«Δεν υπάρχει ΣΥΡΙΖΑ δίχως Τσίπρα, Τσίπρας όμως μπορεί να υπάρξει πολιτικά και χωρίς ΣΥΡΙΖΑ». Η διαπίστωση, που την έχουμε ξανακούσει κατ’ επανάληψη τα τελευταία χρόνια, επανέρχεται από κορυφαίο στέλεχος του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εν όψει του κρίσιμου κομματικού συνεδρίου που θα διεξαχθεί από τις 31 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου. «Κάποια στιγμή, μέχρι το συνέδριο, θα το ακούσουμε να λέγεται και δημόσια. Πρέπει να το πούμε, για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους. Δεν πάει άλλο!» συμπληρώνει με νόημα…
Ηδη έχει τοποθετηθεί δημόσια, σε αυτό το μοτίβο, ο πρώην καραμανλικός σύμβουλος Γιάννης Λούλης, που εσχάτως συμβούλευε και τον Αλέξη Τσίπρα: «Το να καταπιεί ο ΣΥΡΙΖΑ τον Τσίπρα, έναν αρχικά ιδιαίτερα επικοινωνιακό και φωτεινό πολιτικό ήταν ο απόλυτος αυτοχειριασμός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οπερ και εγένετο». Ο Λούλης θεωρεί ότι εγένετο», στο περιβάλλον του προέδρου όμως δεν συμφωνούν. Θεωρούν ότι υπάρχει χρόνος, πολιτικό κεφάλαιο και πολιτική βούληση για μια δυναμική επανεκκίνηση. Την ευκαιρία –μήπως είναι ουσιαστικά η τελευταία;– τη δίνει το συνέδριο.
Μετά τις εκλογικές ήττες του 2019, ο Τσίπρας είχε στις αποσκευές του κάποια πλεονεκτήματα και κάποια μειονεκτήματα. Τα κυρία πλεονεκτήματα ήταν το υψηλό εκλογικό ποσοστό των εθνικών εκλογών (31,5%), το οριστικό διαζύγιο με τον Καμμένο και η επιβεβαίωση της πολιτικής κυριαρχίας του ΣΥΡΙΖΑ στη λεγόμενη «προοδευτική» παράταξη (η αναλογία της εκλογικής του δύναμης σε σχέση με το ΚΙΝΑΛ ήταν 4 προς 1, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε στην εθνική κάλπη 31,5% και το ΚΙΝΑΛ 8,1%).
Τα βασικά μειονεκτήματα ήταν το μπερδεμένο πολιτικό στίγμα του (κάπου μεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς), οι συνεχείς παραφωνίες με δηλώσεις στελεχών που προκαλούν αρνητική δημοσιότητα (λέγε με Πολάκη) και οι σκελετοί στην ντουλάπα, που ήταν αναπόφευκτο να βγουν και να κυκλοφορούν ανάμεσά μας μέσω προανακριτικών επιτροπών και δικαστικών ερευνών.
Ποια από τα πλεονεκτήματα υπάρχουν ακόμη σήμερα ή ενισχύθηκαν; Το ικανοποιητικό εκλογικό ποσοστό ξεθώριασε, καθώς το ένα γκάλοπ μετά το άλλο φέρνουν τον ΣΥΡΙΖΑ από τα ύψη του 30% plus στα βάθη του 20% plus. Και η αναλογία με το ΚΙΝΑΛ από το 4 προς 1 έπεσε εσχάτως στην καλύτερη περίπτωση στο 2 προς 1, με βάση τις δημοσκοπήσεις. Εντάξει, έμεινε ένα πλεονέκτημα, το πολιτικό διαζύγιο με τον Καμμένο, αλλά και αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω, έχει αφήσει τις πληγές του.
Τι διορθώθηκε από τα μειονεκτήματα; Απολύτως τίποτα!
Το πολιτικό στίγμα παραμένει μπερδεμένο, μάλιστα η μάχη στο εσωτερικό μαίνεται ανάμεσα σε αυτούς που θέλουν να προχωρήσει η διεύρυνση προς την Κεντροαριστερά (κυρίως οι προεδρικοί και κάποιοι που πήραν μεταγραφή από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια) και σε αυτούς που θέλουν έναν ΣΥΡΙΖΑ καθαρά αριστερό (κύριος εκφραστής αυτής της αντίληψης είναι η «Ομπρέλα» με τη σύμπραξη αρκετών ιστορικών στελεχών).
Οι κακοφωνίες όχι απλώς συνεχίζονται, αλλά κάνουν θραύση. Μία από αυτές οδήγησε σε διαγραφή τον Κουρουμπλή, καμία όμως δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει σε οποιαδήποτε δυσμενή συνέπεια τον Παύλο Πολάκη. Ούτε η αμφισβήτηση των εμβολίων ούτε η αμφισβήτηση της τήρησης των μέτρων ούτε η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης. Αντίθετα, μάλιστα, πολλές φορές δημιουργείται η εντύπωση ότι ο Πολάκης λέει με άνεση και αθυροστομία αυτά που θα ήθελε να πει ο ίδιος Τσίπρας.
Το άλλο μειονέκτημα, που όχι απλώς δεν διορθώθηκε, αλλά βρίσκεται σε φάση δυναμικής επανάκαμψης, είναι οι σκελετοί στην ντουλάπα. Από Παπαγγελόπουλο και Παππά μέχρι Βαξεβάνη και Παπαδάκου, στην Κουμουνδούρου διαπιστώνουν ότι τίποτε από αυτά που έκαναν ως κυβέρνηση, μαζί με τον κυβερνητικό εταίρο τους, κατά των πολιτικών αντιπάλων τους δεν μπορεί να ξεχαστεί και να μην πάει… «μέχρι τέλους». Γεγονός που κρατάει και τον ίδιο τον Τσίπρα σε μια ιδιότυπη πολιτική ομηρία, την ώρα που χρειάζεται όσο τίποτε άλλο μια φυγή προς τα εμπρός.
Η φυγή του Τσίπρα προς τα εμπρός είναι συνυφασμένη με την προσπάθεια διεύρυνσης του κόμματος προς το Κέντρο. Δεν θα το πουν ποτέ τόσο καθαρά από την Κουμουνδούρου, γιατί τέτοιες λέξεις είναι ταμπού. Το προσπαθούν όμως, όπως μπορούν, είτε παίρνοντας θέση παρατηρητή στους ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες, είτε προσπαθώντας ακόμη και τώρα να προσεγγίσουν στελέχη από τον χώρο της Κεντροαριστεράς, είτε παίρνοντας θέσεις μετριοπαθείς και υπεύθυνες στην πανδημία, μέσω στελεχών όπως ο Ξανθός ή ο προεδρικός σύμβουλος καθηγητής Γεροτζιάφας.
Το στοίχημα του συνεδρίου είναι ο μετασχηματισμός και η διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία. Φιλόδοξος στόχος, που έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, φαίνεται να αποτελεί προϋπόθεση για την πολιτική επιβίωση όχι μόνο του κόμματος, αλλά και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Αν επιμείνει στην υλοποίηση αυτού του στόχου, έχει τις δυνατότητες να διατηρήσει την πολιτική κυριαρχία στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Αν κάνει πίσω, φοβούμενος τη ρήξη, θα επιβεβαιώσει με μερικούς μήνες καθυστέρηση τον Λούλη που υποστηρίζει ότι… «ο ΣΥΡΙΖΑ κατάπιε τον Τσίπρα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News