Υπάρχει μια σκληρή φωτογραφία από την ναζιστική Γερμανία. Ένας νεαρός άνδρας, περιτριγυρισμένος από αστυνομικούς, φοράει στο λαιμό μια ταμπέλα που, σε ελεύθερη μετάφραση, γράφει «γύρισα την πλάτη στη φυλή μου». Δίπλα του μια γυναίκα με κατεβασμένο κεφάλι, μια Εβραία.
Ο απείθαρχος Γερμανός είχε παραβιάσει τους κανόνες του καθεστώτος, είχε ερωτικές σχέσεις με τον «εχθρό». Έπρεπε, λοιπόν, να τιμωρηθεί –και η καλύτερη τιμωρία ήταν η διαπόμπευση: έδινε στίγμα σε όσους σκέφτονταν να ακολουθήσουν το κακό παράδειγμα και απομόνωνε τον Γερμανό που είχε προβεί ήδη στο αδίκημα. Ο δημόσιος εξευτελισμός τον έκανε αυτόματα μαύρο πρόβατο, έβαζε ανάμεσα στον ίδιο και την υπόλοιπη (αμόλυντη) κοινωνία μια μεγάλη διαχωριστική γραμμή. Ευτυχώς που αυτή η εικόνα έχει διασωθεί. Αν δεν υπήρχε, ίσως ακόμα να αναρωτιόμασταν ποιοι είναι διαχρονικά οι θύτες και ποιοι τα θύματα. Ισως να μην κατανοούσαμε πλήρως τι σημαίνει προπαγάνδα.
Ο Δημήτρης Μπουραντώνης, ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ), φόρεσε τη δική του ταμπέλα. Τον ανάγκασαν να κάτσει στο γραφείο του, του την πέρασαν από τον λαιμό, και τον φωτογράφισαν για να δείξουν στην κοινωνία που παρακολουθεί τόσα χρόνια την κατάσταση στα πανεπιστήμια ποιος είναι ο εχθρός. Η στοχοποίησή του έγινε γιατί «εκμεταλλευόμενος την “ακαδημαϊκή αυθεντία” του φροντίζει να αφήνει παντού το νεοφιλελεύθερο στίγμα του στον δημόσιο διάλογο», γιατί «αποτελεί κομμάτι μιας συντηρητικής ακαδημαϊκής κοινότητας που οραματίζεται έναν εξευρωπαισμό των πανεπιστημίων στα πρότυπα αποστειρωμένων και επιτηρούμενων ιδρυμάτων». Κοιμήθηκε με τον εχθρό ο Μπουραντώνης, γύρισε την πλάτη στην πανεπιστημιακή φυλή του. Τόλμησε να έχει άποψη για τα δημόσια ΑΕΙ –και τι άποψη, υπέρ του εξευρωπαϊσμού τους!
Την πανηγυρίσαμε όλοι με την ψυχή μας την απόφαση για την Χρυσή Αυγή. Υπάρχει όμως μια βία εξίσου τρομακτική με αυτή των ταγμάτων εφόδου για την οποία εδώ και δεκαετίες επιδεικνύεται χαρακτηριστική ανοχή. Εκείνης των δικών μας «παιδιών», που μπαίνουν στην τριτοβάθμια σε ταραγμένη μετα-εφηβεία και την ξεπερνούν φτιάχνοντας μολότοφ. Παρότι εξίσου επικίνδυνη, είναι πια τόσο συνηθισμένη που κάθε φορά, από το κάψιμο της Αθήνας το 2008 έως την Μαρφίν και από εκεί στον Μπουραντώνη, δικαιολογούμε τα πάντα σαν να είναι η πρώτη φορά. Όλη η ιστορία της κατάργησης του ασύλου, όλη η σημασία της απόφασης που έγινε τάχα ταυτοτική σημαία για κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πετάχτηκε το πρωί της Πέμπτης στο καλάθι των αχρήστων. Με ψηφισμένο νόμο που παρέχει το δικαίωμα αστυνομικής παρέμβασης, διάφοροι τύποι ένιωσαν αρκετά ασφαλείς ώστε να επιτεθούν στον πρύτανη ενός από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Αθήνας –κάποιος στο (πάντα λαλίστατο, αλλά επί τούτου σιωπηλό) υπουργείο, άρα, δεν έχει κάνει καλά την δουλειά του.
Η κοινωνία που συνειδητοποίησε ότι το φίδι έχει βγει από το αυγό του όταν δολοφονήθηκε ο Φύσσας είχε ανέκαθεν αργές αντιδράσεις σε κάτι τέτοια: στην περίπτωση της 17Ν το σημείο καμπής ήταν ο Θάνος Αξαρλιάν. Αλλά, βέβαια, «δεν πρέπει να συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα». Δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί που διαμαρτύρονται έντονα όταν ακούν την φράση «καταδικάζουμε την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Υπάρχουν φορές που το «αλλά» ήταν πιο ισχυρό από τις δηλώσεις που προηγούνται -στην πραγματικότητα, όσο κανακεύτηκαν οι χρυσαυγίτες ψηφοφόροι άλλο τόσο χαϊδεύτηκαν τα μπάχαλα. Αλλά δεν κάνει να το πούμε, δεν κάνει να βγάλουμε μιλιά. Αλλιώς μας περιμένει η ίδια μοίρα με τον Μπουραντώνη. Μια ταμπέλα, διαδικτυακή ή πραγματική, την οποία αναγκαζόμαστε να περιφέρουμε γιατί γυρίσαμε την πλάτη στην φυλή μας και πρέπει κάπως να πάρουμε το μάθημά μας.
Η ελπίδα πως οι φοιτητές και η υπόλοιπη πανεπιστημιακή κοινότητα θα απομονώσει τους θύτες είναι μάλλον μάταιη. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνουν τέτοια πράγματα στους πανεπιστημιακούς χώρους, ούτε η τελευταία. Υπάρχει όμως πάντα η γαλλική συνταγή: όταν κάποιος προσπαθεί να επιβάλει την σιωπή με το ζόρι, σημασία έχει να μην του κάνεις την χάρη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News