή η περίπτωση ήταν ακόμα πιο ιδιαίτερη. Αφορούσε φίλη και συνάδελφό μου, την δημοσιογράφο Σοφία Ιορδανίδου, που εισήχθη σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης με βαριά συμπτώματα της νόσου και την ίδια ημέρα πέθανε από Covid ο πατέρας της, που είχε εισαχθεί μια μέρα πριν.
Η Σοφία βγήκε από το νοσοκομείο και αναρρώνει στο σπίτι. Δύσκολα όμως. Είναι χαμένη. Και έχει να διαχειριστεί έναν οργανισμό που είναι πια διαφορετικός…
Η περιπέτεια με τούτον τον ιό δεν τελειώνει ούτε με το εξιτήριό σου από το νοσοκομείο. Μάλλον αρχίζει τότε. Όταν εσύ θα προσπαθήσεις να επανέλθεις σε κανονική ζωή, που κανονική πια δεν είναι. Η Σοφία έχει να παλέψει και με την απώλεια ενός πατέρα, που βγήκε επιτυχώς από μια δύσκολη περιπέτεια υγείας τα προηγούμενα χρόνια, μέχρι που έπεσε πάνω του ο ιός και τον ισοπέδωσε. «Δεν μπόρεσα ούτε στην κηδεία του να πάω», ακούω ακόμα τα λόγια της.
Όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο, σοκαρίστηκα. Πιο πολύ για δύο πράγματα που είπε: (1) Οτι στη Θεσσαλονίκη δεν ρωτάει, δεν ψάχνει πια κανείς από πού κόλλησε τον ιό. «Από παντού, είναι η απάντηση», μου λέει. Και (2) Πόσο απροετοίμαστοι ήμασταν όλοι για αυτήν την πανδημία «ακόμα και, ιδίως και, τα νοσοκομεία μας». Όπου επίσης, μου είπε, πίσω από τις στολές τις αστροναυτικές, υπάρχουν και πολλοί, φοβισμένοι άνθρωποι.
Δέχτηκε να μου μιλήσει στην ραδιοφωνική μου εκπομπή στο Πρώτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Αλλά στον αέρα, ξέρετε, πολλές φορές χάνονται τα λόγια, και δεν ήθελα να συμβεί αυτό. Ευτυχώς, ισχύει ακόμα, το «Verba volant, scripta manent». Ο προφορικός λόγος πετάει, εξανεμίζεται, ο γραπτός μένει. Και γι’ αυτό, γράφω τώρα!
Ολα στη Θεσσαλονίκη είναι βέβαιο πια ότι συνέβησαν τον ανέμελο μήνα Οκτώβριο, και εκδηλώθηκαν τον φοβερό μήνα που ακολούθησε. «Μας έπιασε εξαπίνης. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο στην πόλη μου, Νοέμβριο του 2020
Όλα στη Θεσσαλονίκη είναι βέβαιο πια ότι συνέβησαν τον ανέμελο μήνα Οκτώβριο, και εκδηλώθηκαν τον φοβερό μήνα που ακολούθησε. «Μας έπιασε εξαπίνης. Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα γινόταν κάτι τέτοιο στην πόλη μου, Νοέμβριο του 2020. Ήταν μακρινό σενάριο μέσα στο μυαλό μου ότι θα κολλούσα κι εγώ Covid. Πρόσεχα. Οι κινήσεις μου ήταν περιορισμένες. Φρόντιζα τον 90χρονο πατέρα μου, ο οποίος πέρασε δια πυρός και σιδήρου τα προηγούμενα χρόνια, αλλά ήταν πάρα πολύ καλά φέτος, και ξαφνικά μέσα σε δυο μέρες άλλαξαν τα πάντα αφού κολλήσαμε όλοι».
Και συνειδητοποιείς τότε ότι αυτό το «όλοι» είναι παντού και ανεξέλεγκτο. Στο σπίτι, αλλά και στον περίγυρο. Ο θείος, η Νανά, γνωστοί και φίλοι, μια κοπέλα που προσφέρθηκε να κάνει ένεση στον μπαμπά, χωρίς κανείς να ξέρει αν και ποιος τον είχε τον ιό, κόλλησε και αυτή και άλλα οκτώ μέλη της οικογένειάς της, … «χωρίς να ξέρουμε και χωρίς να έχουμε καταλάβει, διότι, όπως είπα, είχε υποκείμενα νοσήματα ο πατέρας μου, αλλά ήταν πολύ καλά τον τελευταίο καιρό, και προσέχαμε, δεν καταλάβαμε πώς, και δεν έχει και νόημα πια».
