Θεωρητικά τα 40 χρόνια που μεσολάβησαν από την κατάργηση του επιθεωρητή 1981-2020 μαζί με τα απόνερα (τη δεκαετία του 2010) θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη χρυσή τεσσαρακονταετία της ελληνικής εκπαίδευσης. Η ορμή και η απελευθέρωση της Μεταπολίτευσης αποδέσμευσε τον εκπαιδευτικό από τον βραχνά του επιθεωρητή που συκοφαντημένος θυσιάστηκε στον αντιεξουσιαστικό λόγο της εποχής.
Χωρίς το άγχος της επιθεώρησης, με μπόλικο χρήμα και αρκετές διευκολύνσεις (εκπαιδευτικές άδειες μετά αποδοχών) για μεταπτυχιακές σπουδές η μεταπολιτευτική ορμή, σαράντα χρόνια μετά, κατέληξε σε μια πλειάδα κλειστών-εσωστρεφών δομών και νοοτροπιών που κάθετα (θεσμοί ιεραρχίας τύπου ΙΕΠ) και οριζόντια (επιστημονικές οργανώσεις τύπου «Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων») δένουν την εκπαίδευση σε κακέκτυπα του 20ου αιώνα (καταλήψεις, απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών, σχολικά βιβλία στομφώδη ή βαρύγδουπα επιστημονικά, αλλά επιεικώς ακατάλληλα για διδασκαλία, αναξιοκρατία λόγω μη αξιολόγησης στην τάξη, υποστελέχωση, ανύπαρκτη ή ανεπαρκή υποστήριξη του εκπαιδευτικού, έλλειψη οράματος, συνδικαλισμός με λεξιλόγιο και συμπεριφορά αναχρονιστική).
Ολα συντείνουν σε ένα κλίμα μακροχρόνιας σήψης και παρακμής που σέρνεται από σχολική χρονιά σε χρονιά, από κυβέρνηση σε κυβέρνηση και από υπουργό σε υπουργό. Όλα συντείνουν στη μεγίστη υποκρισία: έχουμε δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα στη μέση βαθμίδα που καμώνεται ότι μορφώνει, ενώ στην πραγματικότητα ασχημονεί πνευματικά και ψυχικά στους μαθητές.
Πώς χάθηκε όλη αυτή η μεταπολιτευτική ελευθερία που γνώρισε η χώρα; Πού πήγε όλη αυτή η διακίνηση ιδεών μέσω της εκδοτικής έκρηξης, οι αναλύσεις και οι θεωρήσεις; Γιατί οι ιδέες δεν μετουσιώνονται σε λύσεις πρακτικές και εφαρμόσιμες, τώρα που τις χρειαζόμαστε; Μήπως ήταν εγκλωβισμένες σε σχήματα ιδεολογικά και θεωρητικά που δεν έχουν ισχύ σήμερα; Γιατί η πληθώρα των πανεπιστημιακών σχολών που ιδρύθηκαν δεν έχει δώσει ακόμη έναν εκπαιδευτικό αναφοράς, όπως ήταν ο Δελμούζος, ο Παπανούτσος ή ο Δημαράς πιο πρόσφατα; Ποιο είναι το πρόβλημα με το ελληνικό Πανεπιστήμιο που παρά τη μαζικοποίηση των τίτλων σπουδών δεν έχει διαμορφώσει έναν εκπαιδευτικό ή μια κρίσιμη μάζα εκπαιδευτικών που να τραβήξει το κάρο που έχει βαλτώσει; Σκέφτομαι τη χρυσή τριάδα της εκπαίδευσης προ εκατό ετών, Δελμούζος, Τριανταφυλλίδης, Γληνός· ήταν στα τριάντα τους, όταν με ορμή μπήκαν στην εκπαίδευση, αλλάζοντάς την ανεπιστρεπτί. Σήμερα όσοι κάνουν «μεταρρυθμίσεις» είναι συνταξιούχοι, αφυπηρετήσαντες καθηγητές πανεπιστημίου, εκπαιδευτικοί που έχουν χρόνια να μπούνε στην τάξη ή την βαριούνται. Πόση ορμή ανανέωσης να κουβαλάνε;
Η έλλειψη ηγεσίας που παρατηρείται δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο εκπαιδευτικό, ούτε έχει χαρακτήρα τοπικό. Το πρόβλημα ωστόσο με τις κλειστές δομές εξουσίας, όπως είναι η ελληνική, έγκειται στο ότι η εισδοχή σε ένα τέτοιο σύστημα γίνεται μέσα από εξετάσεις κομματοκρατίας και καμαρίλας. Αυτό το κλίμα παθογένειας τροφοδοτείται διαρκώς από τη βαρβαρότητα των πολιτικών παρεμβάσεων που αναπαράγουν στον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, την εσωστρέφεια του ίδιου παρά του εξωστρέφεια του διαφορετικού.
