Από την αρχή, η αντιμετώπιση του κορονοϊού ήταν ζήτημα δύο παραγόντων: τύχης και προτεραιοτήτων. Σε πρώτη φάση ήταν θέμα τύχης, υπό την έννοια ότι δεν έπρεπε να σε βρει επεισόδιο υπερμετάδοσης ενώ ήσουν απροετοίμαστος και γίνεις Μπέργκαμο, να μετράς φέρετρα σε φορτηγά. Ομως το βασικό ήταν οι προτεραιότητες που όριζες.
Το πώς και γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης όρισε εγκαίρως ως απόλυτη προτεραιότητα τη δημόσια υγεία και έκλεισε σχεδόν τα πάντα, έχει υπεραναλυθεί και του έχει πιστωθεί παγκοσμίως –η χώρα μας είναι μέλος του Smart Covid Group, της ευάριθμης ομάδας κρατών που αντιμετώπισαν επιτυχώς την πανδημία. Ομως η κρησάρα των προτεραιοτήτων δεν έπαψε ποτέ να απαιτεί νέες αποφάσεις για να κοσκινίσει νέο αποτέλεσμα.
Από τη στιγμή που αποφασίστηκε το σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας, η πυξίδα άρχισε να μετακινείται από τη δημόσια υγεία, όπου για ένα διάστημα έδειχνε αταλάντευτα. Και παρότι η κυβέρνηση επαναλαμβάνει μονότονα ότι ακούει μόνο τους ειδικούς, αυτό δεν είναι απαραίτητα και τόσο αλήθεια. Από ένα σημείο και μετά, άκουγε αυτά που θέλει να ακούσει. Αλλιώς, θα άκουγε και τους λοιμωξιολόγους που φώναζαν για προσοχή από τις αρχές Ιουλίου, όταν την ίδια ώρα οι υπουργοί διαγκωνίζονταν ποιος θα ανακοινώσει πιο γρήγορα χαλάρωση των μέτρων και κατάργηση της χρήσης της μάσκας.
Ας μείνουμε όμως στο θέμα της προτεραιότητας. Η Ελλάδα του Αυγούστου δεν είναι η Ελλάδα του περασμένου Μαρτίου. Ακόμα και ο ίδιος ο Σωτήρης Τσιόδρας το είχε επιβεβαιώσει από τα μέσα του περασμένου Μαΐου, όταν σε μια από τις συνεντεύξεις Τύπου των 6 μ.μ. είχε παραδεχτεί ότι η πληρότητα 100% στα αεροπλάνα, την ώρα που ο συγχρωτισμός νέων στις πλατείες περιγραφόταν τότε ως ο απόλυτος κίνδυνος, συνιστούσε μια αντίφαση. Ο εθνικός μας λοιμωξιολόγος είχε αποδεχτεί τότε ότι «πρέπει να υπάρχει ισορροπία μεταξύ δημόσιας υγείας και οικονομίας». Είχε αποδεχτεί ουσιαστικά τη μετακίνηση της προτεραιότητας. «Είναι το καλύτερο δυνατό που μπορείς να κάνεις ανά περίπτωση, ακόμη και αν δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο» είχε ομολογήσει.
Αλλά η Ελλάδα του Αυγούστου δεν είναι και η Ελλάδα του Μαΐου, όταν σχεδιαζόταν το άνοιγμα της οικονομίας και του τουρισμού, με την κυβέρνηση να αποδέχεται συλλογικά το «ρίσκο» (διατύπωση του υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ, Ακη Σκέρτσου). Ο τουρισμός άνοιξε και πήγε όπως πήγε. Τώρα όμως πρέπει να κοιτάξουμε τον χειμώνα.
Σε εκείνο το ειδυλλιακό σαββατιάτικο απόγευμα στη Σαντορίνη, ο κ. Μητσοτάκης είχε πει μεταξύ άλλων ότι «δεν με ενδιαφέρει να γίνει η Ελλάδα ο Νο 1 προορισμός, αλλά μ’ ενδιαφέρει να είναι ο ασφαλής προορισμός». Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, δεν τα κατάφερε ακριβώς. Ναι μεν οι τουρίστες δεν ήρθαν μαζικά και άτακτα, αλλά παράλληλα εξελιχθήκαμε σε προορισμό με υγειονομικές επισφάλειες που οδήγησαν στα νέα μέτρα, σε περιορισμούς της επιχειρηματικής δραστηριότητας που στρέφονται τελικά κατά της ίδιας της βιομηχανίας για την οποία έγιναν όλα, της τουριστικής.
Εδώ, λοιπόν, φαίνεται ότι κυριάρχησε η νέα προτεραιότητα. Στόχος είναι πια πώς η χώρα θα μπει στη δύσκολη φθινοπωρινή και ακόμα πιο δύσκολη χειμερινή σεζόν με τη μικρότερη επιδημιολογική επιβάρυνση από ένα καλοκαίρι που μας ξέφυγε μέσα στην εγγενή ανεμελιά και εξαλλοσύνη του: αυτή η επιβάρυνση προέκυψε από τη διασκέδαση, από τα μπαρ, τα γλέντια, τις συναυλίες, τα μπιτς πάρτι, όπου, ας είμαστε ειλικρινείς, αποστάσεις και λοιπά μέτρα δεν τηρούνται.
Η νέα προτεραιότητα έχει βεβαίως νέα θύματα. Από την ώρα που ανακοινώθηκαν τα νέα μέτρα για τον περιορισμό του ωραρίου, ακούμε τον αμανέ του επιχειρηματία της εστίασης: προφητείες για λουκέτα και ανεργία, προκαταβολικό πένθος για τους τραγουδιστές που θα πρέπει να τραγουδάνε απόγευμα, με συνέπεια ο κόσμος να μην πίνει, και έτσι θα χάσουν οι μπάρμαν τη δουλειά τους. Κατανοητή η απόγνωση και η καταστροφολογία, αλλά εδώ η χώρα έπρεπε να διαλέξει.
Στη Βρετανία, αυτές τις ημέρες η δημόσια συζήτηση κυριαρχείται από το δίλημμα: παμπ ή σχολεία; Αν συνεχίσει ο κόσμος να διασκεδάζει όπως διασκεδάζει, τα σχολεία δύσκολα θα λειτουργήσουν. Και ο Μπόρις Τζόνσον αυτή τη φορά βρέθηκε στη σωστή πλευρά της ιστορίας: είναι απόλυτη προτεραιότητα να πάνε οι μαθητές στις τάξεις τους, διεμήνυσε.
Ηρθε, λοιπόν, η ώρα να ανοίξει και εδώ η ίδια συζήτηση: είμαστε μια χώρα που έχει προτεραιότητα τα μπαρ και τα νυχτερινά κέντρα της ή τα σχολεία της; Χωρίς να ληφθούν μέτρα στον τομέα της διασκέδασης, το επιδημιολογικό φορτίο θα είναι τέτοιο, που στις 7 Σεπτεμβρίου πάλι οι μαθητές θα είναι τα θύματα αυτής της περιπέτειας —η εκπαιδευτική διαδικασία θα έχει υπονομευτεί είτε με την επανεφεύρεση της εκ περιτροπής διδασκαλίας, είτε με νέο lockdown. Είναι όμως εθνική, αν όχι απόλυτη, προτεραιότητα τα παιδιά να πάνε αυτή τη φορά κανονικά στο σχολείο τους. Κι ας βρεθεί να τραγουδάει ο Βέρτης την ώρα του δελτίου ειδήσεων…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News