«Δεν έχει, γιατί στη Θεσσαλονίκη δεν ρωτάς “πώς τον κόλλησες;”, “πήγες κάπου;”, δεν έχει πλέον σημασία. Λίγο-πολύ έναν στους δύο, είτε το ξέρει είτε όχι, τον έχει πλησιάσει ο κορονοϊός. Είναι μία τρομακτική διάσταση της πραγματικότητας».
Πρώτη διαγνώστηκε θετική η Σοφία Ιορδανίδου. Έπειτα, αμέσως, έκανε τεστ και ο πατέρας της και είχε κι αυτός κορονοϊό. Και ενώ δεν παρουσίαζε στην αρχή κανένα σύμπτωμα και πήγαινε καλά γενικά με την εύθραυστη υγεία του, ξαφνικά η κατάστασή του επιδεινώνεται και γίνεται εισαγωγή στο Παπανικολάου. Δευτέρα ήταν. Τρίτη, εισήχθη σε νοσοκομείο και η κόρη του, με πυρετό συνέχεια επί οκτώ ημέρες, βήχα και διαταραχές στο στομάχι.
«Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν καλά. Από ένα σημείο και μετά, έχασα και τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να σταθώ πια, οπότε ήξερα ότι έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο. Εκεί έκανα αξονική θώρακος, αλλά με κράτησαν αμέσως. Πνευμονία από Covid, η διάγνωση».
Κάποια στιγμή της είπαν ότι έλαβαν τηλεφώνημα από το Παπανικολάου και ότι ο πατέρας της κατέληξε. «Εγώ όμως ήμουν τόσο πολύ διαλυμένη από την πνευμονία που δεν μπορούσα ούτε να αντιδράσω, και φυσικά ούτε που πολυκατάλαβα πώς έγιναν όλα. Μέσα σε 17 ώρες κηδεύτηκε ο μπαμπάς χωρίς την παρουσία μου, χωρίς την παρουσία της οικογένειας».
Άλλο κεφάλαιο και αυτό. Που όταν περάσει ετούτο το κακό, κάπως θα πρέπει οι δήμοι να το δουν και «ιστορικά», λέει η Ιορδανίδου, …, «δηλαδή, το πώς έφυγαν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, από κοντά μας;». Χωρίς τελευταίο άγγιγμα. Ύστατο χαίρε. Εκείνες οι στιγμές που εμφυτεύονται στο DNA σου και μένουν για πάντα. Τώρα, τι; Ένα τηλεφώνημα; Και πάει; Ποιος τους διάβασε στον τάφο; Ποιος είδε την τελευταία πράξη πριν το τέλος;
Εκείνο με το οποίο ακόμα παλεύει μέσα της, τώρα που είναι στο σπίτι και αναρρώνει, είναι ότι δεν έχει πια, όπως λέει, σχέση με τον ίδιο τον οργανισμό της. Την έχασε. «Παλιά, ήξερα ανά πάσα στιγμή τι του συμβαίνει. Αυτή η σχέση εξαφανίστηκε με τον κορονοϊό. Δεν μπορώ να ορίσω αυτό που συμβαίνει μέσα μου. Είναι τελείως απρόβλεπτος, πονηρός, ύπουλος, ο τρόπος που μπαίνει και λειτουργεί μέσα στον οργανισμό σου αυτός ο ιός. Και το καταλαβαίνω, το νιώθω, ότι δεν μπορώ να συνδεθώ με κάποια από τα όργανα και να πω “κάτι γίνεται εκεί” και επομένως αυτό πρέπει να κάνω. Δεν μπορώ να ελέγξω το κεφάλι μου. Είναι… λίγο αφηρημένο, δεν μπορώ να το νιώσω καλά στους ώμους μου. Δεν είσαι πια αυτό που ήξερες. Δεν ξέρω αν θα επανέλθω και με ποιο τρόπο, και τι θα μου αφήσει αυτό το πράγμα».
Αυτό το «όλα πια είναι διαφορετικά», το έχω ακούσει από πολλούς ανθρώπους που έχουν νοσήσει με κορονοϊό και προσπαθούν να συνέρθουν. Όπως και η Σοφία, συμφωνούν ότι ακόμα και οι γιατροί δεν ξέρουν πολλά πράγματα… «Οι απαντήσεις που σου δίνουν είναι όλες σχετικές, δεν είναι τίποτα ξεκάθαρο, βγαίνεις από το νοσοκομείο και δεν ξέρεις ποιο είναι το επόμενο βήμα».
