Μέχρι στιγμής η χώρα μας έχει 50 νεκρούς από τον κορονοϊό. Δηλαδή χάσαμε μέσα σε έναν μήνα όσους χάνει η Ιταλία σε 90 λεπτά. Ακόμα και αν κάνεις αναγωγή στην πληθυσμιακή διαφορά των δύο χωρών, αντιλαμβάνεσαι ότι τα πάμε καλύτερα από τους γείτονες. Αν όμως συγκρίνεις με τους θανάτους που προκαλεί η εποχική γρίπη, θα πεις ότι ο ιός θερίζει.
Σε παγκόσμια κλίμακα, τα καταγεγραμμένα κρούσματα αγγίζουν το εκατομμύριο και οι θάνατοι τους 45.000. Κατά τους ειδικούς, αν δεν είχαν ληφθεί περιοριστικά μέτρα, οι θάνατοι μπορεί να έφταναν τα 5 εκατομμύρια, άλλοι μιλάνε και για δέκα. Η πρώτη εκτίμηση για τις Ηνωμένες Πολιτείες έκανε λόγο για 250.000 νεκρούς. Φαίνεται να αναθεωρείται προς τα κάτω, στις 100.000 απώλειες. Ο COVID-19 έχει θνητότητα 3%, δηλαδή σκοτώνει τρεις από τους εκατό που προσβάλλει. Ωστόσο αυτά τα ποσοστά προκύπτουν από τα γνωστά κρούσματα, κάτι που μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι σκοτώνει λιγότερους.
Ακόμα και εκεί όπου τα νούμερα είναι απόλυτα, υπάρχει το στοιχείο του υποκειμενισμού καθώς δεν υφίσταται σύγκριση με αντίστοιχες καταστάσεις πέραν του SARS και της γρίπης Η1Ν1. O COVID έχει ξεπεράσει σε θανάτους τον SARS, αλλά σε σχέση με τη γρίπη δείχνει απλή ίωση – κάθε χρόνο υπολογίζεται ότι πεθαίνουν από γρίπη και τις επιπλοκές της σχεδόν 700.000 άνθρωποι. Βλέποντας τις σχετικές καμπύλες, διαπιστώνουμε ότι ο COVID θα μπορούσε, ενδεχομένως, να σκοτώσει περισσότερους, αφού μεταδίδεται πιο εύκολα. Από την άλλη, αν δεις και τους τρεις ιούς αθροιστικά, δεν μπορούν να πλησιάσουν τους θανάτους από τροχαία, που ανέρχονται, παγκοσμίως, σε 1,5 εκατ. ετησίως. Βέβαια, μεθοδολογικά αυτή η προσέγγιση είναι αφελής, καθώς συγκρίνουμε διαφορετικά πράγματα. Μας επιτρέπει, όμως, να αναρωτηθούμε για το τι ακριβώς σημαίνει ένα καλό σενάριο και τι ένα κακό.
Στην Ελλάδα λέμε ότι πάμε καλά. Ισχύει, σε σχέση με άλλες χώρες. Ομως πού βρίσκεται το όριο; Πόσους νεκρούς έχει το καλό σενάριο και πόσους το κακό; Με πόσους νεκρούς θα είμαστε ευχαριστημένοι; Και με πόσους θα θρηνούμε πάνω από μία καταστροφή;
Ρώτησα έναν ειδικό που παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις. Μου είπε ότι το καλό σενάριο προβλέπει απώλειες σε ποσοστό κάτω του 3% («να πηγαίνει προς το 2%») επί του συνόλου των κρουσμάτων. Ποιων κρουσμάτων; Των καταγεγραμμένων. Αυτή τη στιγμή, βάσει της επίσημης καταγραφής, οι θάνατοι είναι στο 3,5% των κρουσμάτων. Ωστόσο το αληθινό ποσοστό είναι χαμηλότερο στο σύνολο των πραγματικών κρουσμάτων. Πόσο χαμηλότερο; Υπολογίζεται ανάμεσα στο 0,5% και στο 1%. Αν τα μαθηματικά είναι σωστά, τα κρούσματα στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανάμεσα στις 5.000 και στις 10.000. Επίσης, το καλό σενάριο περιγράφεται και από την αντοχή του συστήματος Υγείας, κοινώς να υπάρχει πάντα διαθέσιμος αριθμός κλινών για την αντιμετώπιση των εισαγωγών. Για αυτό, άλλωστε, επιβάλλονται και τα μέτρα κοινωνικού περιορισμού. Αν το σύστημα βγει εκτός τροχιάς, τα ποσοστά θα ανέβουν.
Αν το δεις ανθρωπιστικά, κάθε ζωή που χάνεται είναι μοναδική και πολύτιμη. Η τραγωδία γίνεται μεγαλύτερη αν αυτή η ζωή χάνεται ενώ υπό άλλες συνθήκες, καλύτερων υποδομών, θα μπορούσε να σωθεί. Αυτή τη στιγμή η χώρα δεν βρίσκεται σε τέτοιο σημείο, όμως δεν γνωρίζουμε ακόμα πόσο κοντά είναι. Αν τώρα το δεις στατιστικά, οι προσδοκίες εστιάζονται σε απώλειες κάτω από αυτές που προσδιορίζονται από τα μαθηματικά μοντέλα.
Οπως και να έχει, θα βρεθούμε μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο: θα χάσουμε εκατοντάδες ανθρώπους, αλλά αν ο αριθμός τους διατηρεί καλή σχέση με τη στατιστική, θα αισθανόμαστε ικανοποιημένοι. Με ψυχρούς εμπορικούς όρους, θα έχουμε τη μικρότερη δυνατή χασούρα. Ομως αυτή δεν ήταν πάντα η αντίφαση; Οσο μεγαλώνει ο αριθμός των νεκρών, η έννοια της απώλειας αποκτά μαθηματικά χαρακτηριστικά. Εν τέλει, όσον αφορά τις ανθρώπινες ζωές, η διαφορά ανάμεσα στο καλό και στο κακό σενάριο συχνά εκφράζεται και με προσωπικά κριτήρια. Άλλο μέτρο έχω εγώ και άλλο κάποιος άλλος. Τα πράγματα γίνονται απόλυτα μόνο όταν μιλάμε για λεφτά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News