Η δημοτική παράταξη της Πρωτοβουλίας, που διαμόρφωσε ταυτότητα λόγω της προσωπικότητας του Μπουτάρη, δεν είναι εύκολο να υπάρχει μετά την αποχώρηση του ηγέτη της. Τουλάχιστον να υπάρχει ως είχε. Παρόλα αυτά είναι λογικό, ο συναισθηματισμός, ο παραταξιακός πατριωτισμός, η συνοδοιπορία δεκάδων στελεχών τα τελευταία χρόνια να προσπαθούν να διασώσουν μία κάποια ενότητα, και να επιχειρούν έστω και για την τιμή των όπλων να πιστεύουν στην μελλοντική αυτόνομη προοπτική. Οσο όμως οι ασκήσεις εξαντλούνται στην ομαδική ψυχοθεραπεία, τόσο ο πραγματισμός και ο ρεαλισμός απομακρύνονται.
Οι δημοτικές παρατάξεις δεν είναι κόμματα, δεν πορεύονται στον χρόνο με το ιστορικό λογότυπο ή έστω τις πολιτικές θέσεις τους, ανακυκλώνοντας σε ανανεωτική τροχιά διάφορα πρόσωπα εκ των έσω. Αντίθετα τα πρόσωπα καταξιωμένα στην κοινωνία συνήθως, φτιάχνουν συλλογική ταυτότητα, συγκλίνουν σε προγράμματα και εγγυώνται συνεργασίες. Είναι πιο ρευστές συνομοσπονδίες πολιτών οι δημοτικές παρατάξεις που μπολιάζονται κατά βάση από την προσωπική πολιτική αντίληψη του επικεφαλής και των στελεχών που προσελκύει. Κάθε συγκυρία δημιουργεί νέα αυτοδιοικητικά μείγματα, που δεν αντιστοιχίζονται ευθέως και αναλογικά στις κομματικές οριοθετήσεις.
Και ευτυχώς, διότι έτσι η αυτοδιοίκηση διατηρεί έναν φρέσκο, πιο κοινωνικό, και τελικά πιο διαβουλευτικό χαρακτήρα σε εγγύτερη επαφή με τον πολίτη.
Η δημοτική παράταξη της Πρωτοβουλίας, μετά την ανακοίνωση αποχώρησης του Μπουτάρη, όφειλε να κοιτάξει ξανά προς τα έξω, προς την κοινωνία, αναγνωρίζοντας εκλεκτικές συγγένειες, αναζητώντας υφολογικές αναλογίες και κοσμοθεωρητικές συμπτώσεις, αντί να ομφαλοσκοπήσει στο όνομα ενός τραβηγμένου παραταξιακού «σοβινισμού».
Οφειλε αν ήθελε να συνεχίζει να σηματοδοτείται ως μία αξιόλογη αυτοδιοικητική συνιστώσα της πόλης, να απαντήσει ειλικρινώς στο ερώτημα: Ποιος κερδίζει τώρα, σε έναν χώρο που εκτείνεται από την οικολογία του ρεαλισμού, τη μεσαία τάξη, το προοδευτικό Κέντρο, και την Κεντροαριστερά; Ποιος εκπροσωπεί ευδιάκριτα αυτά τα χαρακτηριστικά και την ίδια την πόλη στην πορεία προς το μέλλον;
Είναι σαφές πως όλα διακυβεύονται στο πρόσωπο που θα αναλάβει να ηγηθεί με τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη των δυνάμεων του ενδιάμεσου προοδευτικού χώρου. Συνοψίζω έξι βασικά κριτήρια που πρέπει να εκπληρούνται και που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν :
- Να συνεχίσει την πολιτική των ανοιχτών οριζόντων του Γιάννη Μπουτάρη, διαθέτοντας εκλεκτική συγγένεια μαζί του
- Να έχει πολιτική εμπειρία και μεγάλη αυτοδιοικητική γνώση
- Να μπορεί να διαχειριστεί λόγω τεχνοκρατικής επάρκειας τα λεγόμενα θέματα της καθημερινότητας, το κυκλοφοριακό, την αναδιανομή του δημόσιου χώρου, το περιβάλλον και την καθαριότητα
- Να έχει δημόσια αναγνωρισιμότητα πέραν της Θεσσαλονίκης, σε πανελλήνια εμβέλεια και να μπορεί να κινηθεί με άνεση για τις διεκδικήσεις απέναντι στην κεντρική διοίκηση και την εκάστοτε κυβέρνηση.
