Η λέξη «προοδευτικός» είναι μια ωραία λέξη για πολιτικό παιχνίδι. Επειδή το περιεχόμενό της πλάθεται και αναμορφώνεται ανάλογα την περίοδο, μπορεί στο τέλος να καταλήξει να ταιριάζει ως επίθετο σχεδόν σε όλα τα κόμματα και σε όλους τους πολιτικούς που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο. Η ζωή μετά τη χούντα έδειξε τον δρόμο: στη Μεταπολίτευση, ο πολιτικός που κάποτε αναρωτιόταν ποιος κυβερνάει αυτή τη χώρα έδιωξε τον βασιλιά και διαμήνυσε ότι η Ελλάδα ανήκει στη Δύση. Την «Αλλαγή» δεν την έφερε ένας κομμουνιστής, αλλά ο αστός, αμερικανοτραφής γιος ενός πρώην πρωθυπουργού. Ενας φαινομενικά συντηρητικός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πιο δεξιός από έναν απλό νεοδημοκράτη, στάθηκε μπροστά σε έναν πανίσχυρο αρχιεπίσκοπο και αρνήθηκε να διεξαγάγει δημοψήφισμα για τις ταυτότητες. Στον αντίποδα, το πελατειακό κράτος ταυτίστηκε με τη χειρότερη όψη ενός προοδευτικού κόμματος και η «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνησε αγκαλιά με τον Πάνο Καμμένο.
Η ΝΔ προσπαθεί εδώ και καιρό να αλλάξει την εικόνα της, να περπατήσει κάμποσα βήματα προς το Κέντρο. Αλλες φορές τα καταφέρνει κι άλλες όχι. Η ορατότητα που προσφέρει στην LGTB κοινότητα, για παράδειγμα, μέσω της επιτροπής που έφτιαξε, ή ακόμα και οι μεταρρυθμίσεις που προσπαθεί να προχωρήσει, παρά την πανδημία, της προσδίδουν μια διάθεση που σπανίως στο παρελθόν είχε το κόμμα. Σε άλλες περιπτώσεις η παλιά ΝΔ βγαίνει ευκολότερα στην επιφάνεια –ο νόμος για τη συνεπιμέλεια ήταν ένας από αυτούς που κόστισαν στις γυναίκες ψηφοφόρους. Πιο αξιοπρόσεκτη είναι η ξαφνική στροφή: φαίνεται παράταιρο ο Αδωνις Γεωργιάδης να γίνεται μέσα σε μια νύχτα οπαδός του legalize it. Επειδή ακριβώς αποτελεί τεράστια αλλαγή, τόσο για τον ίδιο όσο και για το κόμμα του, μοιάζει κομμάτι μιας ευρύτερης πλατφόρμας της ΝΔ, που γίνεται περισσότερο για τα δημοσκοπικά νούμερα και όχι επειδή το κόμμα στρέφεται προς αυτή την κατεύθυνση.
Στην αντιπολίτευση, όπου είναι συγκεντρωμένοι οι «παραδοσιακά» προοδευτικοί, γκρινιάζουν που η κυβέρνηση διεκδικεί τον χώρο τους. Στον ΣΥΡΙΖΑ γκρίνιαξαν περισσότερο γιατί το κάνει αξιοποιώντας την παρακαταθήκη του 2015 και τη στάση της υπέρ της παραμονής στο ευρώ, παρότι με την ηγεσία εκείνης της περιόδου η ΝΔ μόνο «προοδευτική» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Τη βοηθάει η τότε στάση της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και το γεγονός πως, ακόμα κι αν οι ψηφοφόροι της ΝΔ δεν ακολούθησαν όλοι τη γραμμή της, ήταν το μεγαλύτερο κόμμα που στήριξε το «ναι». Δεν έχουν, βέβαια, πάντα άδικο οι γκρινιάρηδες: υπάρχουν στιγμές που η υπερπροσπάθεια φαίνεται, που το κόμμα μετακινείται χωρίς καν να αναφερθεί ποτέ για τη μετακίνησή του.
Το πραγματικό πρόβλημα, πάντως, δεν είναι η ιστορική κληρονομιά του ενός και του άλλου, που στρίβει ένα κόμμα σε προοδευτικό ή συντηρητικό δρόμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, πέταξε με χαρακτηριστική ευκολία στα σκουπίδια τη δική του για χάρη της προόδου, όπως την όριζε αυτός, τον μετασχηματισμό δηλαδή του ΣΥΝ σε ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ μπορεί να κάνει προοδευτικές αλλαγές, αλλά παράλληλα κρατάει βουλευτές που ζητούν ρουσφέτια για τις περιοχές τους, βάζει στα ψηφοδέλτιά της νεαρές που έχουν πρόβλημα με τα ατελή σώματα, φορά περικεφαλαίες πριν εκλεγεί και τις βγάζει όταν παίρνει την εξουσία. Ο Μητσοτάκης στηρίζεται στο σπάσιμο των ιδεολογικών γραμμών, απόρροια των τελευταίων ετών, που ακόμα δεν είναι σαφές αν αλλάζει λόγω πανδημίας. Ενα μεγάλο κομμάτι της βάσης του κόμματος, ωστόσο, παραμένει όσο παραδοσιακά συντηρητικό ήταν πάντα –απλώς τη δεδομένη στιγμή δεν είναι αυτό που κρατάει τα ηνία.
Παντού υπάρχει μια μάζα που απεχθάνεται την πρόοδο, που τραβάει πίσω τον κομματικό μηχανισμό στον οποίο βρίσκεται. Οπως υπάρχει και μια άλλη, που πιέζει για αλλαγές και πειραματισμούς. Σημασία δεν έχει μόνο ποια θα επικρατήσει, αλλά το αν θα αντέξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News