Δεν χρειάστηκε πολύ, μόνο πενήντα λέξεις: «Ο Aκης Τσοχατζόπουλος υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Συμμετείχε σε κορυφαίες κυβερνητικές και κομματικές θέσεις. Είναι γνωστό όμως, ότι εδώ και πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ είχε διαχωρίσει -με βάση τις αρχές και τις αξίες του- πλήρως και ριζικά τη θέση του απέναντί του. Συλλυπητήρια στην οικογένεια και στους οικείους του». Ο αποχαιρετισμός του Κινήματος Αλλαγής στον πρώην υπουργό του, με τον οποίο το ΠΑΣΟΚ είχε κόψει κάθε επαφή εδώ και δέκα χρόνια, προξένησε μουρμούρα και παράπονα, γιατί περιείχε ένα «όμως».
Οσο οφείλουμε για κάθε δημόσιο πρόσωπο που φεύγει από την ζωή ειλικρινή συλλυπητήρια, άλλο τόσο οφείλουμε, στους ζωντανούς που μένουν πίσω, μια αληθινή αποτίμηση των πεπραγμένων του. Ο Ακης Τσοχατζόπουλος δεν διαγράφηκε από το κόμμα του επειδή διαφωνούσε πολιτικά. Δεν φυλακίστηκε για τις ιδέες του, δεν πρόδωσε τους συντρόφους του. Η περίπτωσή του καμία σχέση δεν έχει με τις λιγοστές αράδες που αφιέρωναν στα κομματικά έντυπα οι «κανονικοί» κομμουνιστές για τους «διασπαστές» —κι αυτές για να θυμίσουν ακριβώς τι συνέβη στα στερνά. Ο Τσοχατζόπουλος δωροδοκήθηκε και ξέπλυνε «μαύρο χρήμα» όντας υπουργός. Γι’ αυτό οδηγήθηκε στην Δικαιοσύνη, γι’ αυτό δικάστηκε και καταδικάστηκε. Η φυλάκισή του λειτούργησε συμβολικά, όντως, όμως η ζημιά που έκανε στο κόμμα που τον ανέδειξε κάθε άλλο από συμβολική ήταν.
«Μα, έγινε ο αποδιοπομπαίος τράγος για το ΠΑΣΟΚ», λένε όσοι προφανώς πιστεύουν ότι όλα τα στελέχη του κόμματος θα έπρεπε να έχουν πάει φυλακή —«θα έπρεπε να του έχουν δείξει περισσότερο σεβασμό την ημέρα του θανάτου του». Πολύ λίγοι εντός του ΠΑΣΟΚ, όμως, τον βλέπουν όντως ως τον πολιτικό που σήκωσε στις πλάτες του μια παράδοση διαφθοράς για να σωθούν οι ίδιοι: η προφυλάκιση του Τσοχατζόπουλου έγινε περίπου έναν μήνα πριν από τις πρώτες εκλογές του 2012, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ούρλιαζε για το σάπιο παλιό πολιτικό σύστημα και ζητούσε από τους πολίτες να το αποδοκιμάσουν. Η υπόθεσή του, η φωτογραφία με τις χειροπέδες, έδωσε ανθρωποφάγο αέρα και στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ της εποχής, συνέβαλε στο να μολυνθεί το brand ΠΑΣΟK και να αρχίσει η πραγματική του πτώση. Για χρόνια, ό,τι κι αν έκανε, το ΠΑΣΟΚ ήταν «το κόμμα του Ακη». Και αυτό σήμαινε το κόμμα των απατεώνων και των καλοπερασάκηδων. Πέρασε πολύς καιρός για να γίνει (αν έχει γίνει) ξανά κάτι παραπάνω στην συνείδηση των πολιτών, χρειάστηκε να μετασχηματιστεί και να κάνει την σχετική αυτοκριτική —με κόπο, βήμα-βήμα, χωρίς καμία εγγύηση ότι μπορεί να ξαναγίνει πρωταγωνιστής στο πολιτικό σκηνικό.
Προφανώς όσοι γνώριζαν τον Τσοχατζόπουλο θα έχουν να θυμούνται την καλή του πλευρά, τον «σύντροφο Ακη», τα χρόνια που συμπορεύτηκαν, εκείνο το πρώτο εξάμηνο του 1996 που λίγο έλειψε να γίνει πρόεδρος του κόμματος και πρωθυπουργός της χώρας. Η ιστορία του, όμως, και η πολιτική ιστορία της χώρας που τον αφορά, δεν σφραγίστηκε από αυτά. Πολλοί από εκείνους που όχι μόνο τον γνώριζαν, αλλά τον ακολουθούσαν πιστά μέχρι που πια δεν γινόταν να συνεχίσουν, δεν έχουν βγάλει άχνα –κάποιοι, αρκετοί, εξ αυτών βρίσκονται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα που πάτησε στην φυλάκισή του για να αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ στον προοδευτικό πόλο του δικομματισμού. Προτίμησαν την σιωπή: το μόνο που έμεινε να θυμίζει την σημερινή συριζαϊκή σύνθεση είναι (παραδόξως) το πρωτοσέλιδο της σαββατιάτικης «Αυγής», όπου το πλαίσιο με την ανακοίνωση του θανάτου του Ακη Τσοχατζόπουλου είναι μεγαλύτερο και πιο φανταχτερό από αυτό στο ζωνάρι για το τρισέλιδο αφιέρωμα στην επέτειο θανάτου του Λεωνίδα Κύρκου.
Είναι καλύτερη λύση η σιωπή, περισσότερο γενναία από μια αποστασιοποιημένη ανακοίνωση; Ή θα ήταν προτιμότερο το ΠΑΣΟΚ να στείλει ένα σκέτο συλλυπητήρια, όπως έκανε ο μεγάλος του αντίπαλος (αλλά και πρωθυπουργός την περίοδο των σκανδάλων που τον αφορούσαν) Κώστας Σημίτης; Η εναλλακτική θα ήταν η ανακοίνωση να μιλάει ακόμα πιο πολύ για τον τρόπο που η ιστορία του κόμματος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την παρουσία του Τσοχατζόπουλου –εκεί, θα παρακολουθούσαμε τον τσακωμό στα σόσιαλ μίντια με το ποπ κορν στο χέρι, περιμένοντας την πρώτη σχετική αναφορά στον Τσοχατζόπουλο ως «μπηχτή» προς το Κίνημα Αλλαγής εντός της Βουλής από κάποιον πολιτικό αρχηγό.
Το πρόβλημα με την κριτική, ωστόσο, δεν είναι με αυτούς που ίσως ήθελαν περισσότερη μεγαλοψυχία —κι ας μην την έδειχναν οι ίδιοι. Μέσα στις τάξεις του ΠΑΣΟΚ (άρα και του Κινήματος Αλλαγής) υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δυσκολεύονται να παραδεχτούν και δημόσια, αλλά και στους εαυτούς τους, πως έκαναν λάθος, πως πίστεψαν σε έναν πολιτικό που αποδείχτηκε άλλος από αυτόν που ήθελαν ή περίμεναν. Προτιμούν να τα ρίχνουν στην εποχή που σήκωνε ρεμούλες, στην προσωπική φιλοδοξία του εκλιπόντος, ακόμα και στην γυναίκα του. Κι αυτό είναι το πιο απογοητευτικό απ’ όλα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News