Ξέρεις τα προηγούμενα, δυστυχώς. Και σε κατατρέχουν πια σαν εφιάλτης. Πριν από λίγο καιρό όλοι ρωτούσαμε “ξέρεις μήπως κανέναν που να έχει κολλήσει Covid;” Κι οι απαντήσεις ήταν σχεδόν όλες «όχι». «Οπότε, είχαμε και περιθώρια να μην πιστεύουμε ότι υπάρχει κορονοϊός! Αυτό έχει ανατραπεί πλήρως τώρα. Στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον. Δεν υπάρχει οικογένεια που να μην έχει έναν δικό της που νοσεί. Και επίσης δεν ξέρουμε πόσοι είναι αυτοί που είναι ασυμπτωματικοί και δεν έχουν κάνει τεστ;».
Το νοσηλευτικό προσωπικό φοβάται. Παρόλο που είναι ντυμένοι σαν αστροναύτες από τη NASA, άρα είναι πολύ καλά προστατευμένοι, φοβούνται
Ερωτήματα δίχως νόημα. Σκορπίζουν τα λόγια. Σαν τους φίλους που χάσαμε κιόλας, «και που δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους χάσουμε, …, ήρθε ο κορονοϊός και τους πήρε μέσα σε πέντε μέρες». Σκέφτομαι πως το πιο αποδυναμωμένο πια ερώτημα που μπορείς να απευθύνεις σε κάποιον είναι «προσέχεις;». Η ίδια, μου λέει ότι πήγαινε δύο φορές την εβδομάδα στην βιολογική λαϊκή με τη μάσκα, και τις αποστάσεις της. Έβγαινε και για περπάτημα, πάλι με μάσκα, τηρώντας όλα τα μέτρα, όπως ορίζει το πρωτόκολλο! Ποιο; Το όποιο, τέλος πάντων…
«Δεν πιστεύω ότι όποιος προσέχει δεν θα πάθει κορονοϊό. Και αυτό πρέπει δυστυχώς να το έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Δεν λέω να μην προσέχουμε, να μην φοράμε μάσκα. Βεβαίως να φοράμε, να τα κάνουμε όλα αυτά, αλλά δεν είναι τόσο απλό πια, δεν είναι αυτό που θα μας προστατεύσει, τελικά. Έτσι έχει αποδειχτεί τουλάχιστον. Γιατί εμείς είμαστε μία παρέα τουλάχιστον 25 ατόμων που όλοι προσέχαμε και όλοι πάθαμε κορονοϊό».
Οι σκέψεις της χάνονται στην αποφώνησή μου, στο τέλος της εκπομπής. Τώρα, είναι έξω. Και προσπαθεί να γίνει καλά, συνδέοντας όλ’ αυτά που στριφογυρίζουν μέσα στο άστατο κεφάλι της που δεν στηρίζεται καλά στους ώμους. Πεποιθήσεις του παρελθόντος, με ερωτήματα του παρόντος. Δεν είναι εύκολο. Όπως αυτό που μου περιγράφει τώρα ότι βίωσε μέσα στο νοσοκομείο:
«Εμένα πάντοτε η άποψή μου, που μοιραζόμουν και με τους φίλους μου, ήταν ότι όταν παθαίνουμε κάτι σοβαρό πρέπει να πηγαίνουμε στα κρατικά νοσοκομεία. Στα πανεπιστημιακά. Είχα και προσωπική εμπειρία από την προηγούμενη περιπέτεια του πατέρα μου, άρα δεν ήταν κάτι που το έλεγα έτσι τυχαία. Αλλά ο κορονοϊός άλλαξε και αυτό. Δεν ξέρω τι έχει γίνει. Έχει επέλθει μία μετάλλαξη γενική, γιατί και το νοσηλευτικό προσωπικό φοβάται. Παρόλο που είναι ντυμένοι σαν αστροναύτες από τη NASA, άρα είναι πολύ καλά προστατευμένοι, φοβούνται. Και αυτός ο φόβος που έχει τρυπώσει μέσα τους, τους απομακρύνει από την αποτελεσματική περίθαλψη, και αυτό είναι τραγικό. Είναι τραγικό, για όποιον δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί μέσα στο νοσοκομείο. Είδα άρρωστο που δεν μπορούσε να σηκωθεί και δεν τον ταΐζανε ποτέ, ερχόντουσαν οι δίσκοι και έφευγαν χωρίς να τους αγγίζει κανείς. Φοβόντουσαν. Δεν θέλω να πω ότι δεν ήθελαν, ή ότι τεμπέλιαζαν, ή οτιδήποτε άλλο, απλά μένω στο φοβόντουσαν. Άκουσα νοσηλεύτρια που είπε σε άρρωστο «έχω παιδί στο σπίτι μου, δεν μπορώ να σε ταΐσω». Και γενικά η περίθαλψη ήταν όσο πιο ανώδυνη γίνεται. Δεν πάμε σε βάθος. Βέβαια, σαν μελισσούλες ήταν πάντα. Και οι γιατροί και οι νοσηλευτές, έμπαιναν-έβγαιναν, ο ένας έβαζε τον ορό ο άλλος έπαιρνε τον πυρετό, ο τρίτος κάτι άλλο, αυτά γίνονται. Αλλά γίνονται μέσα στο πλαίσιο μιας προγραμματισμένης υπηρεσίας. Αυτό το καινούργιο που ήρθε με τον Covid έχει τρομάξει. Το σύστημα έχει τρομάξει! Και αυτός ο τρόμος μεταφράζεται λίγο βίαια με τους ασθενείς που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν».
