Τα εξελισσόμενα στο ΚΙΝΑΛ δημιουργούν ενδιαφέρον που είναι εμφανές στα δελτία ειδήσεων, τις εφημερίδες, τα ηλεκτρονικά Μέσα, τα κοινωνικά Μέσα, τα καφενεία και τις ταβέρνες. Σε έναν απλό παρατηρητή της ελληνικής πολιτικής σκηνής, προκύπτουν εύλογα ερωτήματα.
Το πρώτο, πώς είναι δυνατόν να έλκει τόσο πολύ το ενδιαφέρον η διαδικασία εκλογής αρχηγού στο τρίτο σε δύναμη κόμμα, όταν έχει υποτετραπλάσιο εκλογικό ποσοστό από το δεύτερο και μονοψήφια δημοσκοπική επιρροή;
Κατά επαγωγήν, ακολουθεί το δεύτερο ερώτημα. Γιατί καθίσταται αποδεκτός ο μικρο-μεγαλισμός του 8%; Πώς είναι δυνατόν η ηγεσία και τα στελέχη, ιδιαίτερα οι υποψήφιοι αρχηγοί, να συμπεριφέρονται ως επικείμενοι πρωθυπουργοί ή, έστω, ως αναπόφευκτοι ρυθμιστές;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολη, γιατί το πολιτικό φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό. Θα μπορούσαν πάντως να καταστούν διακριτές τρεις γενεσιουργές αιτίες.
Αυτονόητη είναι η πρόσφατη παράδοση του προκάτοχου κομματικού σχηματισμού, του ΠΑΣΟΚ. Πλειοψηφικό και κυρίαρχο από το 1977 ως το 2011, δημιούργησε στελέχη, περισσότερο ή λιγότερο ικανά, πάντως με την αυτοπεποίθηση και τη νοοτροπία του νικητή. Μετά είναι η μεταφορά, η κληρονομιά της αίγλης και της χαρισματικότητας του ιδρυτή Ανδρέα, του κορυφαίου επιγόνου Σημίτη ή ηρωοποιηθέντων στελεχών, όπως ο Γεννηματάς ή η Μελίνα.
Κύρια όμως αιτία είναι η αντίστροφη συμπεριφορά του δεύτερου κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκπέμπει νοοτροπία μειοψηφικού και περιθωριακού σχηματισμού και όχι φορέα αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η θεματολογία του, η εκφορά λόγου, η δηλωμένη αναγνώριση ότι δεν μπορεί να επανακάμψει αυτοδύναμος, η κοινοβουλευτική πρακτική, η αδυναμία μαζικοποίησης, η ισχνή επιρροή στα συνδικάτα και στην αυτοδιοίκηση. Τα πάντα δείχνουν τάσεις υποστροφής. Παλιμπαιδίζει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει την ευκαιρία στο ΚΙΝΑΛ να πιστεύει ότι είναι δυνατόν να επανακάμψει.
Το τρίτο ερώτημα παράγεται από μια παράδοξη σε πρώτη ματιά διαπίστωση. Οι υποψήφιοι αρχηγοί, με μόνη εξαίρεση τον Ανδρέα Λοβέρδο, με τη μέχρι τώρα πολιτική στάση τους δείχνουν ότι ακκίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ερχονται σε αντίθεση με την αντίληψη και τις πεποιθήσεις της ευρείας πλειονότητας των ψηφοφόρων του ΚΙΝΑΛ, αλλά και σχεδόν τού όλου των ορίων της πολιτικής εμβέλειας που καλύπτει η παράδοση της Δημοκρατικής Παράταξης: Οσοι απευθείας από τον ΣΥΡΙΖΑ μετακινήθηκαν στη ΝΔ παρακάμπτοντας το ΚΙΝΑΛ, όσοι πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού για πρώτη φορά ψήφισαν Μητσοτάκη, οι παραδοσιακοί κεντρώοι και οι εκσυγχρονιστές που δεν έφτασαν στην κάλπη ή ψήφισαν λευκό και άκυρο.