Παρά τη μεγίστη κρίση που ενέσκηψε στη χώρα (δεκαετία του 2010) δεν έχει υπάρξει ένα κάλεσμα στους καλύτερους Έλληνες, που αρκετοί εξ αυτών, λόγω της αναξιοκρατίας, έφυγαν από τη χώρα, για να ξεφύγουν από τον εσμό της μετριοκρατίας. Ο Αγγελος Χανιώτης, καθηγητής στο Πρίνστον ή ο Βρασίδας Καραλής, κοσμήτορας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, επί παραδείγματι, είναι δύο προσωπικότητες που διαπρέπουν στο εξωτερικό σε κορυφαία ιδρύματα και που θα μπορούσαν να δώσουν τον αέρα της εξωστρέφειας σε επιτροπές σοφών για την Παιδεία στη μέση βαθμίδα.
Χρειαζόμαστε το βλέμμα του απόδημου Έλληνα που θα μπολιαστεί με την καρδιά του Ελλαδίτη. Χρειαζόμαστε το βλέμμα του ετερόχθονου, γιατί ο αυτόχθων έχει περιορισμένο ορίζοντα διαχρονικά. Θα αποτελούσε λύση; Αναμφισβήτητα θα ήταν μια αρχή, γιατί τα κριτήρια για να ανέλθεις σε τέτοια ιδρύματα είναι απόλυτα και όχι μέρος μιας συναλλαγής ή δημοσίων σχέσεων, όπως γίνεται στην ημεδαπή. Τέτοιου είδους κριτήρια χρειαζόμαστε για να βρούμε τους καλύτερους εκπαιδευτικούς στη χώρα που είναι κρυμμένοι στις αίθουσες προκειμένου να προστατεύσουν εαυτούς, παιδαγωγικές αρχές και μαθητές από την παρακμή.
Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο στη μέση βαθμίδα είναι η αξιοσύνη (σε όλη την κλίμακα: ηθική, επιστημονική, διδακτική) που έρχεται με την εξωστρέφεια παρά ο πατερναλισμός (σε όλη την κλίμακα: από τον αυταρχισμό και τον παρεμβατισμό έως το διδακτισμό) που δίνει η εσωστρέφεια. Το πρώτο δίνει το μπόλιασμα της θεωρίας με την πράξη, που σε μια κουλτούρα παραδειγματική όπως είναι η ελληνική, θα κινούσε τους τροχούς της άμαξας προς τα μπρος. Το δεύτερο δίνει καμαρίλα σε θεσμούς τύπου ΙΕΠ, εξαγγελίες, πομφόλυγες διακηρύξεις τύπου critical thinking, χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητα, τον μέγα κριτή.
Αυτό που χρειάζεται το πολιτικό σύστημα για να επιβιώσει είναι τα φώτα των καλύτερων. Αν το κάνει στην οικονομία (με την επιτροπή Πισσαρίδη), γιατί διστάζει στην Παιδεία; Δεν είναι θέμα ιδεολογικών διαφορών. Όπως υπενθυμίζει ο Καστοριάδης (που αν είχε μείνει στη χώρα δεν θα ήταν ο ίδιος Καστοριάδης), υπάρχει σύγκλιση ιδεολογιών, όπως το έβλεπε στη Γαλλία ήδη από τη δεκαετία του 1980. Δεξιά και Αριστερά κάνουν σχεδόν τα ίδια: στο ίδιο καπιταλιστικό σύστημα ζουν, από τον ίδιο θεό του χρήματος τρέφονται. Χρειαζόμαστε, με τη σκέψη του Καστοριάδη, μια καινούργια φαντασιακή θέσμιση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που θα επανεκκινήσει τους δείκτες, για ίδιον συμφέρον του πολιτικού συστήματος, αλλά πρωτίστως για την ίδια την πατρίδα. Γιατί αν οι πολιτικοί συμφωνούν στο ρόλο και στη στρατηγική της Αμυνας που πρέπει να έχει η χώρα (δεν νομίζω να διαφωνούν), τότε νομοτελειακά καλούνται να συμφωνήσουν στην πρώτη άμυνα της χώρας, που είναι η Παιδεία. Το ένα δεν υπάρχει χωρίς το άλλο. Αν πέσει το πρώτο, σημαίνει ότι θα έχει ήδη πέσει προ πολλού το δεύτερο.
ΥΓ. Το κείμενο γράφτηκε πριν την ανακοίνωση, στις 2 Οκτωβρίου, του υπουργείου για υποχρεωτική τηλεδιδασκαλία στα σχολεία που τελούν υπό κατάληψη. Στο 1ο Πρότυπο Λύκειο-Γεννάδειο, στο οποίο υπηρετώ, οι μαθητές σκόπευαν να τη λήξουν την Παρασκευή, αλλά η ανακοίνωση του υπουργείου τους εξώθησε στη συνέχιση. Οι χρόνιες αβελτηρίες των πολιτικών ταγών να λύσουν τον παραθεσμό της κατάληψης μεταφέρονται στις πλάτες της εκπαιδευτικής κοινότητας από την αδυναμία δημιουργικής παρέμβασης και νέου ήθους λύσης και όχι με όρους divide et impera λογικής, όπως αυτή επικράτησε μετεμφυλιακά.
* Ο Αχιλλέας Ντελλής είναι εκπαιδευτικός στο 1ο Πρότυπο Γενικό Λύκειο Αθηνών-Γεννάδειο
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News