Σαράντα ημέρες. Τόσες πέρασαν από εκείνο το πρωινό που από τον «Ευαγγελισμό» έγινε γνωστό το κακό, ότι η Φώφη Γεννηματά έχασε τη μάχη. Και η αλήθεια είναι ότι εκείνη την ημέρα, που το Κίνημα Αλλαγής, η ευρύτερη δημοκρατική παράταξη και μαζί τους σχεδόν όλη η Ελλάδα, θρηνούσαν για τον απρόσμενο χαμό της Φώφης, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η εκλογή νέου αρχηγού θα προκαλούσε τόσο μεγάλο –και μιντιακό αλλά όχι μόνον– ενδιαφέρον, θα κινητοποιούσε τόσους ανθρώπους, θα ξυπνούσε εν υπνώσει πολιτικές δυνάμεις και θα έβγαζε από τα αραχνιασμένα συρτάρια ιδέες, θα συνιστούσε τελικά ένα μείζον πολιτικό γεγονός της χρονιάς –αν όχι το πολιτικό γεγονός της χρονιάς–, στον βαθμό που να δικαιούται κανείς να υποστηρίξει ότι αυτές οι 40 ημέρες άλλαξαν το ΚΙΝΑΛ.
Η προεκλογική περίοδος τελείωσε το βράδυ της Παρασκευής χωρίς υπερβολές και εντάσεις, παρά μόνο κάποιους μικροδιαξιφισμούς και αιχμές της τελευταίας στιγμής. Και αυτό από μόνο του ήταν μια μικρή σημαντική νίκη, καθώς δεν υπήρξε η τοξικότητα που αποξενώνει τον μέσο πολίτη. Η εικόνα ενός σοβαρού κόμματος είναι μια επιτυχία από μόνη της.
Πάρα πολλά βλέμματα –δυσανάλογα του εκλογικού αποτυπώματος– στράφηκαν προς τη Χαριλάου Τρικούπη και στο ποιος θα είναι επόμενος αρχηγός, με πολιτικό ενδιαφέρον που ξεπερνούσε πια την αρχική συγκίνηση.
Φίλοι και ψηφοφόροι της ευρύτερης παράταξης μετά από καιρό εμφανίστηκαν σε συγκεντρώσεις και σε συζητήσεις και σε αυτό, χωρίς αμφιβολία, βοήθησε η εντατική –κατά κάποιους «αμερικανικού τύπου»– καμπάνια σε όλη την Ελλάδα έξι υποψηφίων με διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε την προσδοκία πως υπάρχει ζωή στην Κεντροαριστερά, ότι επιτέλους κάτι πάει να γίνει στον πολύπαθο χώρο του προοδευτικού Κέντρου, δημιουργώντας έναν μικρό ενάρετο πολιτικό κύκλο: η προσδοκία και η αισιοδοξία αποτυπώθηκαν στις δημοσκοπήσεις για τις εθνικές εκλογές, όπου το ΚΙΝΑΛ εμφάνισε άνοδο σχεδόν τεσσάρων μονάδων με διψήφιο ποσοστό άνω του 10% –η δε διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ έπεσε από το 4 προς 1 της κάλπης του ’19, στο 3 ή ακόμα και στο 2 προς 1.
Η δημοσκοπική ανάταση είναι άλλη μια μικρή αλλά σημαντική νίκη και, εφόσον η ανοδική τάση επιβεβαιωθεί και μετά την εκλογή αρχηγού, τότε ίσως να δικαιούται κανείς να πει ότι αυτές οι 40 ημέρες δεν άλλαξαν μόνο το ΚΙΝΑΛ αλλά δημιούργησαν και τις συνθήκες για να αλλάξει ο εκλογικός χάρτης.
Το timing βέβαια είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Η εκλογή αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ συνέπεσε με την εμφανή μεταρρυθμιστική κόπωση της κυβέρνησης και τις αστοχίες στη διαχείριση της πανδημίας, αλλά και με την όλο και πιο εμπεδωμένη πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορούν να είναι η εναλλακτική προοπτική απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στη ΝΔ. Μέσα σε 40 ημέρες το ΚΙΝΑΛ μπόρεσε να συστηθεί ως εναλλακτική σε αυτό το πολιτικό αδιέξοδο του δικομματισμού με ενάμιση κόμμα.
Τι όμως αποτύπωμα αφήνει η προεκλογική εκστρατεία των υποψηφίων για την ηγεσία του ΚΙΝΑΛ;
Ως προς το –κατασκευασμένο ή όχι, δεν είναι το θέμα μας– επίδικο των συνεργασιών, όλοι δεσμεύτηκαν για την αυτόνομη πολιτική δράση και παρουσία και επιπλέον απέρριψαν, άλλοι κατηγορηματικά άλλοι πιο χαλαρά, την προοπτική σύμπραξης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ολοι έβαλαν ένα κομμάτι στο παζλ.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης κινητοποίησε τις κομματικές δυνάμεις και τα στελέχη που τον υποστηρίζουν σταθερά σε όλη την Ελλάδα ακόμα και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Ως κυρίαρχο ζήτημα έθεσε την ενότητα της παράταξης, την ανανέωση –ο ίδιος έχει το προνόμιο να είναι μόλις 42 ετών και να μην έχει φθαρεί σε κυβερνητικές θέσεις, σε αντίθεση με συνυποψηφίους του– καθώς και τη συνολική ανασυγκρότηση του κόμματος, έχοντας αποκτήσει μάλιστα την άνεση να μιλά ξανά για επιστροφή στην εξουσία. Δεσμεύτηκε ότι το κόμμα θα είναι πολυφωνικό, με πλήρη οργανωτική δομή και δημοκρατική λειτουργία. Αναφέρθηκε όμως σχετικά λίγο σε θέματα πολιτικών θέσεων και σε ζητήματα κεντρικών πολιτικών επιλογών, μιλώντας γενικά για τα success stories της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (σε Πορτογαλία και Ισπανία) και παίζοντας με τη θεωρία ότι «μπορεί να γίνει κι εδώ».