- Να διεισδύει σε ευρύτερες δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών από την Κεντροαριστερά, τον φιλελεύθερο χώρο, την ανανεωτική Αριστερά και το χώρο της σύγχρονης οικολογίας
- Τελευταίο και ίσως σημαντικότερο να κερδίζει την μέγιστη δυνατή συσπείρωση και επιλογή των πολιτών στα μέχρι σήμερα δημοσκοπικά ευρήματα. Να εμφανίζεται ο καταλληλότερος για μία σοβαρή προοπτική δεύτερου γύρου
Αντί αυτού μέχρι στιγμής η Πρωτοβουλία επιδόθηκε σε έναν αχρείαστο οργανωτισμό, τόσο με την πρόσκληση κινήσεων και μικροομάδων του ευρύτερου χώρου συζητώντας τα αυτονόητα, όσο και με την αντιφατική ως προς το πρώτο προκήρυξη εσωτερικών εκλογών στο στενό κύκλο, των εκλεγμένων συμβούλων. Η παράταξη διαθέτει ακόμη ηγέτη τον Γιάννη Μπουτάρη και θα έπρεπε υπό την εκπροσώπηση του ίδιου να κινηθεί με γνώμονα το συμφέρον της πόλης.
Πράττοντας με εσωστρέφεια όμως, κατάφερε ένα αποτέλεσμα που δείχνει την παράταξη διχασμένη στο εσωτερικό και ταυτόχρονα να επιχειρεί να τετραγωνίσει τον κύκλο σε μία δήθεν ανοιχτή διαβούλευση, που είναι γνωστό εκ των πραγμάτων πως θα οδηγηθεί σε αδιέξοδο, λόγω του δεδομένου υποκειμενισμού διαφόρων μικρομεγαλοϊδεατισμών αλλά και λόγω της οργανωτικής αδυναμίας οι κινήσεις αυτές να θεωρηθούν ισοβαρείς ως προς τη λήψη αποφάσεων. Ετσι ο μόνος τρόπος θα ήταν η ομοφωνία, πράγμα αδύνατον ή η πλήρης διαφωνία που είναι και το πιθανότερο. Μικρές πλειοψηφικές συσπειρώσεις δεν έχουν κανένα νόημα, γιατί ήταν δεδομένες εκ των προτέρων σε μία πόλη που όλοι γνωρίζονται με όλους. Με άλλα λόγια ο πειραματισμός αυτός είναι τοσο προσχηματικός, όσο και παλιομοδίτικος
Αυτή τη στιγμή η μόνη παράταξη που υφίσταται στην προεκλογική σφαίρα και στην «όντως πραγματικότητα» (όπως λέει και ο αγαπημένος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης) του ευρύτερου και συγγενούς ενδιάμεσου χώρου, που έχει διακηρυγμένη θέση καθόδου στις δημοτικές εκλογές, που έχει παρουσιάσει προγραμματικές θέσεις πολύ κοντά στην αντίληψη της Πρωτοβουλίας, που έχει ανακοινώσει υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους και που έχει επικεφαλής τον έμπειρο Σπύρο Βούγια, είναι η «Πολύχρωμη Πόλη».
Η «Πολύχρωμη Πόλη» μαζί με την «Πρωτοβουλία» και με τη διακριτική υποστήριξη των κεντρικών πολιτικών δυνάμεων του ΚΙΝΑΛ και του Ποταμιού θα συγκροτούσαν την πειστική πρόταση με καθαρά αυτοδιοικητικά χαρακτηριστικά, που μπορεί να διεκδικήσει μία νίκη στον δεύτερο γύρο, απέναντι στις προειλημμένες εξ Αθηνών και σαφώς κομματικές υποψηφιότητες του Νίκου Ταχιάου και της Κατερίνας Νοτοπούλου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News