Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε ως ένα αντισυστημικό κόμμα. Εγινε κυβέρνηση ως αντισυστημικό κόμμα και κέρδισε, ως αντισυστημικό κόμμα, δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Ο μόνος λόγος, ωστόσο, που πέτυχε ποσοστό 30% στις προηγούμενες εθνικές κάλπες είναι το ότι κατάφερε να πείσει τους ψηφοφόρους του πως, μαζί με την Ελλάδα που έγλειφε τις πληγές της και προχωρούσε, προχωρούσε κι αυτός. Ο Σεπτέμβριος δεν ήταν Ιανουάριος και το 2019 δεν έμοιαζε, έλεγαν, με το 2015.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταλάβει, είχε υποτίθεται μάθει από τα λάθη του, είχε εξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας, στον κυρίαρχο προοδευτικό πόλο. Ο Αλέξης Τσίπρας έριξε όλα τα πασοκικά του χαρτιά στο τραπέζι, σκιαγραφώντας προεκλογικά την Προοδευτική Συμμαχία και την στροφή στην Κεντροαριστερά ως την υπόσχεση της επόμενης μέρας. Κι αν υπήρχαν εκείνοι που με νόημα έλεγαν πως «η δεύτερη φορά θα είναι αλλιώς», χάνονταν πίσω από την εικόνα του ίδιου του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε πλέον πιο εμφανή από ποτέ την προσπάθεια να θυμίσει Ανδρέα Παπανδρέου. Κάποιους, πολλούς, τους έπεισε –εξού και το ποσοστό.
Ο ρόλος, όμως, ήταν φορετός. Και δεν υπάρχει καλύτερο παράδειγμα από το τι συνέβη πριν από λίγες μέρες στην Βουλή, στην ψήφιση της τροπολογίας για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Ακριβώς δίπλα στις μπόλικες έδρες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπάρχουν οι εμφανώς λιγότερες του Κινήματος Αλλαγής. Το κόμμα αυτό, που χλευάζεται (ενίοτε δικαίως) για τον μικρομεγαλισμό του, βρίσκεται μπροστά σε μια εσωκομματική αναμέτρηση που ενδεχομένως αποδειχθεί πολύ επώδυνη. Το ζήτημα των υποχρεωτικών εμβολιασμών θα μπορούσε να είναι μια ανέξοδη ευκαιρία αντιπολίτευσης, ενισχύοντας την αντικυβερνητική θέση των υποψηφίων. Αυτό δεν έγινε –κι αν κάποιοι βουλευτές έδειξαν αρχικά να έχουν αντιρρήσεις, αυτές κάμφθηκαν γρήγορα. Η ίδια η Φώφη Γεννηματά πήρε ουσιαστικά πάνω της την απόφαση και κανείς από τους συνυποψηφιούς της δεν εξέφρασε άλλη άποψη.
Αντανακλαστικά γεννημένα από την διαχρονική επιλογή αυτού του κόμματος, όποιο όνομα κι αν έχει, να λειτουργεί με γνώμονα την μεγάλη εικόνα. Και μαζί, απόδειξη πως η ελληνική σοσιαλδημοκρατία με όλα τα στραβά της, ακόμα κι αν δεν έχει την αίγλη που είχε κάποτε ή ασκεί σκληρή αντιπολίτευση, έχει εκπαιδευτεί, λόγω της μακροχρόνιας παρουσίας της στα κυβερνητικά έδρανα, να ακολουθεί την λογική που επιτάσσει να μην χαθούν ζωές που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί. Τι σκέφτονται; Τι θα έκαναν εκείνοι αν ήταν κυβέρνηση.
Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στις τάξεις του στελέχη με παρόμοια αντανακλαστικά, δεν κοπιάρει με επιτυχία αυτήν την πασοκική ευκολία. Το κόμμα που θέλει να γίνει ΠΑΣΟΚ στην θέση του ΠΑΣΟΚ, σε μια στιγμή που θα μπορούσε να αποδείξει ότι στο μέλλον μπορεί όντως να το καταφέρει, με ό,τι αυτό συνεπαγέται για την συστημική του παρουσία, επέλεξε να επιστρέψει στην αντισυστημικότητα που τον γέννησε. Μόνο που, όντως, το 2021 δεν είναι 2015. Και η ηγεσία του κόμματος που για να πάει στο κέντρο θέλει να στρίψει αριστερά δεν κατανοεί πως η προοδευτικότητά του θέλει απόδειξη και αυτή δεν είναι το χάιδεμα των αυτιών όσων αρνούνται να εμβολιαστούν.
Κι αυτό, όμως, είναι μια επιλογή. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ νιώθει πιο άνετα στο κοστούμι αυτού του είδους της αντιπολίτευσης, τότε καλά κάνει και το αξιοποιεί. Την επόμενη φορά, όμως, που θα ζητήσει εντολή διακυβέρνησης, θα την ζητήσει όπως τότε. Δεν ήταν οι αντιμνημονιακές αυταπάτες που τον παρέσυραν να πιστεύει ότι μπορεί να λέει «όχι» σε όλα χωρίς συνέπειες, ούτε η είσοδος του Πάνου Καμμένου στην Βουλή στις δεύτερες εκλογές που τον εγκλώβισε. Η επιλογή, και τότε και σήμερα, είναι απόλυτα συνειδητή και ως τέτοια θα κριθεί.
Μπορεί να του συγχωρηθεί το πισωγύρισμα του Τσίπρα, μπορεί και όχι –έχουν κοντή μνήμη οι ψηφοφόροι. Αν πάντως προσπαθήσει να καθαρίσει από την ρετσινιά των απόψεων του Παύλου Πολάκη, λέγοντας (όπως έχει ξαναπεί) πως το κόμμα δεν εκφράζεται από προσωπικές δηλώσεις στελεχών, θα πρέπει να θυμάται πως την στιγμή που μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό, κι αυτός το ίδιο διάλεξε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News