Στο Ηνωμένο Βασίλειο έχουν μάθει όλα να αρχίζουν και να τελειώνουν ως ένα debate: ανταλλαγή απόψεων, επιχειρημάτων και αντεπιχειρημάτων. Αυτό εξάλλου καλλιεργείται ήδη από νωρίς, στα φοιτητικά χρόνια των περισσότερων από τους σημερινούς πολιτικούς. Ο Μπόρις Τζόνσον το γνωρίζει πολύ καλά, έχοντας διατελέσει πρόεδρος του Oxford Union. Όμως στην περίπτωση του Brexit τα πράγματα έχουν πάρει μια απροσδόκητη τροπή, κυρίως γιατί η όλη ρητορική αναπτύχθηκε ερήμην της ευρωπαϊκής και συνταγματικής πραγματικότητας. Έτσι, όσο πλησιάζουμε προς την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου όλα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα, κάτι που επιβεβαιώθηκε και με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου την Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: όσοι επιχειρηματολόγησαν υπέρ του Leave πριν και αμέσως μετά το δημοψήφισμα, έβαλαν ως κύριο πρόσημο του αγώνα τους την υπεράσπιση του αγγλικού συντάγματος και της ιδιαιτερότητάς του. Ισχυρίζονταν πως ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα-πρότυπο για τις άλλες δημοκρατίες αλλά ταυτοχρόνως και ιδιοσυγκρασιακό, με το Κοινοβούλιο να έχει απεριόριστη νομική κυριαρχία και το σύνταγμα να είναι ακωδικοποίητο, κινδύνευε από την υπεροχή των κανόνων του ενωσιακού δικαίου. Όσο οι άγγλοι νομικοί επέμεναν ότι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση εξ ορισμού συνεπάγεται περιορισμούς σε ένα προηγουμένως παντοδύναμο Κοινοβούλιο, οι οπαδοί του Leave αντιπρότειναν: «τότε να βγούμε από την Ενωση για να επανακτήσουμε την πολιτική και συνταγματική μας κυριαρχία και ιδιαιτερότητα». Με λίγα λόγια, μια μερίδα του αγγλικού πολιτικού κόσμου πρόσφερε εύκολες λύσεις σε δύσκολα ζητήματα. Πώς αλλιώς μπορεί να ονομαστεί αυτό το φαινόμενο αν όχι λαϊκισμός;
Πού οδήγησε όμως μέχρι σήμερα ο συνταγματικός λαϊκισμός στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου; Στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ευαγγελιζόταν. Σε μια σειρά συνταγματικών εντάσεων που θέτουν άλλοτε το λαό, άλλοτε το Κοινοβούλιο και άλλοτε τη Δικαιοσύνη προ σκληρών διλημμάτων.
Πρώτο σύμπτωμα αυτής της «αποδιάρθρωσης» του αγγλικού συνταγματικού οικοδομήματος ήταν το ίδιο το δημοψήφισμα του 2016. Εισάγοντας ένα θεσμό άμεσης δημοκρατίας στο πλέον αντιπροσωπευτικό των πολιτευμάτων, έφερε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αντιμέτωπο τον λαό με τον ίδιο τον κατ’ εξοχήν θεσμό που ισχυρίζονταν οι συνταγματικοί λαϊκιστές ότι υπερασπίζονται: το Κοινοβούλιο.
Αλλά αυτή ήταν μόνο η πρώτη πράξη του συνταγματικού δράματος. Σε δεύτερο χρόνο εμφανίστηκαν διάφοροι αυθεντικοί ερμηνευτές της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή συγκεχυμένα εκφράστηκε στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και επιχείρησαν να παρακάμψουν, αναφορικά με την απόφαση ενεργοποίησης του άρθρου 50 για έξοδο από την ΕΕ, αυτό το ίδιο Κοινοβούλιο, την Κυριαρχία του οποίου υπερασπίζονταν προ του δημοψηφίσματος. Ήταν η πρώτη φορά που το Ανώτατο Δικαστήριο είχε άλλη άποψη, σταματώντας έτσι την εκτελεστική εξουσία και διατηρώντας την ευστάθεια του αγγλικού συνταγματικού οικοδομήματος σε μια κρίσιμη στιγμή.
Η δεύτερη παρέμβαση του αγγλικού Ανωτάτου Δικαστηρίου ήρθε μόλις την Τρίτη. Όμως τα πράγματα είναι πλέον εντελώς οριακά και η ατμόσφαιρα τελείως τεταμένη. Mερικές μόλις εβδομάδες πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η αναστολή της λειτουργίας του Κοινοβουλίου από τον Πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον είναι παράνομη, άκυρη και μη γενόμενη.
Ενδιαφέρον όμως έχει το σκεπτικό του Δικαστηρίου που για άλλη μια φορά, όπως στην πρώτη του απόφαση, αναδεικνύει το μέγεθος της προσπάθειας υπονόμευσης του συντάγματος από τους θιασώτες του συνταγματικού λαϊκισμού: ο Τζόνσον, σύμφωνα με το δικαστήριο, παρανόμησε καθώς παρακώλυσε, χωρίς εύλογη αιτία, την εκτέλεση από το Κοινοβούλιο των συνταγματικών του λειτουργιών, δηλαδή της νομοθετικής παραγωγής και του ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας.
Με άλλα λόγια, αυτοί οι οποίοι ανήλθαν στην εξουσία ως υπερασπιστές της Κυριαρχίας του Κοινοβουλίου και έβαλαν το Ηνωμένο Βασίλειο στην περιπέτεια του Brexit, δεν δίστασαν να ισχυριστούν ψευδώς πως αναστέλλουν τη λειτουργία του Κοινοβουλίου για άσχετους με τον πραγματικό λόγους, απλώς και μόνο για να περιορίσουν τη δυνατότητά του να παρέμβει στα πολιτικά πράγματα μέχρι την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η απόφαση της Τρίτης έρχεται λοιπόν ως μια ακόμα επιβεβαίωση του υπονομευτικού για το Σύνταγμα ρόλου του συνταγματικού λαϊκισμού. Φαίνεται πως το φαινόμενο θα μπορούσε να τυποποιηθεί, αν λάβουμε υπόψη μας, μαζί με την αγγλική περίπτωση και την τετραετή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί οι οποίοι ανέρχονται στην εξουσία λαϊκίζοντας ως υπερασπιστές του πολιτεύματος και της συνταγματικής κυριαρχίας έναντι των «έξωθεν παρεμβάσεων» συνιστούν ως κυβερνώντες τους πλέον πρόθυμους υπονομευτές της ευστάθειας του συνταγματικού οικοδομήματος, με τη διενέργεια των δημοψηφισμάτων να είναι η αρχή και όχι το τέλος του δρόμου. Με τη μόνη διαφορά πως στο Ηνωμένο Βασίλειο αυτό το τέλος του δρόμου δεν έχει φανεί ακόμα στον ορίζοντα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News