Κι εγώ τρόμαξα με αυτά που άκουσα. Και της το είπα. «Εζησα πράγματα που δεν ήταν καλά και είναι ακόμα μέσα στο μυαλό μου», αποκρίθηκε. Και ξέρω ότι, ακόμα και εκ της ιδιότητάς της, διδάσκοντας Δημοσιογραφία και Επικοινωνία στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου, η αναζήτηση ερωτήσεων σε ερωτήματα που γεννιούνται απότομα, είναι κάτι σαν νομοτελειακή υποχρέωση.
Επαναλαμβάνει ότι είναι από τους πιο φανατικούς υποστηρικτές των δημόσιων νοσοκομείων, ίσως γιατί δεν πιστεύει πως υπάρχει κάτι καλύτερο, αλλά «απλά, όταν θα έρθει η ώρα, πρέπει να πούμε περισσότερα πράγματα για αυτόν τον φόβο, που έχει φέρει τα πάνω-κάτω τώρα με τον κορονοϊό και που αναδεικνύει και την έλλειψη προετοιμασίας εκ μέρους μας».
Μεταξύ μας, δεν ξέρω καμία χώρα που να προετοιμάστηκε για όλο αυτό. Πόσο μάλλον εμείς που, λόγω πάγιων και χρόνιων ελλείψεων στα νοσοκομεία μας, φτάναμε στο σημείο να υποκαθιστούμε αρμοδιότητες που καθιερώθηκε να λείπουν! Ποιος από μας άφηνε τον άρρωστό του σε δημόσιο νοσοκομείο αν δεν φρόντιζε πρώτα για «αποκλειστική»; Κι έρχεται τώρα αυτή η πανδημία και φέρνει ακόμα και τούτη την μικρή ανωμαλία τούμπα. Μόνος ο ασθενής, από συγγενείς και «αποκλειστικές». Μαζί του, κοντά του, αυτοί που έπρεπε να ήταν πάντα, και που τώρα, έστω και κάποιοι ανάμεσά τους δικαιολογημένα ίσως φοβισμένοι, όπως λέει η Σοφία, προσπαθούν να είναι. Αλλωστε, για κάθε μία νοσηλεύτρια που σκέφτεται να μην πλησιάσει τον ασθενή γιατί έχει παιδί να αγκαλιάσει στο σπίτι, έρχονται δέκα από την Κρήτη, πέντε από το Αγρίνιο και 20 γιατροί από περιοχές με λιγότερες ανάγκες.
«Το βασικό στοιχείο σ’ αυτή την υπόθεση είναι ότι αυτού του είδους οι ανατροπές μάς βρίσκουν τελείως απροετοίμαστους ως κοινωνίες αλλά και ως άτομα. Και αυτά σκέφτομαι αυτές τις ημέρες. Σταματήσαμε να αγκαλιαζόμαστε. Σταματήσαμε να αναπνέουμε ελεύθερα. Κυριολεκτικά και συμβολικά. Χάσαμε τον βασικό κοινωνικό πυρήνα μας. Ο οποίος έχει παγώσει. Μέχρι νεωτέρας. Από το βαρύ μαύρο. Αυτό είναι μία διάσταση στον άνθρωπο, που δεν ξέρω πώς μπορεί να την διαχειριστεί. Δεν είχαμε καμία τέτοια προετοιμασία…»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News