Είναι όλοι αυτοί που συγκροτούν το πολιτικό Κέντρο και δηλώνουν την παρουσία τους σε κάθε ευκαιρία, εκφράζοντας την άποψή τους από το θέμα των εμβολιασμών έως τη συμφωνία με τη Γαλλία, από τα δικαιώματα έως τις υποχρεώσεις, από το Μεταναστευτικό έως την ασφάλεια, και διαφέρουν από τους συντηρητικούς.
Γιατί έως έξι υποψήφιοι, αν δεν υπάρξουν αποχωρήσεις, συνωστίζονται να εκφράσουν τη μειονότητα των οπαδών του ΚΙΝΑΛ και των παρυφών του ΣΥΡΙΖΑ, διαγκωνιζόμενοι να αποδείξουν ότι είναι οι πλέον συνεπείς και ανένδοτοι αντιδεξιοί και οι καθορίζοντες τις διαχωριστικές γραμμές Αριστεράς – Δεξιάς;
Οι ερμηνείες είναι δύο, γιατί οι στρατηγικές είναι δύο.
Η μία επιδιώκει το αδιατάρακτο των συνθηκών με μικροβελτιώσεις των συσχετισμών. Ενα μεγαλύτερο ΚΚΕ του Κέντρου. Λίγο κάτω ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ , λίγο πάνω εμείς και συνεχίζουμε ως αντιπολίτευση στον αυτοδύναμο Μητσοτάκη.
Η δεύτερη είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος της συνεργασίας των «προοδευτικών δυνάμεων» του Αλέξη Τσίπρα, που επιδιώκει να συγκροτήσει αντιδεξιό μέτωπο και να εκμεταλλευτεί τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής. Το άθροισμα τριών κομμάτων, υπερκεράζοντας το ποσοστό της ΝΔ, θα μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση.
Εδώ φθάσαμε στον Γιώργο Παπανδρέου. Ο πρώην Πρωθυπουργός και οι «συν αυτώ» θεωρούν ότι αυτονόητα συνεχίζει να φέρει το χάρισμα του οικοσήμου των Παπανδρέου και του τελευταίου ηγέτη του πλειοψηφικού ΠΑΣΟΚ. Θεωρεί τη δεκαετία 2011-2021 το προσωπικό του «διάβα της ερήμου». Η σημερινή συγκυρία, που καθορίζεται από την όποια κάμψη του Μητσοτάκη και τη στασιμότητα του Τσίπρα, του δίνει τη δυνατότητα να κυριαρχήσει πάλι, όπως το 2008. Οταν το δικό του «Μαζί θα κυβερνήσουμε» προς τον τότε Συνασπισμό αποδεκάτισε τον εν δυνάμει συνεργάτη και ενίσχυσε έως το έπακρο του 44% τον ίδιο.
Τσίπρας και Παπανδρέου είναι σαν τους συγγενείς, διεκδικητές της ίδιας κληρονομιάς. Η σχέση τους είναι ταυτόχρονα συνεργατική και ανταγωνιστική. Η διαφορά τους είναι για τη μαρκίζα της κυβέρνησης που θα επιδιώξουν. Αν θα γράφει Τσίπρας – Παπανδρέου – Βαρουφάκης ή Παπανδρέου – Τσίπρας – Βαρουφάκης. Ο τελευταίος είναι η αναγκαία προσθήκη για να σχηματιστεί αντιδεξιά πλειοψηφία. Και οι τρεις ζουν με το όνειρο της δεύτερης ευκαιρίας. Επειδή δεν μπορούν να έχουν την αποκλειστικότητα, θα μοιραστούν ένα κοινό όνειρο.
Η απόφαση του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει την αρχηγία του ΚΙΝΑΛ πυροδοτεί εξελίξεις. Η επικείμενη εκλογή της 5ης Δεκεμβρίου ενδέχεται να πάρει χαρακτηριστικά δημοψηφίσματος με κεντρικό ερώτημα: Ναι ή όχι στο ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης Τσίπρα – Παπανδρέου – Βαρουφάκη.
Το όνειρο μιας κυβέρνησης της Κεντροαριστεράς με αυτή τη σύνθεση είναι μεν όνειρο για μερικούς, αλλά εφιάλτης για τους περισσότερους, όχι μόνον δεξιούς, αλλά κυρίως για τους κεντρώους, που κάτι θα κάνουν για να μην τον ζήσουν.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News