Από την πλευρά του ο Παύλος Γερουλάνος έφερε στην προεκλογική κούρσα τεχνοκρατικό αέρα για τη λειτουργία του κόμματος και την εφαρμογή των πολιτικών θέσεων του ΚΙΝΑΛ. Μίλησε για πλήρως ψηφιακό κόμμα και για την ανάγκη άμεσα πρακτικών τοποθετήσεων, ενώ έθεσε επανειλημμένα το θέμα της αλλαγής της αποκέντρωσης των εξουσιών και της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
Στην αποσαφήνιση της ιδεολογικής ταυτότητας του ΚΙΝΑΛ και της ευρύτερης Κεντροαριστεράς επέμεινε ο Χάρης Καστανίδης. Υποστήριξε κατηγορηματικά την πλήρη οριοθέτηση ιδεολογικά και πολιτικά από τη ΝΔ και τη Δεξιά και ηπιότερα από τον ΣΥΡΙΖΑ και την Αριστερά.
Ο Ανδρέας Λοβέρδος έθεσε πολιτική ατζέντα με σαφή κατεύθυνση. Ήταν ξεκάθαρος για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής με αιχμή τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου υποστήριξε ότι διαφωνεί πλήρως και ότι δεν τη θεωρεί πρότυπο διευθέτησης άλλων εθνικών ζητημάτων, πχ για την ΑΟΖ και το Κυπριακό. Ανέδειξε τις συνέπειες για την ελληνική κοινωνία του Μεταναστευτικού, ήταν σχεδόν απόλυτος στη σκληρή εφαρμογή του νόμου για τη ενίσχυση της ασφάλειας των πολιτών και υπογράμμισε την άμεση ανάγκη περιορισμού της γραφειοκρατίας. Ειδικά για το Κίνημα Αλλαγής εξαρχής είχε μιλήσει για επάνοδο το ονόματος ΠΑΣΟΚ και του πράσινου ήλιου, ως συμβόλου του.
Ο Γιώργος Παπανδρέου, για την υποψηφιότητα του οποίου υπήρξαν και θετικά σχόλια αλλά και αρνητικές τοποθετήσεις, παρουσίασε μια πιο προοδευτική πολιτική ατζέντα. Προέβαλε την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που κρίνονται απαραίτητες για την πορεία της χώρας στον 21ο αιώνα. Μίλησε για την κλιματική κρίση, με ισόρροπη και κοινωνική δίκαιη μετάβαση στην πράσινη οικονομία, με σταθερές εργασιακές σχέσεις , ευρεία μεταρρύθμιση στη Παιδεία, ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και αναδόμηση του ΕΣΥ, παράλληλα με την ενίσχυση της ψηφιακής επιχειρηματικότητας και την αντιμετώπιση του ψηφιακού αναλφαβητισμού. Ωστόσο επανέλαβε αρκετά γνωστά στερεότυπα για «συμφέροντα» που θέλουν την Ελλάδα καθηλωμένη και τον πολεμούν, ενώ είναι αμφίβολο αν απέκρουσε τις επιφυλάξεις για την ικανότητα εφαρμογής των όσων διακηρύττει, επιφυλάξεις λόγω του κακού μάνατζμεντ στην προ δεκαετίας πρωθυπουργία του.
Ο Παύλος Χρηστίδης μολονότι κατέθεσε υποψηφιότητα τελευταίος ήταν ιδιαίτερα δραστήριος. Πήγε σε όλη Ελλάδα. Μίλησε για το πόσο απαραίτητο ήταν το ΠΑΣΟΚ και είναι το ΚΙΝΑΛ και η ευρύτερη παράταξη για τη χώρα. Απευθύνθηκε κατά κύριο λόγο κυρίως σε νέους και σε νέες ενώ υπερασπίστηκε βασικές επιλογές της Φώφης Γεννηματά.
Ολοι προσέθεσαν κάτι και δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι αφαίρεσαν.
Με αυτά τα δεδομένα είναι βάσιμες οι προσδοκίες για αυξημένη συμμετοχή στις εσωκομματικές κάλπες . Εφόσον μάλιστα ξεπεράσει τις 212.000 ψήφους του 2017, τότε υπάρχει ακόμα μια νίκη για την πολιτική παρουσία του Κινήματος Αλλαγής και του ευρύτερου χώρου, ενώ ταυτόχρονα δεσμεύεται η νέα ηγεσία που θα εκλεγεί. Ο λόγος πια στους φίλους και τα μέλη του…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News