Η διαχείριση της πανδημίας είχε έως τώρα πολλές μορφές. Την καλλιέργεια φόβου, την εξαντλητική ενημέρωση, την επιβολή μέτρων και απαγορεύσεων, τις εμφατικές επισημάνσεις για την ατομική ευθύνη, τις αντιφάσεις και τη σύγχυση για τα εμβόλια (ειδικά για εκείνο της AstraZeneca), τις αποφάσεις για τους περιορισμούς των δραστηριοτήτων των μη εμβολιασμένων, τις σκέψεις και τις ανακοινώσεις για τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς, εσχάτως την νέα ανησυχία για την εξάπλωση της μετάλλαξης Δέλτα και ποιος ξέρει τι ακολουθεί.
Τα μέτρα που ανακοίνωσε τη Δευτέρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένα επόμενο βήμα. Δείχνουν το δρόμο για τους προσεχείς μήνες, δίχως να σημαίνει ότι αυτός θα είναι εύκολος. Το σίγουρο είναι ότι η ζωή των εμβολιασμένων πολιτών θα είναι απλούστερη, οι ανεμβολίαστοι θα παραμένουν σε ένα καθεστώς περιορισμένης πρόσβασης σε δραστηριότητες. Αν αυτό θα αποδώσει και αν θα οδηγήσει περισσότερους στο εμβόλιο, θα φανεί σύντομα και το μεγάλο στοίχημα θα κριθεί το φθινόπωρο. Κυρίως δε, στο πώς θα εξευρεθεί η ισορροπία μεταξύ πανδημίας, ανοιχτής οικονομίας και λειτουργίας των σχολείων.
Στο σημείο που βρισκόμαστε, είναι βάσιμη μία υπόθεση. Δεδομένων των χαρακτηριστικών της νέας παραλλαγής του ιού (πλήττει, προφανώς, ανεμβολίαστους και κινητικά τμήματα του πληθυσμού όπως η νεολαία), οι απόπειρες καλλιέργειας φόβου, από ειδικούς και μη, είναι μάλλον καταδικασμένες. Όσο φαίνεται ότι τα κρούσματα αυξάνονται, αλλά οι νοσηλείες, οι διασωληνώσεις και οι θάνατοι παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πειστούν και να εμβολιαστούν όσοι δεν το έχουν κάνει έως τώρα.
Και τι σημαίνει αυτό; Πρέπει να εγκαταλειφθεί η εκστρατεία ενημέρωσης και η προσπάθεια αύξησης των εμβολιασμών; Σαφώς όχι. Όμως φαίνεται ότι απαιτείται κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό από όσα παρακολουθούμε σήμερα.
Τι μπορεί να είναι αυτό; Θετικά μηνύματα και οι παραλλαγές τους. Όπως π.χ., για ποιον λόγο δεν είναι επικίνδυνα τα εμβόλια.
Η μονότονη επανάληψη για τους κινδύνους, οι απειλές, οι περιορισμοί με τη μορφή τιμωρίας, είναι αμφίβολο αν μπορούν να αποδώσουν. Το μείγμα είναι πλέον πολύ δύσκολα διαχειρίσιμο. Οι μεν εμβολιασμένοι έχουν αρχίσει να ανησυχούν λιγότερο, οι δε ανεμβολίαστοι – κατά μείζονα λόγο νεαροί – δεν πρόκειται να ανησυχήσουν. Υπό μία έννοια ισχύει το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, ίσως η κυβέρνηση και οι διαχειριστές της δημόσιας πληροφορίας θα πρέπει να το δουν αλλιώς. Αν δεν υπάρξουν υγειονομικά δράματα, τα οποία βεβαίως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει, η εικόνα δύσκολα θα αλλάξει. Και ο καθημερινός βομβαρδισμός έχει κουράσει. Σαφώς και πρέπει να υπάρχουν τα μέτρα (έλεγχοι σε λιμάνια και αεροδρόμια – που δεν πολυγίνονται -, απαγόρευση λειτουργίας των club των χιλιάδων ατόμων, λειτουργίες χώρων μόνο για εμβολιασμένους κ.ά.), όμως κάπου εξαντλούνται τα περιθώρια.
Η οικονομία είναι σαφές ότι πολύ δύσκολα θα ξανακλείσει. Υπάρχει η βάσιμη υποψία ότι ακόμη και αν οι κυβερνήσεις επιχειρήσουν κάποιο νέο lockdown, ουδείς θα το τηρήσει. Οι εμβολιασμένοι επειδή είναι εμβολιασμένοι, οι ανεμβολίαστοι επειδή είναι αδιάφοροι.
Όπως βαίνουν τα πράγματα, οι αρχές Σεπτεμβρίου φαίνεται ότι θα συνδυαστούν με μία έξαρση της πανδημίας, η οποία άλλωστε ήδη είναι ορατή. Αυτό που χρειάζεται πλέον, δεδομένων των εμβολίων, είναι συνεπώς κάτι πολύ διαφορετικό από τα όσα μέχρι τώρα γνωρίζαμε.
Για τους επόμενους μήνες κυβερνήσεις και πολίτες πραγματικά θα πρέπει να μάθουν να ζουν με την μεταλλαγμένη covid. Και η είδηση στα δελτία ειδήσεων θα πρέπει να μην είναι πρώτη προτεραιότητα. Δεν φαίνεται πολύ ρεαλιστικό οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο.
Τι μένει λοιπόν να γίνει; Ίσως όχι και πολλά.
Ένα από αυτά όμως είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ ότι κάποιοι νομίζουν.
Πρόκειται για τη λειτουργία των σχολείων. Και εκεί αρχίζει και δυσκολεύει η εξίσωση.
Στις μαθητικές ηλικίες δεν υπάρχει και ούτε πρόκειται να υπάρξει υποχρεωτικός εμβολιασμός. Στους καθηγητές είναι επίσης εξαιρετικά δύσκολο, αν και δεν θα έπρεπε.
Το ζήτημα είναι ότι τα σχολεία δεν είναι δυνατόν να διακόψουν τη λειτουργία τους για μία ακόμη χρονιά. Για εκπαιδευτικούς αλλά και για πολιτικούς λόγους. Και δεδομένων των συνθηκών, αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση και το αρμόδιο υπουργείο οφείλουν να καταστρώσουν (τώρα, όχι αύριο) ρεαλιστικά και εφαρμόσιμα σχέδια, ώστε αυτό να μην συμβεί.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, πολλά από όλα τα άλλα που παρακολουθούμε, είναι περιττά και αναποτελεσματικά. Αυτό το ένα όμως παραμένει εξαιρετικά κρίσιμο.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News